Απόφ.Πρωτοδικείου 207/2000 (01/01/2000)

Αναστολη΄εκτέλεσης ταμειακής βεβαίωσης [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) Άρθρα 69, 202-205, 217]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών

Αριθ. απόφασης: 207/2000 (σε Συμβούλιο)

Δικαστές: Χρήστος Κροντηράς,

Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.

Εισηγητής: Μαγδαληνή Μαργαρίτη,

Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολη΄εκτέλεσης ταμειακής βεβαίωσης [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) `Αρθρα 69, 202-205, 217]

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης καταλογιστικής (διοικητικής) πράξης μετά από άσκηση προσφυγής και ενώ έχει προηγηθεί η ταμειακή βεβαίωση του προβεβαιουμένου ποσοστού φόρου (25% ή 30% κατά περίπτωση): Η αναστολή εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, ενόψει άσκησης προσφυγής, αποκλείεται, όταν το καταλογισθέν (προβεβαιωθέν ποσοστό 25% ή 30% φόρου, προστίμου κλπ.) ποσό έχει βεβαιωθεί ταμειακώς, πριν την κοινοποίηση της σχετικής αίτησης αναστολής εκτέλεσης στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. (κατ' άρθρο 204, παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.). Στην περίπτωση αυτή, η αναστολή εκτέλεσης της ταμειακής βεβαίωσης μπορεί να επιτευχθεί με σχετική αίτηση, μόνο μετά από άσκηση ανακοπής, κατά τους ορισμούς των άρθρων 228, παρ. 1 και 217, παρ. 1, περ. α' του Κ.Δ.Δ.

...................................................................................

Επειδή, το άρθρο 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α'), ορίζει ότι: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής". Περαιτέρω, το άρθρο 69 του ιδίου ως άνω κώδικα, ορίζει ότι: "1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ' εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205". Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Α.Ν. 142/1967 (ΦΕΚ 169 Α'), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 28 παρ. 3 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α'), ορίζει ότι: "Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς σε πράξη επιβολής φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, που έχει κοινοποιηθεί, αλλά ασκήθηκε εμπρόθεσμη προσφυγή από τον φορολογούμενο, βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί του αμφισβητούμενου φόρου (κυρίου προσθέτων και κάθε άλλης προσαύξησης), που ορίζεται με την πράξη".

Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, καθώς και η άσκηση αυτής κατά πράξεων καταλογισμού χρηματικών ποσών, που αναφέρονται σε φορολογικές γενικά απαιτήσεις του Δημοσίου, αναστέλλουν την εκτέλεση των εν λόγω πράξεων κατά το ποσοστό του αμφισβητούμενου φόρου (κυρίου, προσθέτου κ.λ.π.) και προστίμου του Ν. 820/1978, το οποίο δεν βεβαιώνεται αμέσως κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Α.Ν. 142/1967, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 28 παρ. 3 του Ν. 2648/1998. Συνεπώς, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά τέτοιου είδους πράξεων (π.χ. κατά πράξεων προσδιορισμού φόρου γονικής παροχής και προστίμου του Ν. 820/1978) δεν νοείται αναστολή εκτελέσεώς τους κατά το πέραν του προβεβαιωθέντος ποσοστού του φόρου και προστίμου ποσό, αφού κατά νόμο η άσκηση της προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση ζητεί την αναστολή εκτελέσεως των προαναφερόμενων πράξεων ως προς ολόκληρα τα καταλογισθέντα μ' αυτές σε βάρος του ποσά, η βεβαίωση των οποίων, όμως, κατά το ποσοστό 75% αναστέλλεται, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί.

Κατ' ακολουθίαν αυτών, με την εν λόγω αίτηση απαραδέκτως ζητείται η αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών κατά το μέρος που αφορούν το 75% των ως άνω ποσών, δηλαδή 16.761.005 (22.348.001 δρχ. επί 75%) δραχμές και 600.000 (800.000 δρχ. επί 75%) δραχμές. Κατά το μέρος, όμως, που η κρινόμενη αίτηση άφορα την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλόμενων με την ως άνω προσφυγή πράξεων κατά το προβεβαιωθέν ποσοστό 25% του αμφισβητούμενου κυρίου και προσθέτου φόρου, καθώς και του προστίμου, δηλαδή 5.587.001 και 200.000 δραχμές αντιστοίχως, παραδεκτώς ασκήσθηκε και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν.

