Απόφ.Πρωτοδικείου 1823/2001 (01/01/2001)

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), Άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 13ου Τριμελούς ως Συμβουλίου)
Αριθ. Απόφασης: 1823/2001
Δικαστές: Κων/νος Σωφρονάς, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Εισηγήτρια: Εριφύλλη Μανούκα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.,
Χριστίνα Λέλλου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200 επομ.]

Σφράγιση καταστήματος (ψιλικών ειδών - τυποποιημένων προϊόντων) για έλλειψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας αυτού: Δεν χορηγείται αναστολή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (προστασία καταναλωτικού κοινού).

Με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ζητείται η αναστολή εκτελέσεως του 41384/3494/2001 εγγράφου του Δημάρχου αθηναίων, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα ότι η αρμόδια Δημοτική Υπηρεσία (Διεύθυνση έκδοσης Αδειών καταστημάτων και Θεαμάτων) θα προβεί στις 31.5.2001 στη σφράγιση του καταστήματος του αιτούντος, επειδή λειτουργούσε χωρίς την απαιτούμενη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας. Το έγγραφο αυτό αποτελεί διοικητική πράξη που παράγει έννομες συνέπειες σε βάρος του αιτούντος και επομένως έχει χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης και δεν αποτελεί έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο καθού η αίτηση Δήμος. Η αναστολή εκτέλεσης ζητείται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 31.5.2001 προσφυγής που άσκησε ο αιτών και εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο.

Στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97/17.5.1999, τ. Α') ορίζεται στο άρθρο 200, ότι: " Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει, η εκτέλεση της πράξης αυτής", στο άρθρο 201 ότι "Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η σχετική αίτηση απορρίπτεται, στο δε άρθρο 202 ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωση της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη".

Περαιτέρω, στο άρθρο 10 του Α.Ν. 2520/1940 (ΦΕΚ Α'273) "Περί υγιειονομικών διατάξεων" ορίζεται ότι "1. Δια την ιδρυσιν και λειτουργίαν καταστήματος ή επιχειρήσεως, τους όρους λειτουργίας των οποίων καθορίζουσιν αι εκδιδόμεναι υγιειονομικαί διατάξεις, απαιτείται άδεια της αστυνομικής αρχής. 4. Τα άνευ αδείας λειτουργούντα καταστήματα κλείονται υπό της αστυνομικής αρχής αυτεπαγγέλτως". Ήδη στο άρθρο 24 παρ. 1 περ. ΙΘ' του ΠΔ/τος 410/1995 (ΦΕΚ Α'231) "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας" ορίζεται ότι η αρμοδιότητα χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ανήκει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, στο άρθρο της υπ' αριθμ. Αι β8577/8.9.1983 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β 526,672/1983) "Υγειονομικός έλεγχος των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος... " ορίζεται ότι "1. Για την ίδρυση και λειτουργία καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγιειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής, χορηγούμενη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Αρχής, χορηγούμενη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ή, αν δεν προλέπεται από τον Νόμο τέτοια Επιτροπή, της αρμόδιας υγειονομικής υπηρεσίας ότι πληρούνται οι όροι των σχετικών Υγειονομικών Διατάξεων. 9. Τα καταστήματα, εργαστήρια και εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος, που λειτουργούν χωρίς την προβλεπόμενη από το παρόν άρθρο άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας κλείονται αυτεπαγγέλτως από την οικεία Αστυνομική Αρχή. Τέλος, με την υπ?αριθμ. ΥΙΒ 4352/13. 26.7.1994 απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β'571) ορίστηκε ότι όπου στον Υγειονομικό Κανονισμό και στις υγειονομικές διατάξεις αναφέρεται "Αστυνομική Αρχή", στο εξής νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α.

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η σφράγιση του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος του αιτούντος επί της οδού Χανίων αρ.2 στην Αθήνα (ψιλικά είδη-τυποποιημένα τρόφιμα) επιβλήθηκε, διότι, σύμφωνα με την 1011/3369/2/16.5.2001 αναφορά του Αστυνομικού Τμήματος Κυψέλης προς την αρμόδια υπηρεσία του δήμου, αυτολειτουργούσε χωρίς την προβλεπόμενη άδεια λειτουργίας, κοντά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2218/1994 και του άρθρου 6 παρ. 9 της ΑΙΒ 8577/83 Υγειονομικής Διάταξης. Ήδη ο αιτών ισχυρίζεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης θα του επιφέρει αναπενόρθωτη, βλάβη, ενώ έχουν συγκεντρωθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση της άδειας.

Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι λόγω της φύσεως της προσβαλλόμενης πράξης που αφορά διοικητική ποινή που αποβλέπει στην τήρηση των διατάξεων που επιβάλλουν την εξασφάλιση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, για λόγους προστασίας του καταναλωτικού κοινού, η οποία άδεια χορηγείται κατόπιν ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την τήρηση των κανόνων Υγιεινής και εν γένει τήρησης των απαιτούμενων από το νόμο προδιαγραφών για την λειτουργία αυτού του είδους του καταστήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι, ανεξαρτήτως της βλάβης που τυχόν επέρχεται στην αιτούσα, λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν την εκτέλεση της πράξης αυτής, και επομένως δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή.

Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει υπέρ του δημοσίου το παράβολο που κατέθεσε ο αιτών. (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ).