Απόφ.Πρωτοδικείου 1034/2005 (07/10/2005)

Η αρχή της ισότητας της αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, στο Ελληνικό και στο Κοινοτικό Δίκαιο - Οικειοθελείς παροχές.

Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθ. απόφασης: 1034/2005
Δικαστής: Β. Ζαρχάνη, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Ε. Τσόντης, Δ. Παπαδημητρόπουλος

Η αρχή της ισότητας της αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, στο Ελληνικό και στο Κοινοτικό Δίκαιο - Οικειοθελείς παροχές.

Η ισότητα της αμοιβής των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν, υπό τις ίδιες συνθήκες, την ίδια εργασία, όταν πρόκειται για οικειοθελή παροχή του εργοδότη, επιβάλλεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η αρχή αυτή απορρέει τόσο από το άρθρο 288 Α.Κ. όσο και από τα άρθρα 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος.

• Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανάγεται σε κανόνα δημόσιας τάξης, συνεπώς δεν χωρεί παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη να καταβάλει και σε αυτόν ό,τι ως οικειοθελή παροχή καταβάλει σε άλλον εργαζόμενο.

• Οικειοθελής δεν είναι η παροχή που χορηγείται προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ή από τις ΣΣΕ.

[...] Η ισότητα της αμοιβής των εργαζομένων, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν, υπό τις ίδιες συνθήκες, την ίδια εργασία, όταν πρόκειται για οικειοθελή παροχή του εργοδότη, επιβάλλεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει τόσο από το άρθρο 288 ΑΚ, όσο και από τα άρθρα 119 ΣυνθΕΟΚ και 22 §1 περ. β΄ Σ και επιβάλλει την ισότητα της αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανάγεται σε κανόνα δημόσιας τάξης, συνεπώς δεν χωρεί παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη να καταβάλει και σε αυτόν ό,τι ως οικειοθελή παροχή, καταβάλλει σε άλλον εργαζόμενο, ο οποίος υπό τις ίδιες συνθήκες παρέχει την ίδια με αυτόν εργασία. Πρόδηλο είναι όμως, ότι αν η οικειοθελής παροχή του εργοδότη δεν είναι σύννομη, δεν δημιουργείται αξίωση παροχής της και στους άλλους εργαζομένους, εφόσον δεν μπορεί να προβληθεί ως αξίωση η ισότητα της μεταχείρισης υπό συνθήκες παρανομίας (ΑΠ 1566/1999 προσκομ., ΑΠ 850/1989 ΕΕΔ 49.613, ΑΠ 1080/1981 ΕΕΔ 40.90). Οικειοθελής, εξάλλου, δεν είναι η παροχή που χορηγείται προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 719/1995 αδημ., ΑΠ 1741/1991 ΕΕΔ 51.942, ΕφΑΘ 5524/2000 αδημ., προσκομιζόμενη). Όταν πρόκειται για παροχή που χορηγείται με διάταξη νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας ή απόφασης διαιτησίας (που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου), η αξίωση για την ισότητα στην αμοιβή ή όποια άλλη παροχή βασίζεται στις διατάξεις των άρθρων 4, παρ. 1 και 22, παρ. 1 β΄ Σ, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή απορρέει από την αρχή της ισότητας (άρθρο 4, παρ. 1), ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η ισότητα της αμοιβής της εργασίας (άρθρο 22, παρ.1 β). Διαφοροποιήσεις της αρχής της ίσης μεταχείρισης επιτρέπονται, επί οικειοθελών Παροχών, εφόσον είναι δίκαιες και εύλογες, δικαιολογούμενες από τη συνδρομή ειδικών και σοβαρών, κατ΄ αντικειμενική κρίση, λόγων, επί νομοθετικών δε ρυθμίσεων, εφόσον επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος (βλ. ΑΠ 1662/99, 1566/99, προσκ.).

