Απόφ.Πρωτοδικείου 1197/2000 (01/01/2000)

Βεβαιωτική διαδικασία φόρου (Ν. 820/1978, άρθρο 2)

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Αριθ. Απόφασης: 1197/2000
Πρόεδρος - Εισηγητής: Στεφ. Μετάκος,
Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Δικηγόροι: Κυρ. Πατρινού, Αν. Καράμπερα,
Δικ. Αντ/πος Ν.Σ.Κ.

Βεβαιωτική διαδικασία φόρου
(Ν. 820/1978, άρθρο 2)

Ι. Αναστολή είσπραξης προβεβαιωθέντος ποσοστού φόρου 20% άρθρου 2 Ν. 820/1978. Μη επιβολή προσαυξήσεων: Σε περίπτωση άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά καταλογιστικής πράξης φόρου εισοδήματος και βεβαίωσης ποσοστού 20% του αμφισβητούμενου φόρου, η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ως άνω πράξης με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου βάσει του άρθρου 2 του Ν. 820/78, έχει ως αποτέλεσμα η καταλογιστική πράξη να μη λειτουργεί ως νόμιμος τίτλος για τη βεβαίωση του ποσοστού 20% του καταλογιζόμενου ποσού ως εισπρακτέου, κατά ΚΕΔΕ, εσόδου και επομένως δεν νοούνται προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής επί του ποσού αυτού.

ΙΙ. Επίσπευση της βεβαίωσης του ποσοστού φόρου 20% και, στη συνέχεια, αναστολή είσπραξης του ποσοστού αυτού με απόφαση του Προέδρου Διοικητικού Πρωτοδικείου: Η καταλογιστική πράξη αδρανοποιείται αναδρομικά και δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό τίτλο ενεργοποίησης της διαδικασίας εν γένει είσπραξης του εσόδου, αυτού, μέχρις αρθεί αρμοδίως η αναστολή.

...............................................................................................................................................

Στο άρθρο 78 του Κώδικα φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ) ορίζεται ότι: "1. Η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της προσφυγής, αν όμως η προσφυγή ασκηθεί εμπρόθεσμα και κανονικά, αναστέλλεται η εκτέλεση της πράξης ώσπου να δημοσιευτεί η οριστική απόφαση για την προσφυγή. 2. ..... 3. Διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που ορίζουν διαφορετικά τα σχετικά με την εκτέλεση της διοικητικής πράξης". Εξάλλου, στο άρθρο 74 (παρ. 6) του Ν. 2238/1994 (ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: "Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτό φόρων και τελών...." Περαιτέρω, στο άρθρο 2 (παρ. 1) του Ν. 820/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 1406/1983, ορίζεται ότι: " Η είσπραξη του ποσοστού 20% του αμφισβητούμενου φόρου, που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, μπορεί να ανασταλεί μερικά ή ολικά με απόφαση του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εάν, εξαιτίας έκδηλων σφαλμάτων της προσβαλλομένης πράξης, πιθανολογείται η μερική ή ολική ευδοκίμηση της προσφυγής ή διαπιστώνεται, από συγκεκριμένα στοιχεία, αδυναμία καταβολής από τον αιτούντα...".

Το Ν.Δ. 356/74 (ΚΕΔΕ) ορίζει στο άρθρο 73 (παρ.1) ότι: " Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) ... και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ΄ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583 - 585 του ΚΠολΔ. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ΄ ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφόσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινόμενας μετά δυνάμεως δεδικασμένου ", στο άρθρο 5 ότι: " Τα χρέη προς το Δημόσιο που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία και τα τελωνεία του Κράτους γίνονται ληξιπρόθεσμα ως εξής: 1. ................. 2. Τα χρέη, που με βάση το νόμο καταβάλλονται σε δόσεις την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να καταβληθεί κάθε δόση, σύμφωνα με τις σχετικές φορολογικές ή άλλες διατάξεις....." και στο άρθρο 6 ότι: "1. Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα, ο οποίος ακολουθεί την προθεσμία κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται, σε βάρος των υποχρέων, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.... 2. ... 8. Αι αναστολαί καταβολής χρεών προς το Δημόσιον και των μετά τούτων συνεισπραττομένων, αναστολαί λήψεως αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής παρεχόμεναι υπό των αρμοδίων κατά νόμον οργάνων ή δικαστηρίων, δεν απαλλάσουν τα χρέη εκ των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής καθ΄ ον χρόνον διαρκεί, η παρεσχεθείσα αναστολή ή η διευκόλυνσις".

