Απόφ.Εφετείου 114/2002 (01/01/2002)

Υπάλληλοι γεωργικών συνεταιρισμών - όροι εγκυρότητας σχετικής σύμβασης εργασίας - ομαδικές απολύσεις

Εφετείο Λάρισας
Αριθ.απόφασης: 114/2002

Υπάλληλοι γεωργικών συνεταιρισμών - όροι εγκυρότητας σχετικής σύμβασης εργασίας - ομαδικές απολύσεις.

• Η σύμβαση εργασίας με την οποία προσλαμβάνεται υπαλληλικό προσωπικό από τις αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις για την εκτέλεση ειδικής ή προσωρινής εργασίας, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το έτος ή να είναι αόριστης διάρκειας. Διαφορετικά, η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη νόμου και θεωρείται, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. ως μη γενόμενη. Ο μισθωτός δε, τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη, ο οποίος δεν υποχρεούται στην καταβολή μισθών υπηρεμερίας, αλλά σε απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε λόγω της εργασίας, η οποία αποτιμώμενη, συνίσταται στο μισθό, που ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό με τα ίδια προσόντα και εργαζόμενο υπό τις αυτές συνθήκες, δυνάμει έγκυρης σύμβασης.

• Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 1387/83, στις ομαδικές απολύσεις, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις, οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση. Η εφαρμογή του θεσμού των ομαδικών απολύσεων, απαιτεί πραγματική απασχόληση των μισθωτών με έγκυρη ή άκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά δεν περιλαμβάνει την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού η απόλυση στην περίπτωση αυτή είναι προδιαγεγραμμένη, εκτός εάν η ομαδική απόλυση γίνει πριν το τέλος της σύμβασης και μόνο για σπουδαίο λόγο, που να μην αφορά το πρόσωπο του μισθωτού, διότι τότε ο μισθωτός έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ομαδικών απολύσεων και μπορεί να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία έως και την λήξη της σύμβασης.