Περαιτέρω, με το Ν. 1068/1980 (ΦΕΚ 190 Α/23-8-80), συνεστήθη η εναγομένη διά της συγχωνεύσεως του οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (ΟΑΠ) και της Ελληνικής εταιρείας Υδάτων (ΕΕΥ). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21, παρ. 1, 2, 3, 5 και 7 του ανωτέρω νόμου, το προσωπικό, που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού υπηρετεί στον ΟΑΠ και την ΕΕΥ, μεταφέρεται στην ΕΥΔΑΠ, προς την οποία συνεχίζει να παρέχει τις υπηρεσίες του με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και εντάσσεται στις θέσεις του Κανονισμού, που θα εκδοθεί για το προσωπικό της ΕΥΔΑΠ. Μέχρι την ένταξή του, τελεί υπό την αυτή σχέση υπό την οποία τελούσε στα νομικά πρόσωπα του ΟΑΠ και της ΕΕΥ, από τα οποία μεταφέρεται, και διατηρεί όλα τα δικαιώματα που είχε από τη μέχρι την ένταξή του προϋπηρεσία. Το εντασσόμενο στην ΕΥΔΑΠ προσωπικό, α) δεν επιτρέπεται, εξαιτίας της ένταξής του, να λαμβάνει αποδοχές που υπολείπονται εκείνων που ελάμβανε κατά τη δημοσίευση του νόμου (1068/1980) και β) εξακολουθεί να λαμβάνει από την ΕΥΔΑΠ όλα τα επιδόματα, τα οποία ελάμβανε από τους Οργανισμούς (ΟΑΠ και ΕΕΥ), που συγχωνεύτηκαν σ΄ αυτή. Απ΄ αυτά συνάγεται: 1) ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις (Ν. 1068/80) δεν καθιερώνουν υποχρέωση μισθολογικής εξομοίωσης του εντασσόμενου στην ΕΥΔΑΠ προσωπικού του ΟΑΠ με το αντίστοιχο της ΕΕΥ, αλλά επιβάλλουν μόνο τη διατήρηση των επιδομάτων, τα οποία ελάμβανε το προαναφερόμενο προσωπικό έως τη δημοσίευση του Ν. 1068/80, πέρα από τις λοιπές μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες δεν μπορούν να υπολείπονται εκείνων, που το προσωπικό ελάμβανε μέχρι τότε από τον οργανισμό της προέλευσής του και 2) ότι η από μέρους της ΕΥΔΑΠ καταβολή στο προσωπικό, που εντάχθηκε σ΄ αυτή, αποδοχών μη υπολειπομένων εκείνων τις οποίες το προσωπικό ελάμβανε από τους οργανισμούς της προέλευσής του, πριν από τη δημοσίευση του Ν. 1068/80, αποτελεί συμμόρφωσή της προς τις πιο πάνω διατάξεις και όχι οικειοθελή παροχή, ώστε η, ενδεχόμενη, επιπλέον διαφορά των αποδοχών του προσωπικού, που προήλθε από την ΕΕΥ έναντι εκείνων του προσωπικού του ΟΑΠ ν΄ αποτελεί άνιση και δυσμενή από μέρους της εναγομένης μεταχείριση του τελευταίου. Στη συνέχεια, το υπηρεσιακό καθεστώς του προσωπικού της εναγομένης, ρυθμίστηκε από τον Κανονισμό Προσωπικού της (ΚΠ), ο οποίος εγκρίθηκε με το Π.Δ. 597/85, κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 20, παρ. 1 του ιδρυτικού της νόμου 1068/80, και συνεπώς έχει ισχύ νόμου. Κατά το άρθρο 11 ΚΠ, "οι κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού της Εταιρείας καθορίζονται με βάση τις ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφονται κάθε φορά και σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει γι΄ αυτές, με την επιφύλαξη να μη γίνει χειρότερη η θέση των εργατοϋπαλλήλων που μεταφέρθηκαν από τα νομικά πρόσωπα που ενοποιήθηκαν στην ΕΥΔΑΠ. Ειδικότερα, μέχρι την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης που καθορίζει επακριβώς τον τρόπο αμοιβής και εργασίας του προσωπικού (βασικός μισθός, επιδόματα, ωράρια εργασίας, κ.