Απόφ.Πρωτοδικείου 1934/2001 (01/01/2001)

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν.2717/1999 (Κ.Α.Α.), Άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 13ου Τριμελούς ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 1934/2001
Δικαστές: Κων. Σωφρονάς, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Χρ. Λέλου-Σαλμανίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Ειρ. Χρηστάκη- Μανούκα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν.2717/1999 (Κ.Α.Α.), `Αρθρα 200 επομ.]

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης πράξης επιβολής προστίμου ΦΠΑ (κατά το προβεβαιούμενο ποσοστό φόρου 30%) σε βάρος εταιρίας που βρίσκεται σε αδράνεια: Δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της πράξης, διότι το γεγονός ότι κατά τα 4 τελευταία έτη (βάσει φορολογικών δηλώσεων) δεν δηλώνονται κέρδη ή ζημίες από την εταιρία αυτή δεν συνεπάγεται και την οικονομική αδυναμία ή δυσχέρεια της εν λόγω εταιρίας για την καταβολή του ποσού του προστίμου.

Με την κρινόμενη αίτηση, κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου της, ζητείται παραδεκτώς να ανασταλεί η εκτέλεση της 19/28-12-2000 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.1642/1986, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού κατά το μέρος του βεβαιωθέντος ποσοστού (30%) επί του επιβληθέντος με την ως άνω πράξη ποσού προστίμου (6.768.249 δρχ.) το οποίο (ποσοστό) βεβαιώθηκε λόγω άσκησης της από 27-2-2001 προσφυγής των αιτούντων που εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.

Στα άρθρα 200, 201 και 202 του Ν.2717/1999 (Α΄ 97) "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" (Κ.Δ.Δ.), ορίζεται ότι: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής" (άρθρο 200). "Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η σχετική αίτηση απορρίπτεται" (άρθρο 201). "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση της αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη" (άρθρο 202). Εξάλλου, στο άρθρο 69 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι : "Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης (παρ. 1). Κατ΄ εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ (παρ. 2). Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200, 201, 202, 203, 204 και 205 (παρ. 3)". Τέλος, στην παράγραφο 4 του άρθρου 43 του Ν.1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄) όπως αυτή συμπληρώθηκε από την παράγραφο 17 του άρθρου 11 του Ν.2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄) ορίζεται ότι: "Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον οικονομικό έφορο ποσοστό τριάντα στα εκατό (30%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για πρόστιμα των άρθρων 47 παρ. 4 και 48".

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά της πρώτης αιτούσας, η οποία είχε συσταθεί με βάση το από 20-10-1988 σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως κοινοπραξίας και με μέλη τις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη αιτούσες, εκδόθηκε η 19/28-2-2000 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 48 παρ. 3 τον Ν.1642/1986, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, λόγω του ότι εξέπεσε Φ.Π.Α. ποσού 2.256.083 δραχμών", με βάση εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια) που έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της. Κατά της πράξης αυτής οι αιτούντες άσκησαν την από 27-2-2001 προσφυγή τους, η οποία εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση αναστολής στρέφονται κατά των ίδιων αυτών πράξεων και ζητούν την εν όλω αναστολή της εκτέλεσής τους, δηλαδή και κατά το μέρος που αφορά το 30% του επιβληθέντος με αυτή ποσού προστίμου (ήτοι 6.768.249 Χ 30%) που βεβαιώθηκε με την άσκηση της προσφυγής, προβάλλοντας ότι από την άμεση εκτέλεση της ως άνω πράξης θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής, λόγω της οικονομικής αδυναμίας τους για την καταβολή οιουδήποτε βεβαιωθέντος σε βάρος τους ποσού. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η πρώτη αιτούσα, με την επωνυμία "ΚΟΙ..... ΑΧΙ..... ΑΤΕ - Κ. Θ. ΚΑΛ....... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο. Ε. - ΕΡ...... ΠΟ..... ΜΗΧ..... ΜΟ..... ΕΛΔΑ" βρίσκεται σε αδράνεια, λόγω περατώσεως του έργου που είχε αναλάβει και δεν πραγματοποιεί έσοδα με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία για την καταβολή των ποσών που της επιβλήθηκαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι εκτός της οικονομικής βλάβης, τα μέλη της κοινοπραξίας θα υποστούν και ηθική βλάβη από τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά και από τις παρεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, όπως έλλειψη φορολογικής ενημερότητας, ποινικές διώξεις των μελών, λόγω μη καταβολής χρεών προς :το Δημόσιο κ.λ.π. Για την απόδειξη των ως άνω ισχυρισμών προσάγονται από τους αιτούντες το από 20-10-1988 ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως κοινοπραξίας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι μετά από δημόσιο διαγωνισμό/ κατά τον οποίο ανάδοχος (τελευταίος μειοδότης) αναδείχθηκε η ΑΧΙ....... ΑΤΕ για την εκτέλεση του έργου με τίτλο "ΕΡ.... ΠΟ..... ΜΗΧ..... ΜΟ...... ΕΛΔΑ" με εργοδότη τα ΕΛ...... ΔΙ....... ΑΣΠ....... Α.Ε., συστήθηκε η ως άνω κοινοπραξίας με μέλη την ΑΧΙ...... Α.Τ.Ε., την Κ.Θ. ΚΑΛ...... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο. Ε. και την Αλ..... Παυ....... με σκοπό την εκτέλεση του προαναφερόμενου έργου, ενώ η χρονική διάρκεια της κοινοπραξίας, με αφετηρία την 20-10-1988, ορίσθηκε "ισόχρονη με την απαιτούμενη για την αποπεράτωση και παράδοση του έργου και την εκκαθάριση των σχέσεων που θα έχουν δημιουργηθεί από την σύμβαση". Επίσης, προσάγονται τέσσερις (4) δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της αιτούσας κοινοπραξίας, που υποβλήθηκαν στη Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, των οικονομικών ετών 1998, 1999, 2000 και 2001, στις οποίες δεν δηλώνονται κέρδη ή ζημίες της κοινοπραξίας.

Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι αιτούντες, ήτοι το από 20/10/1988 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης της ως άνω κοινοπραξίας και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας των οικονομικών ετών 1998, 1999, 2000 και 2001 ακόμα και αν προκύπτει ότι η εν λόγω κοινοπραξία βρίσκεται σε αδράνεια κατά τα τελευταία έτη, δεν αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία ή η δυσχέρεια των αιτούντων για την καταβολή του ένδικου ποσοστού φόρου και προστίμου, αφού η περάτωση του δημοσίου έργου που είχε η κοινοπραξία αναλάβει να εκτελέσει ως ανάδοχος και η κατά τα τελευταία τέσσερα (4) έτη υποβολή των δηλώσεων της φορολογίας εισοδήματος, με τις οποίες δεν δηλώνονται κέρδη ή ζημίες δεν συνεπάγονται την οικονομική αδυναμία ή δυσχέρεια για την καταβολή του ένδικου ποσού, ούτε άλλωστε προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι αιτούντες βαρύνονται με άλλες οικονομικές υποχρεώσεις ή ληξιπρόθεσμες οφειλές, κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης με την ανωτέρω προσφυγή πράξης θα προκληθεί υλική βλάβη στους αιτούντες, που η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής και επομένως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της αιτούμενης αναστολής.

Κατ΄ ακολουθία πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταπέσει το παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατ΄ άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.