Απόφ.Εφετείου 37/2004 (01/01/2004)

Αίτησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων (Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), άρθρα 206 -208).

Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 37/2004
Πρόεδρος: Παν. Λευκαδίτης, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ.,
Εισηγητής: Χρ. Κεϊμαλής, Εφέτης Δ.Δ.
Δικηγόρος: Κων. Κορρές

Αίτησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων (Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), άρθρα 206 -208).

Ι. Αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. Έννοια ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης νομικού προσώπου: Είναι η βλάβη εκείνη η οποία δύναται να οδηγήσει σε πρόωρη λύση του νομικού προσώπου (περίπτωση ανεπανόρθωτης βλάβης) ή εκείνη εκ της οποίας καθίσταται ιδιαιτέρως προβληματική η συνέχιση της ύπαρξης αυτού (περίπτωση ιδιαιτέρως δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης.

ΙΙ. Ταμειακή δυσχέρεια του νομικού προσώπου: Δεν συνιστά λόγο αναστολής εκτός εάν ο λόγος αυτός συνεπικουρείται από την επίκληση στοιχείων αφορώντων τη συνολική περιουσιακή κατάσταση του νομικού προσώπου και καταμαρτυρούντων ότι η προσβαλλόμενη ταμειακή δυσχέρεια δεν οφείλεται σε πρόσκαιρη αδυναμία, αλλά στο γεγονός ότι αυτό (πρόσωπο) τελεί σε δεινή οικονομική κατάσταση, εκ της οποίας απειλείται και αυτή ακόμη η συνέχιση της ύπαρξής του.

Απορρίπτεται αίτηση αναστολής φορολογουμένου.

[...] Επειδή στο άρθρο 206 του ΚΔιοικΔ ορίζεται ότι: "Σε κάθε περίπτωση πoυ η προθεσμία ή η άσκηση του ένδικου μέσου δεν συvεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε από τους διαδίκους, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αuτής". Περαιτέρω, στο άρθρο 208 του ως άνω Κώδικος ορίζεται ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η, από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης του αντίστοιχου ένδικου μέσου. 2. Η χορήγηση της αναστολής αποκλείεται: α)... β)... γ) αν το αντίστοιχο ένδικο μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο".

Επειδή υπό του νομοθέτου της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 208, παρ.1 του KΔιoικΔ δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν οι έννοιες της ανεπανόρθωτης και ιδιαιτέρως δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, του έργου τούτου (της εξειδικεύσεως, δηλαδή, των εν λόγω αορίστων νομικών εννοιών) καταλειφθέντoς στη δικαιοπλαστική εξουσία του εφαρμοστού του δικαίου. Στα πλαίσια επομένως της ως άνω διακριτικής του ευχέρειας, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι, αναφορικώς με τα νομικά πρόσωπα, ανεπανόρθωτη ή ιδιαιτέρως δυσχερώς επάνορθώσιμη υλική, ειδικότερα, βλάβη είναι εκείνη η οποία δύναται να οδηγήσει σε πρόωρη λύση του νομικού προσώπου (περίπτωση ανεπανόρθωτης βλάβης) ή εκείνη εκ της οποίας καθίσταται ιδιαιτέρως προβληματική η συνέχιση της υπάρξεως αυτού (περίπτωση ιδιαιτέρως δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης). Εκ των ως άνω και με βάση το επιχείρημα της αντιδιαστολής, συνάγεται ότι δεν ηθελήθη υπό του νομοθέτου να συνιστά λόγο αναστολής η απλή ταμειακή δυσχέρεια του αιτούντος νομικού προσώπου, χωρίς ο λόγος αυτός να συνεπικουρείται από την επίκληση στοιχείων αφορώντων τη συνολική περιουσιακή κατάσταση αυτού και καταμαρτυρούντων ότι η προβαλλόμενη ταμειακή δυσχέρεια δεν οφείλεται σε πρόσκαιρη αδυναμία, αλλά στο γεγονός ότι το τελευταίο τελεί σε δεινή οικονομική κατάσταση, εκ της οποίας απειλείται και αυτή ακόμη η συνέχιση της υπάρξεώς του και τούτο, διότι είναι γνωστό ότι η ύπαρξη ταμειακής δυσχέρειας δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός και γενικότερη δεινή οικονομική κατάσταση του αιτούντος νομικού προσώπου, αφού είναι ενδεχόμενο το τελευταίο να διαθέτει πληθώρα κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, αρνούμενο να προβεί στην ρευστοποίηση αυτών και στην δι΄ αυτού του τρόπου εκπλήρωση των εκκρεμών υποχρεώσεών του.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Δια της 105/2000 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών καταλογίστηκε σε βάρος της αιτούσης πρόστιμο, ύψους 21.677.550 δρχ., λόγω παραβιάσεως uπ΄ αυτής των θεμελιούντων την παράβαση της αποδοχής εικονικών τιμολογίων - δελτίων αποστολής διατάξεων του Κ.Β.Σ. Κατά της ως άνω πράξεως η αιτούσα άσκησε την από 24/4/2000 προσφυγή, η οποία και έγινε εν μέρει δεκτή δια της 6555/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικ. Πρωτοδικείου Αθηνών, του ως άνω προστίμου περιορισθέντος στo ποσό των 15.328,39 ευρώ. Aκoλoύθως, η αιτούσα άσκησε κατά της προαναφερομένης απoφάσεως την από 17/3/2004 έφεση, διώκουσα τη μεταρρύθμιση αυτής και την ολική απαλλαγή της εκ της υπoχρεώσεως καταβολής του ως άνω ποσού, την αναστολή πληρωμής του οποίου μέχρι της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της εν λόγω εφέσεως διώκει δια της ενδίκου αιτήσεως, ισχυριζόμενη, ειδικότερα, τα εξής: α) ότι ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών αρνείται να της χορηγήσει φoρολoγική ενημερότητα και να θεωρήσει τα τηρούμενα υπ΄ αυτής φορολογικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η συνέχιση λειτουργίας της επιχειρήσεώς της, β) ότι εκ της αμέσου εκτελέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως θα υποστεί ανεπανόρθωτη ηθική και υλική βλάβη, ενόψει της ελλείψεως παρ΄ αυτή ρευστότητος και της ένεκα ταύτης αδυναμίας της να προβεί στην εξόφληση του ως άνω ποσού, συνεκτιμωμένων και των λοιπών τρεχουσών υποχρεώσεών της από φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κλπ. γ) ότι η ένδικη έφεση θα γίνει δεκτή, λόγω της προδήλου βασιμότητός της.

