Απόφ.ΣΤΕ 3108/2000 (01/01/2000)

Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων (Ν. 1078/1980, άρθρο 1, παρ. 1)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 3108/2000
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Θεοδ. Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Δημ. Παπαϊωάννου

Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων
(Ν. 1078/1980, άρθρο 1, παρ. 1)

Απαλλαγή για αγορά πρώτης κατοικίας. Μεταβίβαση ακινήτου μεταξύ μελών της ιδίας οικογενείας (συζύγων) πριν τη λύση του γάμου τους. Δεν χορηγείται απαλλαγή: Η απαλλαγή παρέχεται για την ενίσχυση της υπό στενή έννοια οικογένειας (συζύγων και τυχόν υπαρχόντων προστατευόμενων τέκνων) προς απόκτηση πρώτης κατοικίας, δεν παρέχεται δε στην περίπτωση κατά την οποία η οικογένεια υπό την ανωτέρω έννοια, στο πρόσωπο κάποιου από τα μέλη της (ή περισσότερων από αυτά από κοινού) έχει ήδη τέτοια κατοικία. Από αυτό παρέπεται ότι δεν χορηγείται απαλλαγή σε περίπτωση μεταβίβασης οικίας ή διαμερίσματος ή ποσοστού εξ αδιαιρέτου αυτών, μεταξύ μελών της ίδιας κατά τα άνω οικογένειας, διότι στην περίπτωση αυτή η οικογένεια δεν αποκτά πρώτη κατά την έννοια του νόμου κατοικία, αφού και πριν από την εν λόγω μεταβίβαση είχε την ίδια κατοικία και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει ο, κατά τον σκοπό του νόμου λόγος ενίσχυσής της με τη χορήγηση απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης.

Δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου.

[...] 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ΄ αριθ. 4416/1992 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία αφορά φορολογία μεταβιβάσεως ακινήτων.

2. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980 (Α΄ 238) ορίζεται ότι: "Συμβάσεις αγοράς εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα ακινήτου παρά φυσικού προσώπου, εγγάμου, απαλλάσσονται του φόρου μεταβιβάσεως, εφόσον ο αγοραστής ή η σύζυγος ή οιονδήποτε εκ των τέκνων αυτού των μη συμπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας των ή το 25ον, προκειμένου περί τέκνων σπουδαζόντων εις ανεγνωρισμένας σχολάς της ημεδαπής ή αλλοδαπής, δεν κέκτηνται δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οικήσεως επί ετέρας οικίας ή διαμερίσματος ...", στη δε παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 1828/1989 (Α΄ 2) και ισχύει από 22.8.1988 κατά τη διάταξη της παρ. 18 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι: "Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) δρχ. ...".

3. Επειδή, από την παρατεθείσα απαλλακτική διάταξη συνάγεται ότι η απαλλαγή παρέχεται για την ενίσχυση της υπό στενή έννοια οικογένειας (συζύγων και τυχόν υπαρχόντων προστατευόμενων τέκνων) προς απόκτηση πρώτης κατοικίας, δεν παρέχεται δε στην περίπτωση κατά την οποία η οικογένεια υπό την ανωτέρω έννοια, στο πρόσωπο κάποιου από τα μέλη της (ή περισσότερων από αυτά από κοινού) έχει ήδη τέτοια κατοικία. Από αυτό παρέπεται ότι δεν χορηγείται απαλλαγή σε περίπτωση μεταβιβάσεως οικίας ή διαμερίσματος, ή ποσοστού εξ αδιαιρέτου αυτών, μεταξύ μελών της ίδιας κατά τα άνω οικογένειας, διότι στην περίπτωση αυτή η οικογένεια δεν αποκτά πρώτη κατά την έννοια του νόμου κατοικία, αφού και πριν από την εν λόγω μεταβίβαση είχε την ίδια κατοικία και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει ο κατά τον σκοπό του νόμου λόγος ενισχύσεώς της με τη χορήγηση απαλλαγής από το φόρο μεταβιβάσεως.

4. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη και ο σύζυγός της Σω.... Σφέ..... ήσαν κατά την τέλεση του γάμου των (16.11.1985) συγκύριοι, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, διαμερίσματος επιφανείας 123 τ.μ. που βρίσκεται στον 6ο όροφο πολυκατοικίας στη Νέα Ερυθραία νομού Αττικής, το οποίο απέκτησαν από κοινού με το υπ΄ αριθ. 50302/7.12.1984 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γρ..... Καβ..... Στις 4.10.1988 και πριν από τη λύση του μεταξύ των γάμου, η οποία απαγγέλθηκε με την υπ΄ αριθ. 2624/24.10.1988 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη στις 27.10.1988, μεταβιβάσθηκε λόγω αγοραπωλησίας, στην αναιρεσίβλητη, με το υπ΄ αριθ. 13079/1988 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικ... Κοτ...., το μερίδιο του συζύγου της. Για τη μεταβίβαση αυτή η αναιρεσίβλητη υπέβαλε την υπ΄ αριθ. 1726/1988 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, χωρίς να τύχει της κατά τις παρατεθείσες διατάξεις απαλλαγής, με προσφυγή της δε ενώπιον του τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ανεκάλεσε μερικώς την ανωτέρω δήλωσή της και ζήτησε να αναγνωρισθεί από το δικαστήριο ότι η ένδικη μεταβίβαση απαλλάσσεται του φόρου για ποσό αξίας 4.500.000 δρχ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ΄ αριθ. 10613/1991 απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή και διέταξε νέα εκκαθάριση του φόρου και επιστροφή στην αναιρεσίβλητη του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, έφεση δε του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης ως άνω αποφάσεως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την ίδια όπως και πρωτοδίκως αιτιολογία, κατά την οποία οι περί οικογενειακού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν θεσπίζουν συγγένεια μεταξύ των συζύγων, ώστε να έχει εφαρμογή η αποκλείουσα την ένδικη απαλλαγή εξαιρετική διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 1731/1987 (Α΄ 161), η οποία ορίζει ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή σε συμβάσεις μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή αγχιστείας πρώτου βαθμού", ενώ εξάλλου συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απαλλαγής. Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι νόμιμη διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η (συνεστώτος του γάμου) μεταβίβαση ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος από τον ένα σύζυγο στον άλλο, ο οποίος ήταν ήδη συγκύριος του διαμερίσματος κατά το ίδιο ποσοστό, δεν απαλλάσσεται από το φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων, διότι η αποτελούμενη από αυτούς οικογένεια δεν αποκτά πρώτη κατά την έννοια του νόμου κατοικία, αφού και πριν από τη μεταβίβαση αυτή η εν λόγω οικογένεια είχε ήδη την ίδια κατοικία (ολόκληρο δηλαδή το διαμέρισμα). Για το λόγο δε αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, για νέα κρίση.