Απόφ.ΣΤΕ 1623/2002 (01/01/2002)

Προσωπική κράτηση - κώδικας διοικητικής δικονομίας (Κ.Δ.Δ.)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β' Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 1623/2002
Πρόεδρος: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Ι. Παπανδρουλάκης, Βασ. Παπαθεοδώρου, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ

Προσωπική κράτηση - κώδικας διοικητικής δικονομίας (Κ.Δ.Δ.)

Ι. Κ.Δ.Δ. Προσωπική κράτηση οφειλετών του Ι.Κ.Α: Μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. έχει καταργηθεί η δυνατότητα του Ι.Κ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. να ζητούν την προσωποκράτηση των οφειλετών τους για χρέη προς αυτά.

II. Σύνταγμα: Οι διατάξεις για την προσωποκράτηση οφειλετών του Ι.Κ.Α. αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2, παρ.1, 5, παρ.1, 20, παρ.1, 21, παρ.3 και 25, παρ.3 του Συντάγματος.

Όμοια και ΣτΕ 1624/2002

Λόγω της σοβαρότητας του θέματος η υπόθεση παραπέμπεται στην ολομέλεια του ΣτΕ.

[.....] 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ' αριθμ. 76/2000 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει μόνο δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 9/1999 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και εμειώθη ο χρόνος προσωποκρατήσεώς του για χρέη ανωνύμου εταιρείας, της οποίας ο αναιρεσείων διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. από δύο μήνες σε 40 ημέρες.