Επειδή, ο προαναφερόμενος κώδικας ορίζει περαιτέρω ότι: "Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κυρίας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η σχετική αίτηση απορρίπτεται (άρθρο 201)". "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) Κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) (άρθρο 202). "1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, ...... 2...... 3............." (άρθρο 217). "1. Η προθεσμία άσκησης, καθώς και η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Στις περιπτώσεις α', β', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 217, ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί, από τον ανακόπτοντα, αίτηση αναστολής της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων. 2. Καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, για την εκδίκαση της αίτησης της προηγούμενης παραγράφου, είναι το κατά το άρθρο 218 δικαστήριο, εφόσον σε αυτό εκκρεμεί η ανακοπή, το οποίο και εκδικάζει την αίτηση κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως" (άρθρο 228).

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 202 παρ. 2 περίπτ. β' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία αποκλείει τη χορήγηση αναστολής κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη έχει εκτελεσθεί, σε συνδυασμό με το ότι, ως εκτέλεση νοείται και κάθε ενέργεια βεβαιώσεως της πράξεως αυτής "εν στενή εννοία", συνάγεται ότι η αναστολή εκτελέσεως της καταλογιστικής πράξεως, ενόψει ασκήσεως προσφυγής, αποκλείεται, όταν το καταλογισθέν ποσό έχει βεβαιωθεί ταμειακώς πριν την κοινοποίηση της σχετικής αίτησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. (κατ' άρθρο 204 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.), ενώ στην περίπτωση αυτή, η αναστολή εκτελέσεως της ταμειακής βεβαιώσεως μπορεί να επιτευχθεί με σχετική αίτηση, μόνον μετά από άσκηση ανακοπής κατ' αυτής, κατά τους ορισμούς των άρθρων 228 παρ. 1 και 217 παρ. 1 περίπτ. α' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. "Η αναστολή κατά του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας", Θ. Ψυχογυιού, ΔΦΝ 2000, σελ. 896).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, με την 5701/13.9.2000 πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αιγίου βεβαιώθηκε ταμειακώς το 25% των ποσών συμπληρωματικού κύριου και πρόσθετου φόρου και προστίμου που καταλογίσθηκαν σε βάρος του αιτούντος, με τις πράξεις που προαναφέρθηκαν κατά των οποίων αυτός άσκησε τη μνημονευθείσα προσφυγή, δηλαδή 5.587.001 και 200.000 δραχμές αντιστοίχως και του απεστάλη η 2779/21.9.2000 ατομική ειδοποίηση του προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ.

Ήδη ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση ζητεί την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλόμενων με την προσφυγή πράξεων κατά το προβεβαιωθέν ποσοστό 25% του αμφισβητούμενου φόρου (κυρίου και προσθέτου) και προστίμου, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων ότι από την άμεση εκτέλεση των πράξεων αυτών θα υποστεί υλική και ηθική βλάβη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της προσφυγής του κατ' αυτών.

Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η .... πράξη προσδιορισμού φόρου γονικής παροχής και η .... πράξη επιβολής προστίμου του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αιγίου έχουν ήδη εκτελεσθεί κατά το προαναφερόμενο μέρος του 25% των επίμαχων ποσών, αφού τούτο βεβαιώθηκε ταμειακώς με την..... σχετική πράξη, κρίνει ότι η χορήγηση της αιτούμενης αναστολής αποκλείεται, κατ' άρθρο 200 παρ. 2 περίπτ. β' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η επιδίωξη της αναστολής αυτής θα ήταν δυνατή μόνον στα πλαίσια σχετικής αιτήσεως ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαιώσεως του επίμαχου εσόδου, κατά τους ορισμούς των άρθρων 228 παρ. 1 και 217 παρ. 1 περίπτ. α' του Κ.Δ.Δ.

Επειδή, κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.).