λπ.), το προσωπικό εξακολουθεί να αμείβεται με τον τρόπο που όριζαν οι ισχύουσες μέχρι την έγκριση του παρόντα Κανονισμού διατάξεις (ΣΣΕ, Κανονισμός ΕΕΥ - αποφάσεις Δ.Σ., κλπ), ανεξάρτητα από το βαθμό και την κατηγορία που θα ενταχθεί εφαρμοζομένων αντίστοιχα των διατάξεων των άρθρων 20 και 21, Ν.1068/80". Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 1, Ν. 1876/1990, που μεταρρύθμισε τους προϊσχύσαντες νομοθετικούς κανόνες τους καθορίζοντες τα πεδία ισχύος των ΣΣΕ, η επιχειρησιακή ΣΣΕ δεσμεύει αυτοδικαίως όλους τους μισθωτούς της συγκεκριμένης επιχείρησης και το φορέα της, που είναι εργοδότης εκείνων, ανεξάρτητα από το αν και στις δύο περιπτώσεις οι εργοδότες και οι μισθωτοί είναι ή όχι μέλη των συλλογικών οργανώσεων. Με το άρθρο 23, παρ. 1 έως 3 του νόμου αυτού, καταργήθηκαν έως την έναρξη της ισχύος του ρητώς, εκτός των άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, Ν. 3239/1955 και 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 186/1969, όμως το κύρος και η έκταση της δεσμευτικότητας των ΣΣΕ ή ΔΑ που εκδόθηκαν πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (1876/90) κρίνονται με τις προϊσχύσασες διατάξεις (ΑΠ 425/1996 ΔΕΝ 52.1255, ΕφΑΘ6524/2000 αδημ., προσκομιζόμενη). Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια των εναγόντων και περιέχεται στα πρακτικά συνεδριάσεως, τις υπ΄ αριθ. 5552 και 5553/21-3-2005, ως και την υπ΄ αρ. 5808/24-3-2005 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκαν μετά νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, οι δύο πρώτες (...), και των εναγόντων, η τρίτη (...), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν κι επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι όλοι υπάλληλοι της εναγομένης, προσληφθέντες αρχικά, ο μεν 13ος από τον ΟΑΠ την 29/12/1972, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου δικαίου, οι 7oς και 9oς από την ΕΕΥ την 19/1/1971 και 26/3/1971, αντίστοιχα, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, ήδη όλοι ενταχθέντες στο τακτικό προσωπικό της ΕΥΔΑΠ, σύμφωνα με τα άρθρα 40, παρ. 1 και 41, παρ. 1γ του Κανονισμού Προσωπικού της, οι δε λοιποί ενάγοντες (...) από την εναγομένη, (...) δυνάμει, συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, προσφέρουν δε την εργασία τους (όλοι μετά το έτος 1985, που τέθηκε σε ισχύ ο ΚΠ της ΕΥΔΑΠ) στην Υπηρεσία Φωτομηχανικών Εκτυπώσεων της εναγομένης. Ενόψει της φύσεως της εργασίας τους αυτής, χορηγήθηκε σε όλους, πλην της 6ης ενάγουσας, που είναι χειρίστρια ηλεκτρονικού υπολογιστού - δακτυλογράφος, μη ασχολούμενη με τα φωτοεκτυπωτικά μηχανήματα, ανθυγιεινό επίδομα 12% με βάση την υπ΄ αριθ. 402/1974 εγκύκλιο της ΕΕΥ, τα άρθρα 20, 21 του Ν. 1068/1980 και το άρθρο 11 του Π.Δ. 597/88, ως εργαζόμενους σε εργασίες φωτοεκτυπώσεων και για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η εργασία τους αυτή. Ο συνάδελφός τους Φ.Κ.