Από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι σε περίπτωση άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά καταλογιστικής πράξης φόρου εισοδήματος, αναστέλλεται εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής, κατά το μέρος που αφορά ποσοστό 80% του αμφισβητούμενου φόρου, και βεβαιώνεται ποσοστό 20% αυτού, το οποίο όμως μπορεί να ανασταλεί με απόφαση του Προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου στο οποίο ασκήθηκε η προσφυγή, οπότε στην περίπτωση αυτή και μέχρι να δημοσιευθεί απόφαση επί της προσφυγής αναστέλλεται εν όλω η εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης. Επομένως, όσο διάστημα λειτουργεί η αναστολή αυτή, η καταλογιστική πράξη δεν λειτουργεί ως νόμιμος τίτλος για τη βεβαίωση, με τη στενή έννοια, του ποσοστού του 20% του καταλογιζόμενου ποσού ως εισπρακτέου, κατά ΚΕΔΕ, εσόδου και επομένως δεν νοούνται προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής επί του ποσού αυτού. Έξαλλου, αν τυχόν επισπεύστηκε η βεβαίωση ως εισπρακτέου εσόδου του ποσοστού του 20% του καταλογιζόμενου με την πράξη ποσού και στη συνέπεια διαταχθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω η αναστολή, η καταλογιστική πράξη αδρανοποιείται αναδρομικά και δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό τίτλο ενεργοποίησης της διαδικασίας εν γένει είσπραξης του εσόδου αυτού, μέχρις ότου αρθεί αρμοδίως η αναστολή. Μετά την άρση της αναστολής και αν η καταλογιστική πράξη εξέλθει της δικαστικής δοκιμασίας ως νομικά άψογη (εν όλω ή εν μέρει), τότε και μόνο, αφού θα έχει εκλείψει ο λόγος που παρεμπόδιζε την ανάπτυξη της νομικής δύναμής της προς την κατεύθυνση παραγωγής στον εξωτερικό κόσμο των επιδιωκομένων με αυτή αποτελεσμάτων, θα αποτελέσει το μοναδικό ή ένα από τα τυχόν περισσότερα στοιχεία νόμιμου τίτλου, που θα επιτρέπει τη βεβαίωση ως εισπρακτέου εσόδου του καταλογιζόμενου ποσού, η καθυστέρηση καταβολής του οποίου θα συνεπάγεται και τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Κατ΄ ακολουθίαν, η αναστολή του άρθρου 2 (παρ. 1) του Ν. 820/1978 δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του άρθρου 6 (παρ.8) του ΚΕΔΕ, διάταξη η οποία αφορά αναστολή της διοικητικής εκτέλεσης για την είσπραξη βεβαιωμένης απαίτησης (ληξιπρόσθεσμου χρέους) του Δημοσίου. Η διάταξη αυτή θα εφαρμοστεί, μετά την άρση της αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, την βάσει αυτής ή άλλου τίτλου (δικαστικής απόφασης) βεβαίωση και την καθυστέρηση καταβολής του βεβαιωμένου ποσού (βλ. σχετικά την 641/1993 γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. και Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθήνας 753/1996 σε ΔΦΝ 97 (151).