[...] Η κρινομένη έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 22/2000 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ), επί αγωγής του εκκαλούντος απευθυνομένης κατά της εφεσίβλητης, με αντικείμενο διαφορά από συμβατική παροχή εξαρτημένης εργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, η οποία έγινε δεκτή ως προς την πρώτη επικουρική βάση της, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρ. 495, 518 του ΚΠολΔ) από τον εκκαλούντα εν μέρει νικημένο διάδικο στην πρωτόδικη δίκη. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως ανωτέρω ειδική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Εξάλλου, παραδεκτά ασκείται με τις έγγραφες προτάσεις της εφεσιβλήτου αντέφεση κατά της ως άνω αποφάσεως, αναφερομένη σε εκκληθέν με την έφεση κεφάλαιο, (άρθρ. 674, παρ. 1 και 523, αριθμ. 1, ΚΠολΔ-Σαμουήλ "Η Έφεση" παρ. 617, Β. εδ. ε, σελ. 201, Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρ. 523, παρ. 9, σελ. 294) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, διατασσομένης της συνεκδικάσεώς της με την ανωτέρω έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Ο ενάγων, με την από 20/3/1999 αγωγή του, ιστορούσε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Κ., την 25/9/81 ως υπάλληλος (πωλητής - διαχειριστής) καταστήματος γεωργικών φαρμάκων. Ότι από της προσλήψεώς του προσέφερε στην εναγομένη τις υπηρεσίες του, ως πωλητής γεωργικών φαρμάκων, με σύμβαση αορίστου χρόνου, διαρκώς μέχρι την 31/12/1998, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την εργασιακή τους σύμβαση και τον απέλυσε. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι η τελευταία του οφείλει τις αποδοχές των μηνών Ιουνίου 1997, Δεκεμβρίου 1997 και των μηνών του έτους 1998, πλην του μηνός Οκτωβρίου, συνολικού ποσού 3.338.000 δραχμών. Ζήτησε δε α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό (3.338.000 δραχμές), νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής κάθε μερικότερου ποσού και, επικουρικά, ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό αυτό με βάση έγγραφη δήλωση της εναγομένης με την οποία αναγνωρίζει τόσο την παροχή εργασίας, όσο και την εξ αυτής οφειλή, άλλως με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία την έκρινε ορισμένη και νόμιμη μόνο κατά την δεύτερη αυτής βάση (απέρριψε ως μη νόμιμη την πρώτη βάση και θεώρησε ότι παρέλκει η έρευνα της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού) και στη συνέχεια την έκανε δεκτή, ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του και ζητεί τη μεταρρύθμισή της, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1541/1985 οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έχουν εμπορική ιδιότητα και διέπονται από τις διατάξεις αυτού του νόμου, ενώ συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις του αστικού και εμπορικού δικαίου. Επίσης κατά το άρθρ. 3, παρ. 1 του Ν. 1859/1944, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 72, παρ. 2 του Ν. 1541/1985 οι έκτακτοι και οι επί συμβάσει υπάλληλοι των γεωργικών (αγροτικών) συνεταιρισμών, δεν μπορούν να προσληφθούν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και η πρόσληψή τους γίνεται μόνο για την αντιμετώπιση υπηρεσιακών αναγκών αυτών των οργανώσεων. Εις εκτέλεση αυτού του νόμου εκδόθηκε το Β/Δ της 23/30-7-1946 περί της υπαλληλικής καταστάσεως του προσωπικού των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων", όπως τροποποιήθηκε με το Β/Δ της 18.8/2-9-53, το Β.Δ.282/61 και το Β.Δ.900/66, με το άρθρο 6 του οποίου ορίστηκε μεταξύ άλλων, ότι οι γεωργικές οργανώσεις πάσης φύσεως και βαθμού, οι οποίες χρησιμοποιούν προσωπικό, απασχολούμενο σ΄ αυτές, υποχρεούνται σε εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 του Ν. 1859/1944 και ότι οι ίδιες οργανώσεις μπορούν να προσλάβουν ημερομισθίους ή επί συμβάσει υπαλλήλους για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί το έτος, για την αντιμετώπιση προσωρινών υπηρεσιακών αναγκών (άρθρ. 3 παρ. 5). Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρ. 72, παρ. 2 του Ν. 1541/1985. Τέλος κατά τα άρθρ. 21 και 25 του από 30/1/1982 Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και Καταστατικού της εναγομένης, έκτακτο ή με σύμβαση υπηρεσιακό και εργατοτεχνικό προσωπικό είναι εκείνο που προσλαμβάνεται για χρονικό διάστημα ανάλογο με τις ανάγκες που παρουσιάζονται για την εκτέλεση ειδικής ή προσωρινής εργασίας και ότι για την αντιμετώπιση επιτακτικών αναγκών της εναγομένης, οι οποίες δεν είναι πάγιες και σταθερές, μπορούν να προσλαμβάνονται έκτακτοι ή με σύμβαση υπάλληλοι για χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει το έτος.