3. Επειδή ο Νόμος 2717/1999 "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" (Α' 47) ορίζει τα εξής: `Αρθρο 231 : 1. Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 δημόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Δημοσίου. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτηση απευθύνεται στο κατά το άρθρο 232 πρωτοδικείο. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μόνο εφόσον έχει παρέλθει τουλάχιστον ένας (1) μήνας από την επίδοση προς τον οφειλέτη της, από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενης, ατομικής ειδοποίησης, πρέπει δε να συνοδεύεται από κυρωμένο αντίγραφο της τελευταίας. 3. Η υποβολή νέας αίτησης συγχωρείται μόνο αν συντρέχουν εκ νέου οι νόμιμες προϋποθέσεις και μόνο εφόσον έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι (6) μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου και την απόλυση του κρατουμένου. 4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αίτηση κατατίθεται, μαζί με τρία (3) αντίγραφα, στη γραμματεία της κύριας έδρας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται. `Αρθρο 232: Αρμόδιος να διατάξει την προσωπική κράτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο από αυτόν οριζόμενος πρωτοδίκης, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η αρχή που, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, υποβάλλει την, κατά το προηγούμενο άρθρο, αίτηση. `Αρθρο 233: 1. Η αίτηση υποβάλλεται από το Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον αρμόδιο για την είσπραξη του οφειλόμενου εσόδου προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του νομικού προσώπου ή, αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, κατά του νόμιμου αντιπροσώπου τους. `Αρθρο 234 : 1. Προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον: α) πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του N.Δ.356/1974 και β) το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές ή, αν πρόκειται για οφειλόμενα ποσά από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή από δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές. 2. Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά: α) προσώπων που τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία, δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση, β) βουλευτών, ενόσω διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της, γ) κληρικών κάθε γνωστής θρησκείας, δ) στρατευμένων, ε) προσώπων που τελούν σε πτώχευση και για όσο χρόνο διαρκούν οι εργασίες της πτώχευσης, στ) κληρονόμων με το ευεργέτημα της απογραφής και ζ) πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους. 3. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. `Αρθρο 235: 1. Αμέσως μετά την, κατά την παρ. 4 του άρθρου 231, κατάθεση της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου, ή ο δικαστής, που διευθύνει το δικαστήριο, ή ο οριζόμενος από αυτούς δικαστής, με πράξη του πάνω στο δικόγραφο της αίτησης, ορίζει δικάσιμο, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) ούτε περισσότερο των δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της αίτησης. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πράξη του προέδρου, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, επιδίδεται, με τη φροντίδα του αιτούντος, στον καθ' ου, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, επέχει δε θέση κλήτευσης γι' αυτόν. Προς τούτο, παραδίδονται στον αιτούντα, από τη γραμματεία του δικαστηρίου, η αίτηση με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο τούτων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές με τις επιδόσεις διατάξεις των άρθρων 47-48 και 50-57. 3. Ως προς την κύρια διαδικασία, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 132-139 και 142-143. Η, κατά την παρ. 4 του άρθρου 135, τυχόν οριζόμενη νέα δικάσιμος δεν πρέπει να απέχει περισσότερο των δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση που αναβλήθηκε. Οι κατά την παρ. 1 του άρθρου 138 προθεσμίες περιορίζονται σε μία (1) και μια (1) ημέρα, αντιστοίχως. 4. Κατά την προβολή πρόσθετων λόγων έχει ανάλογη εφαρμογή η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 131, η προβλεπόμενη όμως από αυτήν προθεσμία είναι δύο (2) ημέρες. 5. Οι διάδικοι μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. 6. Η άσκηση παρέμβασης δεν συγχωρείται κατά την παρούσα διαδικασία. `Αρθρο 236 : Το, κατά το άρθρο 232, αρμόδιο δικαστήριο διατάζει την προσωπική κράτηση μόνο αν κρίνει ότι το αναγκαστικό αυτό μέτρο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους, καθώς και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης. `Αρθρο 237: 1. Η απόφαση, με την οποία διατάσσεται η προσωπική κράτηση, εκτελείται μόνο αφότου επιδοθεί σε αυτόν που καταδικάστηκε. Αν πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική κράτηση δεν εκτελείται πριν παρέλθουν τρεις (3) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης. Η, κατά τις προηγούμενες περιόδους, επίδοση διενεργείται με τη φροντίδα του αιτούντος, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47-48 και 50-57. Προς τούτο, κατά την, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 195, επίδοση προς αυτόν της απόφασης, του παραδίδεται και δεύτερο κυρωμένο αντίγραφο της. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφαση δεν εκτελείται αν δεν έχει καταστεί τελεσίδικη η απόφαση για την ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή, σε περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί ανακοπή κατ' αυτής, αν δεν έχει παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση της ανακοπής προθεσμία. 3. Ο καταδικαζόμενος σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από αστυνομικό όργανο. Αν ο συλλαμβανόμενος δεν προβάλει αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 243, οδηγείται στη φυλακή. Το όργανο συντάσσει γι' αυτά σχετική έκθεση. 4. Η σύλληψη δεν επιτρέπεται να γίνεται: α) μεταξύ της 7ης εσπερινής και της 7ης πρωϊνής ώρας, β) κατά τις εθνικές επετείους, κατά το χρονικό διάστημα από 23 Δεκεμβρίου έως και 2 Ιανουαρίου, κατά τη διενέργειά βουλευτικών εκλογών ή εκλογών για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των οργανισμών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης και οκτώ (8) ημέρες πριν, καθώς και πέντε (5) ημέρες μετά τη διενέργεια τους, επίσης, δε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς και εκείνης της Διακαινησίμου, γ) στον τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και ενόσω διαρκεί η συνεδρίαση και δ) σε καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και ενόσω διαρκεί η ιερουργία. 5. Ο εγκλεισμός στη φυλακή εκείνου που έχει καταδικαστεί σε προσωπική κράτηση διενεργείται μόνο αφού προσαχθούν στο διευθυντή της φυλακής κυρωμένα αντίγραφα, αφενός της απόφασης του δικαστηρίου που διατάζει την προσωπική κράτηση, αφετέρου της έκθεσης της σύλληψης. 6. Η προσωπική κράτηση των μόνιμων στρατιωτικών εκτελείται από την αρμόδια στρατιωτική αρχή. 7. Η ισχύς της απόφασης παύει με τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο είχε διαταχθεί η προσωπική κράτηση και ο κρατούμενος απολύεται αυτοδικαίως. Προς τούτο εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από το διευθυντή της φυλακής. `Αρθρο 238 : 1. Ύστερα από αίτηση του κρατουμένου, η οποία απευθύνεται στο πρωτοδικείο του τόπου όπου βρίσκεται η φυλακή, διατάσσεται η απόλυσή του, αν έχει καταβληθεί στην αρμόδια αρχή ή συμψηφιστεί ή κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το χρέος για το οποίο του επιβλήθηκε η προσωπική κράτηση, μαζί με τους τόκους που ήδη οφείλονται και τα έξοδα της εκτέλεσης και έχει προσαχθεί το σχετικό γραμμάτιο στη γραμματεία του δικαστηρίου. Αρμόδιος να αποφανθεί για την αίτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο από αυτόν οριζόμενος πρωτοδίκης του προαναφερόμενου δικαστηρίου. 2. Ως προς την προδικασία και την κύρια διαδικασία εκδίκασής της, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτησης, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 235. Ο ορισμός δικασίμου, όμως, γίνεται σε ημερομηνία που δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δύο (2) ούτε περισσότερο των τεσσάρων (4) ημερών από την κατάθεση της αίτησης, ενώ η, κατά την παρ. 2 του άρθρου 235 προθεσμία είναι μιας (1) τουλάχιστον ημέρας πριν από τη συζήτηση. `Αρθρο 239: 1. Ύστερα από αίτηση του κρατουμένου, η οποία απευθύνεται στο κατά το προηγούμενο άρθρο δικαστήριο, αναστέλλεται η προσωπική κράτηση και ο αιτών απολύεται από τη φυλακή, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, αν έχουν επέλθει τα, κατά την πρώτη περίοδο της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, αποσβεστικά γεγονότα ως προς εύλογο, σε σχέση με το συνολικό ύψος, τμήμα του χρέους του. Αρμόδιος να αποφανθεί για την αίτηση είναι ο κατά την τελευταία περίοδο της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου δικαστής. 2. Ως προς την προδικασία και την κύρια διαδικασία εκδίκασής της, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτησης, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου. `Αρθρο 240: 1. Ύστερα από αίτηση του κρατουμένου, η οποία απευθύνεται στο πρωτοδικείο του τόπου όπου έχει την έδρα της η αρχή που, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, νομιμοποιείται να υποβάλει την κατά το άρθρο 231 αίτηση για προσωπική κράτηση, μπορεί, αν αυτός είναι ασθενής ή ασθενήσει κατά τη διάρκεια της κράτησης, να επιτραπεί η κράτησή του σε νοσοκομείο. 2. Το δικαστήριο μπορεί, ακόμη, να επιτρέψει την απόλυση του κρατουμένου αν η ασθένειά του είναι τέτοια ώστε να υπάρχει κίνδυνος, από την παράταση της κράτησης, για την υγεία του. 3. Αρμόδιος να αποφανθεί για τις κατά τις προηγούμενες παραγράφους αιτήσεις είναι ο κατά το άρθρο 232 δικαστής. 4. Ως προς την προδικασία και την κύρια διαδικασία εκδίκασης των, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, αιτήσεων εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 238. `Αρθρο 241 : Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, κάθε αμφισβήτηση που αφορά την εκτέλεση της προσωπικής κράτησης επιλύεται από τον πρόεδρο πρωτοδικών, ή τον από αυτόν οριζόμενο πρωτοδίκη, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η απόφαση για την προσωπική κράτηση. Κατά την εκδίκαση του σχετικού ένδικου βοηθήματος εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 235. `Αρθρο 242: 1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 231-241 υπόκεινται, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα άρθρα 81 111 αναλόγως εφαρμοζόμενα, στα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας. 2. Οι προθεσμίες για την άσκηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο ένδικων μέσων είναι πέντε (5) ημερών. Ως προς την έναρξη των προθεσμιών αυτών έχουν ανάλογη εφαρμογή όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 90 (παρ. 1), 94 (παρ. 1), 104 και 110 (παρ. 2), οι οποίες και εφαρμόζονται αναλόγως. 3. Η προθεσμία για την άσκηση, καθώς και η άσκηση, της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το, κατά το άρθρο 232, αρμόδιο δικαστήριο, όμως, μπορεί κατ' αίτηση του Δημοσίου, να κηρύξει την απόφασή του προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 80, η οποία και εφαρμόζεται αναλόγως. 4. Αρμόδιος για την εκδίκαση της έφεσης είναι ο πρόεδρος εφετών, ή ο από αυτόν οριζόμενος εφέτης, του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο, όπου ανήκει ο κατά το άρθρο 232 δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. 5. Ως προς την εκδίκαση των κατά την παρ. 1 ένδικων μέσων εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 235.

