Απόφ.Πρωτοδικείου 161/2003 (01/01/2003)

Αναστολή εκτέλεσης πράξεων διοικητικής εκτέλεσης [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), Άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 24ου Τριμελούς ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 161/2003

Δικαστές: Παν. Τσατσάνη - Αντιπάτη,
Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Αικ. Κοφινά, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Μαρ. Λαμέρα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολή εκτέλεσης πράξεων διοικητικής εκτέλεσης [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200 επομ.]

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης εγγραφής της Δ.Ε.Η. στους χρηματικούς καταλόγους του Δήμου Αθηναίων για τέλη καθαριότητας και φωτισμού κατά το βεβαιωθέν ποσό του 40% του αμφισβητούμενου ποσού: Δεν χορηγείται αναστολή, διότι το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβάλει η αιτούσα δεν θα της επιφέρει υλική ζημία και επιπλέον δεν συντρέχει περίπτωση ηθικής βλάβης (κλονισμός της εμπιστοσύνης των χρηστών των υπηρεσιών της).

[...] Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, η αιτούσα εταιρία ζητά παραδεκτώς να ανασταλεί η εκτέλεση της 10103/2002/2002 εγγραφής της στους χρηματικούς καταλόγους του Δήμου Αθηναίων για τέλη καθαριότητας και φωτισμού οικονομικού έτους 2002, κατά το μέρος που η εκτέλεση της εγγραφής αυτής δεν έχει ανασταλεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 69 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (δηλαδή ως προς το ποσοστό 40% του αμφισβητούμενου ποσού, που βεβαιώνεται μετά από την άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 505/1976, Α΄ 353, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 1828/1989).

Επειδή, στο άρθρο 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, ολικά ή μερικά η εκτέλεση της πράξης αυτής. Εξάλλου, στο άρθρο 201 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το Τριμελές ή Μονομελές Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η σχετική αίτηση απορρίπτεται. Περαιτέρω, στο άρθρο 202 του ίδιου κώδικα, ορίζεται ότι λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη, του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Τέλος, στο άρθρο 205 του Κώδικα αυτού, ορίζεται ότι αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης.

Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς δυνάμενη να επανορθωθεί, η οποία δικαιολογεί την αναστολή εκτέλεσης της πράξης που έχει εκδοθεί σε βάρος εκείνου που ζητά την αναστολή, συνιστά ο κίνδυνος, λόγω της εκτέλεσης της πράξης, να αδυνατεί ο παραπάνω να ανταπεξέλθει στην εκπλήρωση των οικονομικών του υποχρεώσεων ή να υποστεί τέτοιο κλονισμό από την εκτέλεση της πράξης ώστε, σε συνδυασμό με την όλη οικονομική του κατάσταση, να παρεμποδίζεται σοβαρά η ικανοποίηση των βασικών οικονομικών και βιοτικών του αναγκών και να μειώνεται η φήμη του.

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την 10103/2002/2002 εγγραφή στους χρηματικούς καταλόγους του Δήμου καταλογίστηκαν σε βάρος της αιτούσας εταιρίας τέλη καθαριότητας και φωτισμού οικονομικού έτους 2002 συνολικού ύψους 220.065,92 Ευρώ. Λόγω άσκησης της από 21.11.2002 προσφυγής κατά της ως άνω εγγραφής, βεβαιώθηκε σε βάρος τη αιτούσας ποσοστό 40% του πιο πάνω ποσού, δηλαδή ποσό 100.026,37 Ευρώ (220.065,92 Χ 40%). Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητά την αναστολή καταβολής του ανωτέρω βεβαιωθέντος ποσοστού, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσης προσφυγής, ισχυριζόμενη ότι η προσφυγή

της θα ευδοκιμήσει και, περαιτέρω, ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι η Δ.Ε.Η. έχει μετατραπεί σε ΑΕ, οι μετοχές της διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο και μόλις την 21.11.2002 γίνεται εισαγωγή και νέου αριθμού μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών οπότε, πέραν της υλικής βλάβης, που συνίσταται στη δυσχέρεια να ανταπεξέλθει στις λειτουργικές της ανάγκες, θα υποστεί και ηθική βλάβη συνιστάμενη στη μείωση της αξιοπιστίας των οικονομικών της στοιχείων και της φήμης της μετοχής της, η επανόρθωση των οποίων θα είναι ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκομίζει πίνακα, όπου παρατίθενται τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας την 30.6.2002, πριν την αφαίρεση μερίσματος και φόρων χρήσης, ύψους 2.122.408 Ευρώ.

Επειδή, με τα παραπάνω δεδομένα, η πιθανολόγηση ευδοκίμησης της προσφυγής δεν συνιστά λόγο αναστολής από τους αναφερόμενους στο άρθρο 202 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και, συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, ενώ, περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του χρηματικού ποσού, που η αιτούσα εταιρία καλείται να καταβάλει (100.026,37 Ευρώ) και το ότι η αιτούσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η καταβολή του πιο πάνω ποσού θα δημιουργήσει σ΄ αυτήν δυσχέρεια να ανταπεξέλθει στις λειτουργικές της ανάγκες, όπως ισχυρίζεται, ώστε να υπάρχει και άμεσος κίνδυνος να κλονιστεί η εμπιστοσύνη των χρηστών των υπηρεσιών της προς αυτήν και να μειωθεί η αξιοπιστία των οικονομικών της στοιχείων και το κύρος της, κρίνει ότι η αιτούσα δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη υλική ή ηθική βλάβη από την άμεση καταβολή του πιο πάνω ποσού και, συνεπώς, ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή.

Επειδή, κατ΄ ακολουθία, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν΄ απορριφθεί, το δε καταβληθέν παράβολο των 4,50 ευρώ να περιέλθει στο Δημόσιο ( άρθρο 277 παρ. 1 του ΚΔΔ).