Απόφ.Εφετείου 705/2002 (01/01/2002)

Αποχή υπαλλήλου από την εργασία λόγω βραχείας ασθένειας.

Εφετείο Λάρισας
Αριθ. απόφασης: 705/2002

Αποχή υπαλλήλου από την εργασία λόγω βραχείας ασθένειας.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 2112/20, η αποχή υπαλλήλου από την εργασία του, η οποία οφείλεται σε βραχεία ασθένεια δεν θεωρείται ως λύση της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του.

Έννοια βραχείας ασθένειας.

[...] Στο άρθρο 5, παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, ορίζονται: "Αποχή υπαλλήλου από της εργασίας, οφειλουμένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού. Ως βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρεις μήνας δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέων των δέκα ετών, τέσσαρας μήνας δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών και έξι μήνας διά τους υπηρετούντας επί χρόνον ανώτερον των δέκα πέντε ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση αποχής του εργαζόμενου από την εργασία του λόγω ασθένειας, καθ? υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται σ΄ αυτές, η λύση ή όχι της εργασιακής σύμβασης κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή κατά τα άρθρα 200 και 288 του ΑΚ.

Ειδικότερα με βάση τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας ή ανυπαιτιότητας του εργαζόμενου και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του εργαζόμενου να λύσει ή όχι τη σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή από μέρους του καταγγελία της σύμβασης, ήτοι ως σιωπηρή δήλωση βουλήσεως του εργαζόμενου για τη λύση από αυτόν της εργασιακής σύμβασης (βλ. ΟλΑΠ 32/1988 ΕλλΔνη 30.535 - ΑΠ 414/1991, ΕλλΔνη 33.115-1819/1999, ΕλλΔνη 41.1009 - ΕφΑθ 9901/1999 ΕλλΔνη 42.477-Ντάσιο "Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο" τομ. Α1 1986 παρ. 136.631).

Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2556/1997, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής και αναιτιώδης δικαιοπραξία. Συνεπώς, δεν χρειάζεται αιτιολογία. Για να είναι όμως έγκυρη και συνακόλουθα να επιφέρει τη λύση της σύμβασης από την πλευρά του εργοδότη πρέπει να είναι έγγραφη, του εγγράφου τύπου καθιερουμένου ως συστατικού της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης από τον εργοδότη. Ο τύπος περιορίζεται στην έγγραφη διατύπωση, χωρίς τυποποιημένο περιεχόμενο, της σαφούς βουλήσεως του εργοδότη να επιφέρει τη λύση της εργασιακής σύμβασης. Το σχετικό δε έγγραφο πρέπει να περιέλθει στον εργαζόμενο με οποιοδήποτε τρόπο. Από τότε δε που θα περιέλθει στον εργαζόμενο επέρχονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας. Επιπρόσθετο στοιχείο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης είναι και η καταβολή της κατά νόμο αποζημίωσης, εφόσον ο εργαζόμενος συμπλήρωσε στον εργοδότη απασχόληση πέραν των δύο μηνών (βλ. ΑΠ 546/199, 1825/1999 ΕλλΔνη 41.94 και 1014, ΕφΛαρ. 9/2002, Δικογραφία 10.195). Εάν λείπει μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις του κύρους της η καταγγελία δεν είναι νόμιμη, δεν επιφέρει τη λύση της σύμβασης, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζόμενου, του οποίου δεν αποδέχεται την εργασία του (βλ. Απ 526/1999 ΕλλΔνη 41.93 -1825/1999 ο.π.- ΕφΛαρ. 9/2002 ο.π).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ενός από κάθε πλευρά, που περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι), μεταξύ των οποίων και η κατάθεση του μάρτυρος της εφεσιβλήτου Γ.Φ., η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη, καθόσον αφενός μεν η ένσταση μη εξέτασης του προτάθηκε από τον εκκαλούντα μετά την όρκισή του (ΚΠολΔ 403 παρ. 2 - ΑΠ 514/1982 ΝοΒ 31.356 -263/1989 ΕλλΔνη 31.527 - ΕφΑθ 4219/1988 ΕλλΔνη 31.608), αφετέρου δεν προέκυψε ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσιβλήτου, καθώς και από τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στην Καρδίτσα στις 22 Αυγούστου 1996 μεταξύ του εκκαλούντος και της νομίμου εκπροσώπου της εφεσιβλήτου, ο πρώτος προσλήφθηκε από τη δεύτερη ως ανειδίκευτος εργάτης, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο εργοτάξιό της που διατηρεί στην Καρδίτσα, αντί ημερομισθίου 6.460 δρχ. Με την ανωτέρω ιδιότητά του ο εκκαλών πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην εφεσίβλητο έως τις 18/4/1998, οπότε η τελευταία κατήγγειλε την εργασιακή του σύμβαση, χωρίς να κοινοποιήσει σ΄ αυτόν έγγραφη καταγγελία και του καταβάλει την οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση. Ο εκκαλών με αγωγή που απηύθυνε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ζήτησε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητος να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Επ΄ αυτής εκδόθηκε η 469/1998 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας που έκαμε δεκτή την αγωγή κατά ένα μέρος. Τον Αύγουστο 1998 οι εκκαλών, επέστρεψε στην εργασία του και έκτοτε πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην εφεσίβλητο συνεχώς έως και την 21η Φεβρουαρίου 2000. Στις 26 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στην Α΄ Παθολογική Κλινική του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Καρδίτσας στην οποία νοσηλεύθηκε έως την 3η Μαρτίου 2000, πάσχων από βρουκέλλωση. Στις 3/3/2000, οπότε εξήλθε από το Νοσοκομείο του συστήθηκε δεκαπενθήμερη αναρρωτική άδεια (βλ. σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις και πιστοποιητικά). Ενημέρωσε δε την εφεσίβλητο σχετικά με την ασθένειά του με τον αδελφό του και μάρτυρα Ε.Κ., ο οποίος καταθέτει με σαφήνεια ότι "εγώ ειδοποίησα για την ασθένεια του αδελφού μου".

Μετά το πέρας της αναρρωτικής του αδείας ο εκκαλών προσήλθε στο εργοτάξιο της εφεσιβλήτου, για να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Κλήθηκε όμως στα γραφεία της διοίκησης, όπου του ανακοινώθηκε ότι θα παύσει προσωρινά να εργάζεται και ότι σύντομα θα ειδοποιείτο να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αντί όμως η εφεσίβλητος να του ειδοποιήσει να προσέλθει για εργασία, στις 15/3/2000 ανήγγειλε στον Ο.Α.Ε.Δ. ότι ο εκκαλών αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς (βλ. σχετική αναγγελία εφεσιβλήτου, χωρίς υπογραφή εκκαλούντος) κι έκτοτε έπαυσε να δέχεται τις υπηρεσίες του εκκαλούντος. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ο εκκαλών απασχολείτο συνεχώς στην εφεσίβλητο για χρονικό διάστημα τριών ετών και έξι μηνών. Μπορούσε δε να απέχει από την εργασία του ένα μήνα, ήτοι έως και τις 21/3/2000. Η αποχή από την εργασία του δεν υπερέβη τα χρονικά όρια που τίθενται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή αυτής της σκέψης. Συνεπώς, η αποχή του εκκαλούντος από την εργασία του για είκοσι τρεις ημέρες λόγω ασθένειας, που αποδεικνύεται προσηκόντως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Η μη νόμιμη, λόγω του ότι δεν έγινε εγγράφως και χωρίς την καταβολή της κατά το νόμο αποζημίωσης κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εκκαλούντος είναι άκυρη και δεν επέφερε τη λύση της εργασιακής σχέσεως.

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε αντιθέτως και απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν σ΄ αυτό και γι΄ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Να κρατηθεί η αγωγή και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας.