Απόφ.Εφετείου 881/2004 (01/01/2004)

Καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζομένου - αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.

Εφετείο Θεσσαλονίκης
Αριθ. απόφασης: 881/2004
Πρόεδρος: Σπυροφάνης Λούβρος,
Δικαστές: Α. Τύμπας, Γ. Παπαηλιάδης, Εισηγητές
Δικηγόροι: Ε. Πολατίδη - Βαλαβάνη, Ι. Δούμπης

Καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζομένου - αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.

[...] Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία που εδρεύει στην Ιωνία Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα: Ο πρώτος από αυτούς προσλήφθηκε το έτος 1967 και έκτοτε εργαζόταν στην επιχείρηση της εναγομένης ως τεχνικός ασφαλείας. Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε στις 31/5/1971 και εργαζόταν, αρχικά, ως μηχανικός βοηθός του Προϊσταμένου του Μηχανολογικού Τμήματος στη Διεύθυνση Συντηρήσεως του εξοπλισμού του εργοστασίου της τελευταίας. Μετά από λίγους μήνες μετατέθηκαν στην αντίστοιχη θέση του Μηχανολογικού Τμήματος και το έτος 1974 πήραν προαγωγή και τους ανατέθηκαν καθήκοντα Προϊσταμένου του Ηλεκτρολογικού Τμήματος, ενώ, στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν διαδοχικά στη θέση του Προϊσταμένου του Μηχανολογικού Τμήματος, του Διευθυντή Συντηρήσεως, του Υποδιευθυντή Παραγωγής και του Επικεφαλής της Βιομηχανικής Συντηρήσεως. Με τις ανωτέρω ειδικότητες εργάσθηκαν, ο πρώτος ενάγων μέχρι τις 30/7/1998 και ο δεύτερος ενάγων μέχρι τις 21/6/1998, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους και τους απέλυσε. Κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους οι ενάγοντες, που κατείχαν τις θέσεις που προαναφέρθηκαν, ήταν μέλη του σωματείου με την επωνυμία "Αριστοτέλης", στο οποίο συμμετείχε μόνον το ανώτερο διοικητικό και τεχνικό προσωπικό της εναγόμενης εταιρίας, ενώ το κατώτερο προσωπικό της είχε ιδρύσει άλλο σωματείο με την επωνυμία "Χάλυψ". Το τελευταίο αυτό σωματείο κατάρτιζε κάθε χρόνο με την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΣΣΕ). Στις 8/4/1996 υπογράφηκε τέτοια Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μεταξύ της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας και του ανωτέρω σωματείου των εργαζομένων σε αυτήν υπαλλήλων και συμφωνήθηκαν αυξήσεις στους καταβαλλόμενους μηνιαίους μισθούς των εργαζομένων, από τις 1/1/1996, κατά ποσοστό 4% στους μηνιαίους μισθούς της 31/12/1995 και κατά ποσοστό 3% στους μηνιαίους μισθούς της 30/6/1996, προβλέφθηκε δε ότι οι κανονιστικοί της όροι ισχύουν υποχρεωτικά για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζομένους της εταιρίας, επομένως δε και για το ανώτερο προσωπικό της. Οι αυξήσεις αυτές χορηγήθηκαν από την παραπάνω εναγόμενη ανώνυμη εταιρία στο κατώτερο προσωπικό της, όχι όμως και σε όλα τα στελέχη της, που ανήκαν στο ανώτερο προσωπικό. Κατ? εξαίρεση, σε εννέα από τα στελέχη της του ανώτερου προσωπικού, η εναγομένη χορήγησε για το έτος αυτό (1996) αυξήσεις κατόπιν ιδιαιτέρας μεταξύ τους συμφωνίας. Κατ? έτος, λοιπόν, η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία προέβαινε σε αυξήσεις των μηνιαίων μισθών του ανωτέρου προσωπικού, είτε με βάση τις εκάστοτε συναπτόμενες μεταξύ του σωματείου με την επωνυμία "Χάλυψ" και της Επιχειρησιακής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, είτε με βάση τις ατομικές συμβάσεις κάθε ανωτέρου στελέχους, στη δεύτερη δε αυτήν περίπτωση οι αυξήσεις που χορηγούνταν ήταν κατά κανόνα ανώτερες από εκείνες που προέβλεπαν οι παραπάνω Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. `Αλλωστε, οι μεταβατικές διατάξεις τους, καθώς και το άρθρο 7, παρ. 2 του Ν. 1876/1990, ρυθμίζονταν με βάση τα κριτήρια της θέσεως, που τα πρόσωπα αυτά κατείχαν στην ιεραρχία και την απόδοση στην εργασία τους. Έτσι, κατά τα έτη 1995 - 1999, ο μέσος όρος των μηνιαίων μισθών του κατωτέρου προσωπικού διαμορφώθηκε σταδιακά από το ποσό των 339.204 δραχμών σε αυτό των 428.533 δραχμών, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των μηνιαίων μισθών του ανωτέρου προσωπικού από το ποσό των 685.357 δραχμών στο ποσό των 705.611 δραχμών. Όπως προαναφέρθηκε, η ανωτέρω Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για το έτος 1996 ίσχυε για όλους τους εργαζομένους στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία. Οι