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι η σύμβαση εργασίας με την οποία προσλαμβάνεται υπαλληλικό προσωπικό έκτακτο ή ημερομίσθιο από τις αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις για την εκτέλεση ειδικής ή προσωρινής εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το έτος ή να είναι αόριστης διάρκειας. Διαφορετικά η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ως αντικειμένη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου και θεωρείται κατά τα άρθρ. 174 και 180 ΑΚ ως μη γενομένη (ΑΠ 1022/93 ΔΕΝ 50,44, ΑΠ 501/91 ΔΕΝ 50,245, ΑΠ 764/87 ΕΕΔ 47, 602, ΑΠ 384/86, ΝΟΒ 35, 34) και ο μισθωτός τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη (ΟλΑΠ 192/62, ΑΠ 993/73), ο οποίος δεν υποχρεούται στην καταβολή μισθών υπερημερίας, αλλά σε απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε, λόγω της εργασίας, η οποία αποτιμώμενη συνίσταται στο μισθό που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό με τα ίδια προσόντα και εργαζόμενο υπό τις αυτές συνθήκες, δυνάμει έγκυρης σύμβασης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του άρθρ. 3, παρ. 1 του Ν. 1859/1944 και του άρθρου 3 του Β.Δ. 23/30.7.46 εξακολουθούν να ισχύουν σύμφωνα με το άρθρ. 61 της υπ΄ αριθμ. 27346/1990 αποφάσεως των υπουργών Γεωργίας και Εργασίας (ΦΕΚ. 700/7-11-98).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που οι διάδικοι είχαν προσκομίσει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη χωριστά η κάθε μια και σε συνδυασμό μεταξύ τους και εκτιμώνται κατά το μέτρο γνώσεως και αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα και από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 25/9/1981 η εναγομένη εφεσίβλητη "΄Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Κ." προσέλαβε τον ενάγοντα - εκκαλούντα Α.Γ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στην ένωση αγροτικών συνεταιρισμών Κ., ως πωλητής γεωργικών φαρμάκων σε κατάστημα (πρατήριο) που διατηρούσε η τελευταία στο Π. Κ. Προσελήφθη δε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας δώδεκα μηνών, ανήκων στο έκτακτο προσωπικό, εφόσον δεν διορίστηκε σε θεσμοθετημένη θέση που να καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας, ούτε καταρτίστηκε υπαλληλική σχέση με το διορισμό του και αποδοχή του από αυτόν και συνέχισε να εργάζεται σ΄ αυτήν, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται, μέχρι την 31/12/1998, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την εργασιακή του σύμβαση.

Η ανωτέρω σύμβαση δεν μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου, παρόλο που έγιναν διαδοχικές ανανεώσεις της, αφού κατά τα προαναφερόμενα ο νόμος επιβάλλει την πρόσληψη του προσωπικού αυτού μόνο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να καθίσταται αορίστου χρόνου από τις διαδοχικές ανανεώσεις της. Επομένως ο εκκαλών - ενάγων μισθωτός είχε προσληφθεί το έτος 1981 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία κατά τα ανωτέρω είναι ορισμένου χρόνου και έληξε μετά 12μηνη απασχόληση. Αν και η απασχόλησή του εξακολούθησε και μετά την λήξη της διάρκειας της σύμβασης με ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η σύμβαση αυτή δεν είναι έγκυρη για το μεταγενέστερο επίδικο χρονικό διάστημα, ούτε ως σύμβαση ορισμένου χρόνου, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις (έκτακτες ή εποχιακές), ούτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου, διότι δεν επιτρέπεται σιωπηρή παράταση της σύμβασης, ώστε να μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ούτε άλλωστε την καθιστούν αορίστου χρόνου οι διαδοχικές αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Ο ισχυρισμός επομένως του εκκαλούντος - δεύτερος λόγος εφέσεως - ότι συνήψε με την εναγομένη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όπως άλλωστε έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως με την υπ΄ αριθμ. 141/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), η οποία και αποτελεί, όπως ισχυρίζεται, δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, κατά τα προαναφερόμενα, παρεκτός του ότι η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχει μόνον πρόσκαιρο αποτέλεσμα και δεν επηρεάζει την έκβαση της κυρίας υποθέσεως, αφού παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο μόνον όταν δικάζει άλλη αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την ίδια διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων (βλ. Τζίφρα Ασφαλ. μέτρα Εκδ. Δ΄, παρ. 24, σελ. 76, ΑΠ 62/71 ΝοΒ 19, 455, ΑΠ 131/70, ΝοΒ 18, 818). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός δεύτερος λόγος της κρινομένης εφέσεως.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 1387/1983, στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσεως και την καταβλητέα αποζημίωση. Η εφαρμογή του θεσμού των ομαδικών απολύσεων προϋποθέτει πραγματική απασχόληση των μισθωτών με έγκυρη ή άκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά δεν περιλαμβάνει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού η απόλυση στην περίπτωση αυτή είναι προδιαγεγραμμένη, εκτός αν η ομαδική απόλυση γίνει πριν το πέρας του χρόνου της σύμβασης και μόνο για σπουδαίο λόγο, που να μην αφορά το πρόσωπο του μισθωτού (βλ. Καρούζο Φορ. Επ. 44, 1973), διότι μόνο τότε ο μισθωτός έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ομαδικών απολύσεων και μπορεί να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία και έως τη λήξη της σύμβασης (ΑΠ 509/96 ΔΕΝ 53,8).

Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, ο ενάγων είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, όπως με την αγωγή του ισχυρίζεται και εφόσον η καταγγελία της συμβάσεως της εργασίας του έλαβε χώρα μετά το πέρας της ορισμένου χρόνου συμβάσεώς του, δεν είναι αυτή άκυρη κι αν ακόμη έγινε με τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων (υπέρβαση του ποσοστού) χωρίς την τήρηση της απαιτούμενης από το Ν. 1387/83 προδικασίας. Συνεπώς, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω και σιωπηρά απέρριψε το αίτημα αυτό και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα όσα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του.

Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως επιδικάστηκε το αιτούμενο ποσό των 3.338.290 δραχμών από οφειλόμενες αποδοχές από το πρωτόδικο δικαστήριο νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, ενώ έπρεπε να του επιδικαστεί με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα κατά τον οποίο ήταν καταβλητέες, άλλως επιδικάζοντας μεν αυτές, λόγω της εγγράφου αναγνωρίσεως της οφειλής από την εναγομένη δεν του επιδίκασε, όπως έπρεπε, τόκους από την ημερομηνία της εγγράφου αναγνωρίσεως της οφειλής, αλλά από της επιδόσεως της αγωγής. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι έπρεπε να επιδικαστούν τόκοι από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα κατά τον οποίο ήταν καταβλητέες οι οφειλόμενες αποδοχές, μόνο σε περίπτωση υπάρξεως έγκυρης σύμβασης και όχι άκυρης, ως εν προκειμένω αφενός και αφετέρου δεν μπορούσε το πρωτόδικο δικαστήριο να επιδικάσει τόκους από την ημερομηνία αναγνωρίσεως της οφειλής, δεδομένου ότι δεν διατυπώθηκε στην ένδικη αγωγή σχετικό αίτημα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως.

Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό της αντεκκαλούσας ενώσεως αγροτικών συνεταιρισμών Κ. ότι η αναγνώριση του χρέους της προς τον ενάγοντα - εκκαλούντα είναι μη νόμιμη, εφόσον το επικαλούμενο από τον τελευταίο έγγραφο είναι απλή κατάσταση μισθοδοσίας, το δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι το από 18/1/1999 έγγραφο, με αριθμό πρωτοκόλλου 59 είναι έγγραφη δήλωση (βεβαίωση) αιτιώδους αναγνωρίσεως του χρέους, κατ΄ άρθρον 361 ΑΚ, ιδρύουσα νέα ενοχική σχέση που αποτελεί ιδία βάση της ένδικης αγωγής και μνημονεύουσα τα πραγματικά περιστατικά της αναγνωριζόμενης ενοχής (μήνες εργασίας, οφειλόμενος μισθός, κλπ), τα οποία είναι αναγκαία για την άρση κάθε αμφιβολίας για την ενοχή, την οποία τα μέρη ήθελαν να βεβαιώσουν (ΑΠ 264/89, ΕλλΔνη 31, 526, ΑΠ 276/83, ΕλλΔνη 24, 957, ΕφΑθ 6913/95, ΕλλΔνη 38, 935, ΕφΑθ. 12.637/87, ΝοΒ 37,98, ΕφΑθ.7642/86, Ελλ Δ/νη 28, 1263, ΕφΑθ. 281/79, ΝοΒ 27, 1312).

Αφού λοιπόν όμοια κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επεδίκασε το ποσό των 3.338.290 δραχμών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κάνοντας δεκτή την δεύτερη βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στο άρθρ. 361 ΑΚ και όχι στο 573 ΑΚ που εσφαλμένα στηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις που τέθηκαν υπό την κρίση του και ορθά εφάρμοσε κατά τα λοιπά το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου παράπονα που προβάλλονται με τους σχετικούς λόγους της έφεσης και αντέφεσης είναι αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους, τόσο η έφεση, όσον και η αντέφεση και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρ. 179, παρ. 1 και 183 του ΚΠολΔ).