4. Επειδή, ως προς τη δυνατότητα του ΙΚΑ μετά τη θέσπιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του, το Τμήμα κρίνει, ότι με τον Κώδικα αυτό ρυθμίζονται κατά τρόπο αποκλειστικώς και εξαντλητικώς τα δικονομικά θέματα, τόσο της γενικής διαδικασίας, όσο και των ειδικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η διαδικασία της προσωποκρατήσεως ως μέσου εισπράξεως των δημοσίων εσόδων κατά το Ν.Δ.356/1974. Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 233 παρ. 1 ορίζεται ρητώς ποιοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην υποβολή της σχετικής αιτήσεως και αναφέρονται μόνον όργανα του Δημοσίου (Προϊστάμενου Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου) και όχι άλλων Ν.Π.Δ.Δ. Η ρύθμιση αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι μετά την τροποποίηση του καθεστώτος της προσωποκρατήσεως με τον Ν.1867/89, (με τον οποίο θεσπίσθηκε το πρώτον η λήψη του μέτρου αυτού με δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως των δικαιουμένων προς τούτο Δημοσίου και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία κατονομάζει στο άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου αυτού), προεβλέφθη ρητώς και το όργανο του δικαιουμένου Ν.Π.Δ.Δ. που υποβάλλει τη σχετική αίτηση προς το δικαστήριο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπό το καθεστώς του ΚΔΔ δεν είναι πλέον δυνατή δικονομικώς η υποβολή αιτήσεως για προσωποκράτηση οφειλετών των Ν.Π.Δ.Δ. για χρέη προς αυτά και ότι συνεπώς για τα πρόσωπα αυτά έχει καταργηθεί η δυνατότητα να ζητήσουν την προσωποκράτηση των οφειλετών τους. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και εκ του ότι υπό το καθεστώς των παλαιοτέρων νομοθετημάτων του ΝΕΔΕ και του ΚΕΔΕ, η προσωποκράτηση ερυθμίζετο ρητώς μόνο υπέρ του Δημοσίου και δεν ηδύνατο ερμηνευτικώς να συναχθεί επέκτασή της και υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ., των οποίων τα έσοδα εισεπράττοντο κατά τον ΝΕΔΕ ή τον ΚΕΔΕ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις που θίγουν το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας έπρεπε να ερμηνεύωνται στενώς. Εξάλλου, δεν δύναται να συναχθεί αντίθετο επιχείρημα εκ του ότι στα άρθρα 217-230 του ΚΔΔ που ρυθμίζουν την λοιπή διαδικασία διοικητικής εκτελέσεως πλην της προσωποκρατήσεως γίνεται μνεία ως νομιμοποιουμένου μόνον του Δημοσίου, ώστε να θεωρηθεί ότι και τα λοιπά μέτρα του ΚΕΔΕ δεν ισχύουν υπέρ των εξομοιουμένων προς το Δημόσιο ΝΠΔΔ, και τούτο διότι στις περιπτώσεις των λοιπών μέτρων διοικητικής εκτελέσεως η πρωτοβουλία προσφυγής στο δικαστήριο ανήκει, κατά κανόνα στον οφειλέτη, κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο και όχι στο Δημόσιο ή στα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Περαιτέρω δε, εφόσον η νεωτέρα ρύθμιση του ΚΔΔ είναι ευνοϊκότερη για τους οφειλέτες του ΙΚΑ, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών ενώπιον των πρωτοβαθμίων ή δευτεροβαθμίων δικαστηρίων (πρβλ. ΣΕ 886/2000, 4973/98).