λόγοι ωστόσο για τους οποίους δεν χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες απ αυτήν αυξήσεις και στο ανώτερο προσωπικό ήταν δύο: Πρώτον, διότι κατά τα προηγούμενα δύο έτη (1994 και 1995) είχαν δοθεί μεγάλες αυξήσεις στο ανώτερο προσωπικό και, δεύτερον, γιατί η εναγομένη είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, που με τη χορήγηση αυξήσεων θα επιτεινόταν ο κίνδυνος της οικονομικής καταρρεύσεως αυτής. Παρά ταύτα, κατά το επόμενο έτος (1997), μετά από διαπραγματεύσεις που διενεργήθηκαν μεταξύ του σωματείου με την επωνυμία "Χάλυψ" και της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας υπογράφηκε η από 17/4/1997 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με την οποία συμφωνήθηκε γενική αύξηση των μηνιαίων μισθών σε ποσοστό 3% από τις 1/1/1997 και σε ποσοστό 3% από τις 1/7/1997. Παρόλο όμως ότι οι ανωτέρω, αυξήσεις ίσχυαν και για τους ενάγοντες, αυτοί, λόγω του ιδιαιτέρου μηνιαίου μισθολογικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονταν, διαπραγματεύθηκαν χωριστά την αύξηση των μηνιαίων μισθών τους για το έτος 1997 και ο μεν ενάγων Δ.Κ. έλαβε αύξηση 5%, ο δε A.M. 6,7%. Εξάλλου, οι ενάγοντες είχαν λάβει και κατά το έτος 1994 σημαντικές αυξήσεις και δη γενική αύξηση επί των μηνιαίων μισθών τους ύψους 5,75%, κατ? εφαρμογή της οικείας Επιχειρησιακής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας του κατώτερου προσωπικού, την οποία η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία εφάρμοσε και για το ανώτερο προσωπικό της, μεταξύ των οποίων και για τους ενάγοντες, ενώ κατά το επόμενο έτος (1995) οι τελευταίοι δεν εντάχθηκαν στην Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του έτους αυτού, αλλά ζήτησαν να διαπραγματευθούν το ύψος του μηνιαίου μισθού τους χωριστά ο καθένας, με ατομικές συμφωνίες, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντικά μεγαλύτερες αυξήσεις των μηνιαίων μισθών τους. Συγκεκριμένα, ο πρώτος ενάγων Δ.Κ. πέτυχε συνολικά αυξήσεις σε ποσοστό 14,9%, ο δε δεύτερος ενάγων A.M. σε ποσοστό 15,7%. Ετσι, οι αποδοχές τους για το έτος 1997 διαμορφώθηκαν στο ποσό των 630.000 δραχμών για τον πρώτο και 800.000 δραχμών για τον δεύτερο από αυτούς, ενώ οι αντίστοιχες ανώτατες αποδοχές του κατωτέρου προσωπικού ανέρχονταν στο ποσό των 493.440 δραχμών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στον ισολογισμό του έτους 1997 η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παρουσίασε ζημία 35.000.000.000 δραχμών και στον ισολογισμό του έτους 1998 παρουσίασε ζημία 32.000.000.000 δραχμών, το σύνολο δε των συσσωρευμένων ζημιών της στο τέλος του έτους 1999 ανήλθε στο ποσό των 9.970.000.000 δραχμών. Η δυσχερής αυτή οικονομική κατάσταση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, την οποία αναγνώρισε και η διοίκηση του σωματείου με την επωνυμία "Ο Αριστοτέλης", αντιμετωπίσθηκε με απολύσεις προσωπικού και κατά ένα μέρος με τη μη αύξηση των μηνιαίων μισθών του μεγάλου μέρους του ανώτερου προσωπικού της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας. Τέλος, αποδείχθηκε ότι με τα δεδομένα αυτά, οι προαναφερόμενες απαιτήσεις των εναγόντων για το έτος 1996, που, αν γίνουν δεκτές, θα επιδράσουν και στις αυξήσεις των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων και των επομένων ετών, καθώς και στην αποζημίωση απολύσεως αυτών (εναγόντων), είναι προφανές ότι ασκούνται καταχρηστικά, δηλαδή αντίθετα με τις αρχές της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αφού οι ίδιοι οι ενάγοντες επιδίωκαν την ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση, με βάση τις σημαντικές και ευαίσθητες θέσεις που κατείχαν στον λειτουργικό ιστό της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, γεγονός που, έως ένα βαθμό, συναρτά τις μηνιαίες μισθολογικές τους αποδοχές με την ευνοϊκή ή δυσμενή οικονομική πορεία της τελευταίας. Έτσι, ενόψει της δεινής οικονομικής θέσεως, στην οποία βρισκόταν η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων (και συνακόλουθα και του υπόλοιπου ανώτερου προσωπικού) θα επέφερε σημαντική οικονομική ζημία σε αυτήν, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κατάρρευση της, προς αποτροπή της οποίας επιβάλλεται η θυσία του ασκουμένου δικαιώματος των εναγόντων.