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας εκδόθηκαν από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Δ΄ Αθήνας οι 1/97, 1/97 και 1/97 πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, οικονομικών ετών 1993, 1994 και 1995, με τις οποίες καταλογίστηκαν διαφορές κύριου φόρου, τελών χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου, καθώς και πρόσθετος φόρος για ανακρίβεια των σχετικών δήλωσεων συνολικού ύψους 215.697.092, 272.862.837 και 334.233.299 δραχμών. Ύστερα δε από την άσκηση από την ανακόπτουσα εταιρία εμπρόθεσμων προσφυγών κατά των πράξεων αυτών έγινε από τον πιο πάνω Προϊστάμενο, με την 601/30.4.98 πράξη του, η ταμειακή βεβαίωση του 20% των προαναφερόμενων ποσών, δηλαδή ποσών 43.139.419, 54.572.567 και 66.846.660 δραχμών και κλήθηκε αυτή, με την 20938/8.5.98 ατομική ειδοποίηση, να καταβάλει την πρώτη δόση την 29/5/98. Στη συνέχεια, η ανακόπτουσα εταιρία ζήτησε, με αιτήσεις άρθρου 2 του Ν.820/1978, να ανασταλεί η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέχρι να εκδοθούν οριστικές αποφάσεις επί των προσφυγών της. Με τις 1678, 1677 και 1676/1998 αποφάσεις του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας έγιναν δεκτές οι αιτήσεις αυτές και διατάχθηκε η αναστολή είσπραξης των πιο πάνω ποσών για έξι μήνες από 19/11/98 (ημερομηνία έκδοσης αποφάσεων). Περαιτέρω, ύστερα από την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης των παραπάνω διαφορών, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της 1061203/1148/ ΔΣΣΦΕ/Α΄/ ΠΟΛ. 1144/20.5.98 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (με μείωση στο 1/5 των φόρων), έγινε, από τον ίδιο πιο πάνω Προϊστάμενο, νέα εκκαθάριση των οφειλόμενων από την ανακόπτουσα φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και βεβαιώθηκε σε βάρος αυτής η προκύπτουσα διαφορά. Εξάλλου με την 21408/8.9.98 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου της παραπάνω ΔΟΥ, γνωστοποιήθηκε στην ανακόπτουσα ότι, ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων της 1061203/1148/ ΔΣΣΦΕ/Α΄/ ΠΟΛ. 1144/20.5.98 υπουργικής απόφασης, έγινε συμπληρωματική ταμειακή βεβαίωση φόρων και προστίμων και ακόμη ότι έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμο το ποσό των 267.880.482 δραχμών και ότι έχει επιβαρυνθεί με τις ανάλογες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής του. Ήδη, η ανακόπτουσα εταιρία ισχυρίζεται, με την κρινόμενη ανακοπή της, όπως αυτή παραδεκτώς αναπτύσσεται στο υπόμνημα που κατέθεσε, ότι με τις 1678, 1677 και 1676/1998 αποφάσεις του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας διατάχθηκε, με αναδρομική ισχύ, η αναστολή είσπραξης του 20% των αμφισβητούμενων, με τις προσφυγές της, ποσών φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων και επομένως η επιβολή σε βάρος της προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, δεν είναι νόμιμη και για το λόγο αυτό ζητά να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής τους, οι οποίες, όπως επισημαίνει, ανέρχονταν στις 10/8/99, στο συνολικό ποσό των 12.014.750 δραχμών (βλ. την προσκομιζόμενη με ίδια χρονολογία καρτέλα χρεών).

Ύστερα από όλα αυτά και εφόσον με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις (1678, 1677 και 1676/1998 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας) διατάχθηκε η αναστολή είσπραξης του 20% των αμφισβητούμενων, με τις προσφυγές της ανακόπτουσας εταιρίας, ποσών φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων, που είχαν καταλογιστεί σε βάρος της με τις μνημονευόμενες πιο πάνω πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, οι τελευταίες αδρανοποιήθηκαν αναδρομικά, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, εν όλω και επομένως, ενόσω διαρκεί η αναστολή αυτή, αυτές (πράξεις) δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως νόμιμοι τίτλοι για την ταμειακή βεβαίωση ολόκληρων, πλέον, των καταλογιζόμενων ποσών (δηλαδή και του 20%) και συνακόλουθα δεν νοούνται ούτε προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής επί των ποσών αυτών.

Κατ΄ ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην επιβολή προσαυξήσεων και να απορριφτεί το αίτημα του καθού (ηττηθέντος διαδίκου) για καταλογισμό σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας των δικαστικών εξόδων λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 275 (παρ. 1) του ΚΔΔ.