Απόφ.Πρωτοδικείου 1844/2001 (01/01/2001)

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν.2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) Άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 7ου Τριμελούς ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 1844/2001
Δικαστές: Αθηνά Τσιμπογιάννη, Πρόεδρος Πρωτοδικών,
Εισηγητές: Κων. Καρακάση, Πρωτοδίκης Δ.Δ., Αγλ. Δημητροπούλου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν.2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) `Αρθρα 200 επομ.]

Αναστολή εκτέλεσης πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. (κατά το μέρος αυτής που αφορά το προβεβαιούμενο ποσοστό 25%): Χορηγείται αναστολή της εκτέλεσης της πράξης για ανεπανόρθωτη υλική βλάβη του αιτούντος, λόγω δανειακών υποχρεώσεών του προς Τράπεζες και της στέρησης της δυνατότητας λήψης της απαιτουμένης για τις συναλλαγές του φορολογικής ενημερότητας, σε περίπτωση που εκτελεσθεί η καταλογιστική πράξη Κ.Β.Σ. (με την προβεβαίωση του 25% του επιβληθέντος προστίμου).

Με την κρινόμενη αίτηση για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. σχετικώς τα 375447, 11585447 Σειρά Α΄ και 1598911 σειρά Β΄ έντυπα παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναστολή εκτέλεσης της 194/2000 πράξεως επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) του Προισταμένου ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά ποσοστό 25% του επιβληθέντος με αυτήν σε βάρος της αιτούσας προστίμου ποσού 4.725.250 δρχ., μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί προσφυγής που η αιτούσα έχει ασκήσει κατ΄ αυτής.

Στο άρθρο 69 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν.2717/1999, ΦΕΚ 97), ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Περαιτέρω, στο άρθρο 200 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται ότι: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής", ενώ στο άρθρο 202 του ίδιου Κώδικα, ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωση της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β)κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη".

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 194/4-8-2000 πράξη επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων του Προϊσταμένου ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών, επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας πρόστιμο συνολικού ποσού 18.901.000 δρχ. Κατά της παραπάνω αποφάσεως η αιτούσα άσκησε την με ημερομηνία 25-7-01 προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση αναστολής ζητά την αναστολή εκτέλεσης της αποφάσεως αυτής κατά το μέρος που αφορά ποσοστό 25% του επιβληθέντος προστίμου, ποσού 4.725.250 δρχ. (που βεβαιώθηκε με την 6995/2/29-8-01 βεβαίωση) υποστηρίζοντας ότι η άμεση εκτέλεση της απόφασης αυτής κατά το μέρος που αφορά ποσοστό 25% του επιβληθέντος προστίμου, θα επιφέρει στην επιχείρησή της ανεπανόρθωτη υλική βλάβη που δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της, δεδομένου ότι είναι επιχείρηση εξαρτημένη από Τράπεζες, έχει δανεισθεί από αυτές διάφορα ποσά, δεν θα δύναται να λάβει φορολογική ενημερότητα με αποτέλεσμα να μη μπορεί να δανεισθεί και να συναλλαχθεί με αυτές και να αδυνατεί να εκπληρώσει ανειλημμένες υποχρεώσεις.

Προς απόδειξη των ισχυρισμών της επικαλείται και προσκομίζει αντίγραφο του ισολογισμού του 2000, αντίγραφο των φορολογικών χρεών, την από 9-10-2001 επιστολή της Εμπορικής Τράπεζας, την από 10-10-01 επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας, την από 11-10-01 επιστολή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, σχετικά με το υπόλοιπο του δανειακού της λογαριασμού σε κάθε μία από τις εν λόγω τράπεζες.

Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο, έλαβε υπόψη ότι, από τα προσκομιζόμενα στοιχεία και ειδικότερα από τις προαναφερθείσες επιστολές των Τραπεζών Εμπορικής, Ελληνικής Τράπεζας και ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ προκύπτει ότι η επιχείρηση της αιτούσας έχει οικονομικές εκκρεμότητες με τις εν λόγω Τράπεζες, από τις οποίες έχει λάβει δάνεια, και ότι, επίσης, για τις συναλλαγές της απαιτείται οπωσδήποτε φορολογική ενημερότητα, την οποία δεν θα μπορεί να λάβει αν εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Ενόψει αυτών, αλλά και του ύψους του επίδικου ποσού (25% του επιβληθέντος με την 194/2000 πράξη επιβολής προστίμου ΚΒΣ) που ανέρχεται σε 4.725.250 δραχμές, κρίνει ότι, από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως, η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ή εν πάσει περιπτώσει δύσκολα να επανορθωθεί υλική βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της με ημερομηνία 25-7-2001 προσφυγής της.

Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση χορηγήσεως της αναστολής, κατά το βάσιμο ισχυρισμό της. Κατ΄ ακολουθία αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αποδοθεί στην αιτούσα το παράβολο που έχει καταβληθεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγεί ο καθ΄ ου , ενόψει των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 275 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.)