**, είχε προσληφθεί από τον ΟΑΠ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου την 1/2/1971 ως φωτοτεχνικός και εντάχθηκε την 1/10/1986 στο τεχνικό προσωπικό μέσης εκπαίδευσης της ΕΥΔΑΠ στη ΜΕΤ 4 κατηγορία. Ο υπάλληλος αυτός, κατά τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 1068/80, διατήρησε μετά την ένταξή του στην εναγομένη όλα τα επιδόματα, που ελάμβανε από τον ΟΑΠ και όλα τα κεκτημένα δικαιώματά του έως την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Με βάση το άρθρο 4, παρ. 1 της από 16/7/1982 ΕΣΣΕ, που υπογράφτηκε μεταξύ των εκπροσώπων του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού ιδιωτικού δικαίου του Τομέα Αποχετεύσεως της ΕΥΔΑΠ, αυτός έλαβε επίδομα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 30% επί του βασικού του μισθού και του επιδόματος πολυετούς υπηρεσίας, ως χειριζόμενος μηχάνημα φωτοεκτύπωσης εγγράφων και σχεδίων. Οι ενάγοντες, όμως, δεν υπάγονται στην προαναφερόμενη ρύθμιση, αφού αυτή καταλαμβάνει κατ΄ άρθρο 1 της πιο πάνω ΕΣΣΕ το προσωπικό που προέρχεται από το με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του ΟΑΠ. Συνεπώς, το καταβαλλόμενο στον ανωτέρω υπάλληλο της εναγομένης επίδομα, δεν συνιστά οικειοθελή παροχή της τελευταίας προς αυτόν, αλλά εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσής της και δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με την αγωγή τους. Ως προς τους υπαλλήλους της εναγομένης Σ.Κ.**. και Α.Λ.**, που αμφότεροι είχαν προσληφθεί από την τ. ΕΕΥ και ακολούθως εντάχθηκαν στο μόνιμο προσωπικό της εναγομένης, αυτοί έλαβαν επίδομα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 30%, ο μεν πρώτος με απόφαση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της εναγομένης, ο δε δεύτερος με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, οι οποίες όμως είναι ανίσχυρες, αφού με βάση το Ν. 1068/80, αλλά και τον Κανονισμό Προσωπικού (άρθρο 11), για να είναι σύννομες απαιτείται επικύρωση της σχετικής απόφασης του Δ.Σ. από Ειδική ΣΣΕ, πράγμα που ουδόλως εκχώρησε στη δεύτερη περίπτωση, ενώ στην πρώτη δεν υπήρξε ούτε καν απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, γι΄ αυτό και το τελευταίο περιέκοψε το επίδομα με σχετικό υπηρεσιακό του σημείωμα. Τέλος, στα πλαίσια σχετικής έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη και διεξάγεται μετά από σχετική απόφαση του Δ. Σ. της εναγομένης, προκειμένου να διακριβωθούν τυχούσες εσφαλμένες παροχές σε υπαλλήλους της, διακριβώθηκε ότι επίδομα χειριστών φωτοτυπικού μηχανήματος, λαμβάνουν και οι υπάλληλοι της εναγομένης Γ.** και Κ.**, το οποίο εσφαλμένα ανήλθε, κατά τα έτη 2003 και 2004, σε ποσοστό 30%, καίτοι οι εν λόγω υπάλληλοι δεν προέρχονται από το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου του τ. ΟΑΠ ούτε η προς αυτούς εν λόγω παροχή επικυρώθηκε με ΕΣΣΕ. Ήδη οι παροχές αυτές τελούν υπό ανάκληση. Με βάση τα ανωτέρω, οι οικειοθελείς παροχές προς τους εν λόγω υπαλλήλους εκ μέρους της εναγομένης, δεν ήταν νόμιμες, χορηγηθείσες από σφάλμα των οργάνων της και συνεπώς η καταβολή τους δεν μπορεί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, να θεμελιώσει αξίωση επί της αρχής της ίσης μεταχείρισης ή της ισότητας. Με βάση τα ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή θα πρέπει ν΄ απορριφθεί ως νομικό αβάσιμη, να συμψηφιστεί δε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εύλογης αμφιβολίας των εναγόντων για την έκβαση αυτής της δίκης, συνισταμένης στο δυσερμήνευτο των σχετικών νομικών διατάξεων (όρθρο 179 ΚΠολΔ).