Επειδή, αναφορικώς με τους ως άνω ισχυρισμούς, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι: α) Ο πρώτος, περί της αρνήσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών να χορηγήσει φορολογική ενημερότητα στην αιτούσα και να θεωρήσει τα φορολογικά της στοιχεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η λειτουργία της, πέραν του ότι είναι αναπόδεικτoς πρέπει ν΄ απορριφθεί προεχόντως ως απαραδέκτως προβαλλόμενος κατά την παρούσα διαδικασία και τούτο διότι ο λόγος αυτός δύναται να συστήσει την ιστορική βάσn του προβλεπομένου προς ακύρωση της ως άνω παρανόμου, ενόψει της ανυπαρξίας σχετικού οριστικού νομίμου τίτλου, αρνήσεως ενδίκου βοηθήματος, β) Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί υλικής βλάβης πρέπει ν΄ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα σxετική ερμηνεία, δεν κρίνεται αρκετή η υπό της αιτούσης επίκληση απλώς της παρ΄ αυτή ελλείψεως ρευστότητος, αλλά θα έπρεπε προσέτι να διαγράφεται δια του δικογράφου της αιτήσεως, στα πλαίσια του φερομένου υπ΄ αυτής βάρους επικλήσεως, η συνολική περιουσιακή της κατάσταση, προκειμένου να κριθεί με βάση αυτή η ύπαρξη δυνατότητός της προς ρευστοποίηση περιουσιακών της στοιχείων, προκειμένου να εξοφληθούν τα ποσά των οποίων διώκεται η αναστολή πληρωμής, χωρίς να διακυβεύεται εκ της ρευστοποιήσεως αυτής η συνέχιση λειτουργίας της επιχειρήσεώς της, γ) Επίσης, ο ισχυρισμός περί ηθικής βλάβης πρέπει v΄ απορριφθεί, πέραν της αoριστίας του, προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και τούτο διότι αν, κατ΄ εκτίμησιν του σχετικού ισχυρισμού, ήθελε κριθεί ότι αυτός αναφέρεται στη μείωση της επαγγελματικής φήμης της αιτούσης, η συνέπεια αυτή θα μπορoύσε να επέλθει μόνο σε περίπτωση κατά την οποία, λόγω της αμέσου εκτελέσεως της οριστικής αποφάσεως, επήρχετο στην αιτούσα ανεπανόρθωτη ή ιδιαιτέρως δυσχερώς επανορθώσιμη υλική βλάβη, προκαλούσα ισχυρό κλονισμό σ΄ αυτήν, προϋπόθεση όμως την οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν επικαλέστηκε, εν προκειμένω, η αιτούσα κατά τον, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα ερμηνεία, επιβαλλόμενο τρόπο (επίκληση όχι μόνο της ταμειακής δυσχέρειας, αλλά και της συνισταμένης σε ανυπαρξία διαθεσίμων προς ρευστoποίηση λοιπών, κινητών και ακινήτων, περιουσιακών στοιχείων αιτίας αυτής και του εντεύθεν επαπειλούμενου κινδύνου προς λύση της), δ) Τέλος, ο ισχυρισμός περί προδήλου βασιμότητος της ενδίκου εφέσεως πρέπει ν΄ απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, αφού, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, υπό του γράμματος της ως άνω διατάξεως του άρθρου 208 τoυ ΚΔιοικΔ προκύπτει ότι δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπομένων υπ΄ αυτής λόγων αναστολής και η εν λόγω περίπτωση. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίoυ, του Εισηγητού, ο ως άνω λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός και να ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν. Και τούτο για τους εξής λόγους: Είναι γεγονός ότι υπό του ΚΔιoικΔ αντιμετωπίστηκε κατ΄ ενιαίο, ικανοποιούντα την αρχή της δικονομικής ισότητος, τρόπο το ζήτημα της αναστολής των δικαστικών αποφάσεων, μη προβλεφθέντος σε καμία εκ των περιπτώσεων αυτών (βλ. άρθρα 202 και 208, ΚΔιoικΔ) ως λόγου αναστολής της προδήλου βασιμότητος του ασκηθέντoς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Και ναι μεν, στην περίπτωση των ακυρωτικών διαφορών (βλ. άρθρο 52, παρ.7 του Π.Δ.18/89) προβλέπεται το προδήλως βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως ως λόγος αναστολής, όμως επισφαλώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δι΄ αυτού του τρόπου διαταράσσεται η αρχή της δικονομικής ισότητος, λόγω της διαφορετικής φύσεως των κατά το εν λόγω Π.Δ. εκδικαζόμενων διαφορών (ακυρωτικές) προς αυτές του ΚΔιοικΔ (oυσιαστικές). Δεν ισχύει όμως το ίδιο από της θέσεως σε ισχύ, δια του άρθρου 2, παρ. 5 του Ν. 2732 της 26/30-7-99, της παρ. 6 τoυ άρθρου 28 του Ν. 2520/1997, δια της οποίας προεβλέφθη ότι σε περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί προσφυγή κατά της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία διετάχθη η επιστροφή από τον εισπράξαντα των αδικαιολογήτως καταβληθέντων πoσών σε βάρος του Ειδικού Λογαριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π.), το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο, στο οποίο εκκρεμεί η εν λόγω προσφυγή, μπορεί με αιτιολογημέvη απόφασή του, εκδιδόμενη σε συμβούλιο, να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της υπουργικής αποφάσεως που προσβάλλεται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της προσφυγής, εφόσον πιθανολογείται ότι αυτή θα ευδοκιμήσει. Έτσι, για πρώτη φορά μετά την θέση σε ισχύ του ΚΔιοικΔ ανεγνωρίσθη εντός του πεδίου των εκδικαζομένων κατ΄ αυτόν διαφορών, αφού ναι μεν υπό της ως άνω διατάξεως γίνεται παραπομπή στο Π.Δ.341/78, όμως αυτή πρέπει να νοηθεί ότι γίνεται στις διατάξεις του ήδη ισχύοντος νέου ΚΔιοικΔ, ως λόγος αναστολής το προδήλως βάσιμο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, αρθείσης τοιουτοτρόπως της μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή (30/7/99) υφισταμένης ισότητος. Προκειμένου δε να απoκατασταθεί η διαταραχθείσα ως άνω αρχή και δεδομένου ότι υφίσταται απόλυτος αναλογία μεταξύ των διαφορών του Ν. 2732/99 και των λοιπών κατά τον ΚΔιοικΔ εκδικαζομένων, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται περί ουσιαστικών διοικητικών διαφορών, ενώ, περαιτέρω, οι πρώτες έχουν οικονομικό περιεχόμενο, όπως συμβαίνει κατά κανόνα και με τις δεύτερες, θα πρέπει ο λόγος της προδήλου βασιμότητος να επεκταθεί και στις λοιπές κατά τον ΚΔιοικΔ εκδικαζόμενες διαφορές.