5. Επειδή, το Σύνταγμα, μετά την αναθεώρησή του με το ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α' 84/17.4.2001) ορίζει τα εξής: "ΑΡΘΡΟ 2. 1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. ΑΡΘΡΟ 5. 1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας. 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος. 4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει. ΑΡΘΡΟ 20. 1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει. ΑΡΘΡΟ 21. 1. . . 2. . . 3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. ΑΡΘΡΟ 25. 1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει διαφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

6. Επειδή, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του ΚΔΔ παρέχουν και στο Ι.Κ.Α. τη δυνατότητα να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του, το Τμήμα κρίνει ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 20 παρ. 1, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι το μέτρο της προσωποκρατήσεως αποσκοπεί στον δια της προσωρινής στερήσεως της ατομικής του ελευθερίας εξαναγκασμό του οφειλέτη του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για αποπληρωμή του χρέους του, γεγονός το οποίο θα εδικαιολογείτο ίσως μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο ή του Ν.Π.Δ.Δ. επεκαλείτο και απεδείκνυε δόλιες ενέργειες προς απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων του ή προσπάθεια εξαγωγής τους στην αλλοδαπή. Τούτο όμως δεν τίθεται ως προϋπόθεση από τις προαναφερθείσες περί προσωποκρατήσεως διατάξεις του ΚΔΔ, οι οποίες αρκούνται απλώς στο να προβλέψουν ότι το μέτρο τούτο διατάσσεται από το δικαστήριο μόνο αν κρίνεται αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης, χωρίς όμως να ορίζουν και ποιος από τους διαδίκους φέρει το βάρος της αποδείξεως της αναλογικότητας του μέτρου, καίτοι θα έπρεπε να ορίζεται ως υπόχρεος προς τούτο το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. το οποίο δύναται ευχερώς να διαπιστώσει εν όψει της συγχρόνου τεχνολογίας που διαθέτει την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη του. Περαιτέρω δε η αντίθεση προς τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις επιτείνεται και από άλλες επί μέρους ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του ορίου ηλικίας πέραν του οποίου δεν είναι δυνατή η προσωποκράτηση καίτοι τούτο προεβλέπετο και υπό το καθεστώς του ΚΕΔΕ και υπό το καθεστώς του Ν.1867/89, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣΕ 3839/2001), η δυνατότητα εκ νέου προσωποκρατήσεως μετά την πάροδο 6 μηνών από την εκτέλεση της προηγουμένης αποφάσεως, εφόσον κατ' αυτόν τον τρόπο δεν καθίσταται δυνατή και η άσκηση βιοποριστικής δραστηριότητας στον οφειλέτη για την εξεύρεση χρηματικών πόρων προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ιδίων όταν αποδεδειγμένως πλέον στερείται περιουσίας, αλλά και η ανυπαρξία προβλέψεως κρατήσεως του οφειλέτη σε ιδιαίτερο χώρο κρατήσεως ή σε ιδιαίτερη πτέρυγα των φυλακών και όχι μαζί με τους κρατουμένους για ποινικά αδικήματα.

7. Επειδή, το Τμήμα κρίνει, εν όψει των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 2 και 4 του Π.Δ.18/89 και του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος ότι πρέπει να παραπεμφθούν στην ολομέλεια προς επίλυση τα ζητήματα α) της δυνατότητας του ΙΚΑ μετά την θέσπιση του ΚΔΔ να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του και β) της συνταγματικότητας των διατάξεων του ΚΔΔ που ρυθμίζει την προσωποκράτηση, οριζομένου ως εισηγητού της Συμβούλου κ. Μαρίας Καραμανώφ.