(Η εξαίρεση ορισμένων μισθωτών από τις μισθολογικού περιεχομένου ρυθμίσεις της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας είναι δυνατή με ατομικές συμφωνίες, σύμφωνα με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης (ΑΠ 382/1998, ΕΕργΔ 2000.306, Εφ.Αθ. 2139/1996, ΔΕΝ 1998.268, Εφ.Αθ. 2867/19996, ΔΕΕ 1996.88, Εφ.Θεσ. 4139/1995, ΕΕργΔ 1997.488).

Οφείλουμε, εντούτοις, να λάβουμε υπόψη και την αρχή της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με την οποία η ευνοϊκότερη μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών μισθωτών θα πρέπει να δικαιολογείται από τα καθήκοντα και το είδος της προσφερόμενης εργασίας (βλ. Γεωργιάδου, Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, 2002).

Τα ανώτερα στελέχη, όπως δέχεται και η παραπάνω δημοσιευόμενη απόφαση, με ατομικές συμφωνίες με τον εργοδότη μπορούν να βελτιώσουν το μισθολογικό τους καθεστώς. Το ίδιο είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε και για τα διευθυντικά στελέχη, δεδομένου ότι δεν καταρτίζουν ξεχωριστές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ και η συμμετοχή τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπόλοιπων μισθωτών αμφισβητείται (βλ. Παπασταύρου, Συλλογικές συμβάσεις και διαιτησία, 1997).