Απόφ.ΣΤΕ 2023/2000 (01/01/2000)

Νομοθεσία και διαδικασία ΣτΕ (Π.Δ. 18/1989 και άρθρο 52 Ν. 2721/1999)

Συμβουλίου της Επικρατείας
(Τμήματος Β΄ 7μελούς)
Αριθ. απόφασης 2023/2000
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος
Δικηγόρος: Κ. Κατσούλας, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Νομοθεσία και διαδικασία ΣτΕ (Π.Δ. 18/1989 και άρθρο 52 Ν. 2721/1999)

Υποθέσεις εκκρεμείς ενώπιον του ΣτΕ με αντικείμενο διαφοράς κατώτερο από 500.000 δρχ. Λόγοι μη κατάργησης της δίκης: Εάν ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο των 500.000 δρχ., η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς έχει ευρύτερες γι΄ αυτόν οικονομικές επιπτώσεις, η υπόθεση δικάζεται υποχρεωτικά. Στην περίπτωση αυτή οι σχετικοί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πρέπει να είναι ειδικοί και συγκεκριμένοι και να αιτιολογούν, πλήρως τις επιπτώσεις αυτές. Εάν, όμως, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η εκκρεμής υπόθεση αναφέρεται στην ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης νόμου, η οποία, από τη φύση της, έχει επίπτωση σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων, δεν απαιτείται να αποδείξει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τον αριθμό εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες να τίθεται ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. (Παραπέμπεται η υπόθεση στην Ολομέλεια του ΣτΕ).

....................................................................................

2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος με επταμελή σύνθεση μετά την από 2.2.1999 πράξη του Προέδρου του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας.

3. Επειδή στο άρθρο 53 παρ. 3 του Π.Δ.18/1989 (ΦΕΚ Α 8), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112) ορίζεται ότι : "Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 500.000 δραχμές. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ΄ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το παραπάνω ποσό, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από το διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι΄ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό της εισφοράς, φόρου κ.λ.π. χωρίς προσαυξήσεις και προσθέτους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από την διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενό τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως". Περαιτέρω, στο άρθρο 52 παρ. 1 και 2 του ως άνω Ν.2721/1999 ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Οι διατάξεις των άρθρων 29 έως και 31 και 33 έως και 37 του Δ Κεφαλαίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις και ισχύουν - από 16.9.1999. 2. Στις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις αναιρέσεως, με αντικείμενο της διαφοράς κατώτερο από 500.000 δραχμές, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 , 7 και 8 του άρθρου 12 του Ν.2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α). Ο αναιρεσείων μπορεί, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τις 16.9.1999, να προβάλει με υπόμνημα ότι η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς έχει ευρύτερες για αυτόν οικονομικές επιπτώσεις, που δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης. Στην περίπτωση αυτήν, η υπόθεση εισάγεται υποχρεωτικά για συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος και αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση να καταργηθεί η δίκη". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.2298/1995, στις οποίες παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος 2 του άρθρ. 52 του Ν.2721/1999, "1. ... 6. Εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναίρεσης, οι οποίες έχουν ασκηθή από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου και αφορούν διαφορές από φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, ασφαλιστικές εισφορές, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, καταργούνται αυτοδικαίως, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς είναι κατώτερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές. Ως αντικείμενο της διαφοράς νοείται το αμφισβητούμενο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ποσόν χωρίς προσθέτους φόρους και προσαυξήσεις. 7. Για να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου, η διάδικος διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου, με μερίμνα της γραμματείας του δικαστηρίου υποβάλλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωμα για το ποσόν της διαφοράς, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου. 8. Για την κατάργηση της δίκης, σύμφωνα με την παράγραφο 6, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του προέδρου του οικείου σχηματισμού του δικαστηρίου. 9. ......".

4. Επειδή, με τη μεταβατική ρύθμιση της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 52 του Ν.2721/1999, σε αντιστοιχία με τους ορισμούς της πάγιας ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του ίδιου νόμου, προβλέπεται ότι η δίκη δεν καταργείται εάν ο αναιρεσείων, μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την 16.9.1999, προβάλλει με υπόμνημα ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο των 500.000 δραχμών, η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς έχει ευρύτερες γι΄ αυτόν οικονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης. Στην περίπτωση αυτή, η υπόθεση εισάγεται υποχρεωτικά για συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος και αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση να καταργηθεί η δίκη. Κατά την έννοια δε της ανωτέρω διάταξης, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος ότι η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς έχει ευρύτερες γι΄ αυτόν οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις πρέπει να είναι ειδικοί και συγκεκριμένοι και να τεκμηριώνουν κατά τρόπο πλήρη τις επιπτώσεις αυτές. Όταν όμως ο αναιρεσείων επικαλείται με το ως άνω υπόμνημα του ότι η εκκρεμής υπόθεση αναφέρεται στην ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης νόμου, η οποία από τη φύση της έχει επίπτωση σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων, δεν απαιτείται να επικαλεσθεί και να αποδείξει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τον αριθμό εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών αρχών ή των διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις οποίες να τίθεται ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Το Δικαστήριο δε κρίνοντας, κατά κοινή πείρα, ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι βάσιμος προχωρεί στην εκδίκαση της πρώτης από τις υποθέσεις αυτές ΄ σε διαφορετική περίπτωση χωρεί σε κατάργηση της δίκης.

5.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το αντικείμενο της διαφοράς, όπως προκύπτει από το υπ΄ αριθμ. 16447 16948/3.11.1999 έγγραφο σημείωμα της ΔΟΥ Αγρινίου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανέρχεται στο ποσό των 183.003 δραχμών, η δε υπόθεση ήταν εκκρεμής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 16.9.1999, εφ΄ όσον δεν είχε χωρήσει συζήτηση επ΄ αυτής. Περαιτέρω, στις 15.11.1999, δηλαδή πριν από την πάροδο 60 ημερών από τις 16.9.1999, υποβλήθηκε από το αναιρεσείον Δημόσιο το κατά το άρθρο 52 παρ. 2 του Ν.2721/1999 υπόμνημα με το οποίο προβλήθηκε ότι η επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς αφορά "μια ευρύτερη ομάδα φορολογουμένων, των εμπορικών επιχειρήσεων που το εισόδημα τους προσδιορίζεται με τεκμαρτό τρόπο (Ν.2238/1994) τον οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα" και ότι. η κατάργηση της ανωτέρω δίκης θα μπορούσε "ενδεχομένως να δημιουργήσει δεδικασμένο και να επηρεάσει εμμέσως τη νομιμότητα και βασιμότητα άλλων καταλογιστικών πράξεων που θα εκδοθούν κατά την εφαρμογή του προαναφερόμενου νόμου (2238/94)". Με τα δεδομένα αυτά, η υπόθεση παραδεκτός εισάγεται προς .συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του πιο πάνω ζητήματος που- αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 52 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 και ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση, το , Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του Π.Δ.18/1989 , να ορισθεί δε εισηγητής η Σύμβουλος Ευδοκία Γαλανού.