Απόφ.ΣΤΕ 363/2000 (01/01/2000)

Μεταβίβασης Ακινήτων (Ν. 1587/1950, άρθρο 8, παρ. 3)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β΄)
Αριθ. Απόφασης 363/2000
Πρόεδρος: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος
Εισηγητής: Ι. Γράβαρης, Πάρεδρος
Δικηγόρος: Π. Κιούσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Μεταβίβασης Ακινήτων
(Ν. 1587/1950, άρθρο 8, παρ. 3)

Προεκτίμηση αξίας ακινήτου. Οριστικοποίηση αξίας: Ο καθορισμός της αγοραίας αξίας ακινήτου κατά την προεκτίμηση, δεν καθίσταται οριστικός, όχι μόνο επί ανακριβείας, αλλά και επί παράλειψης υποβολής με την δήλωση των απαιτουμένων, κατά νόμο, στοιχείων για την ακριβή περιγραφή του ακινήτου.

.........................................................................................................................

4. Επειδή, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του δια του Ν. 1587/1950 (Α΄ 294) κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 "περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων" (Α΄ 245), η οποία προσετέθη με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 329/1974 (Α΄ 56), "Κατά την υποβολή της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων και εντός προθεσμίας δύο εργασίμων ημερών, ο Οικονομικός Έφορος είτε αποδέχεται το δηλούμενο τίμημα ως συμπίπτον προς την αγοραίαν αξίαν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, ότε η μεταβίβασις περαιούται οριστικώς ως ειλικρινής, είτε προσδιορίζει προσωρινώς την αγοραίαν αξίαν αυτού και αναγράφει ταύτην εις το παραδιδόμενον εις τους συμβαλλομένους αντίτυπον της δηλώσεως. Εξαιρετικώς, οσάκις συντρέχουν σοβαροί λόγοι, ο προσδιορισμός της προσωρινής αξίας δύναται να πραγματοποιηθεί, τη εγκρίσει του εποπτεύοντος Επιθεωρητού, το βραδύτερον εντός δέκα πέντε (15) ημερών από της υποβολής της δηλώσεως" κατά δε την παράγραφο 3 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 παρ. 1 του Ν. 1041/1980 (Α΄ 75), "Ο βαρυνόμενος κατά τας διατάξεις του παρόντος δια του φόρου επί της τυχόν υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμήματος του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δύναται, εντός διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ημερομηνίας παραλαβής της δηλώσεως, να επιδώσει συμπληρωματικήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, σύμφωνον προς την υπό του Οικονομικού Εφόρου προσδιορισθείσαν αξίαν και να καταβάλει ταυτοχρόνως το ήμισυ του αναλογούντος επ΄ αυτής φόρου, άνευ προσθέτου τοιούτου ή προστίμου. Το υπόλοιπον ήμισυ του φόρου τούτου βεβαιούται αμέσως και εισπράττεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός. Εις την περίπτωσιν ταύτην και υπό τον όρον ότι άπαντα τα εν τη δηλώσει προβλεπόμενα στοιχεία τυγχάνουν ειλικρινή, η μεταβίβασις περατούται οριστικώς ως ειλικρινής.". Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του αυτού ως άνω δια του Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 329/1974, "Επί ανακρίβειας των εν τη δηλώσει προβλεπομένων στοιχείων, βάσει των οποίων η μεταβίβασις επεραιώθη οριστικώς ως ειλικρινής είτε διότι εκρίθη ότι η βάσει δηλώσεως αξία συμπίπτει προς την αγοραίαν τοιαύτην κατά τας διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8, είτε διότι υπεβλήθη συμπληρωματική δήλωσις κατά τας διατάξεις της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου, επιβάλλεται πέραν του οφειλομένου φόρου και πρόσθετος τοιούτος, οριζόμενος εις ποσοστόν 200% επί της διαφοράς μεταξύ καταβληθέντος και καταλογιζομένου ποσού φόρου.". Εξάλλου, στο άρθρο 7 του ιδίου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 329/1974, ορίζονται τα εξής: "1. Δι΄ εκάστην μεταβίβασιν οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται προ της συντάξεως του συμβολαίου των, να επιδώσωσι κοινήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως προς τον Οικονομικόν Έφορον της περιφερείας, εν η κείται το ακίνητον... 2. .... 3. Η δήλωσις είναι απαράδεκτος εάν δεν περιέχει: α)... στ) το είδος του μεταβιβαζομένου περιουσιακού στοιχείου και σύντομον περιγραφήν αυτού ... 4. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται εκάστοτε λεπτομερώς τα αναγκαιούντα στοιχεία δια την ακριβή περιγραφήν του ακινήτου..". Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως εξεδόθη η υπ΄ αριθ. Κ. 3840/22/14.3.1974 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών "περί καθορισμού των αναγκαιούντων στοιχείων της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων δια την ακριβή περιγραφήν του μεταβιβαζομένου ακινήτου" (Β΄ 332), με την οποίαν ορίσθηκε ότι "η κατά το άρθρον 7 παρ. 1 του Α.Ν. 1521/50, ως νυν ισχύει, δήλωσις, πέραν των εν παραγράφω 3 του άρθρου τούτου ρητώς απαριθμουμένων στοιχείων, δέον να περιέχει, δια την ακριβή περιγραφήν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, και τα ακόλουθα: 1) ... 15) Επί αγροτεμαχίων ή αγροκτημάτων, την απόστασιν τούτων εξ΄ εθνικών οδών, θαλάσσης (προκειμένου περί παραθαλασσίων περιοχών), βιομηχανικών ζωνών και οικισμών ... 17) Πρόχειρον σχεδιάγραμμα περιλαμβάνον τας διαστάσεις, τα όρια ως και παν έτερον στοιχείον αναγκαιούν δια τον ακριβή προσδιορισμόν αυτού ...".

5. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση, αλλά και το σκοπό των ως άνω διατάξεων του δια του Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950, η κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 8 του νόμου αυτού οριστική περαίωση της μεταβιβάσεως ως ειλικρινούς, εξαρτωμένη από την ακρίβεια "απάντων των εν τη δηλώσει προβλεπομένων στοιχείων", δεν επέρχεται όχι μόνον επί ανακριβείας, αλλά και επί παραλείψεως υποβολής με τη δήλωση των στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 του εν λόγω νόμου, καθώς και στην εκδοθείσα κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου ως άνω κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Στις περιπτώσεις αυτές, (παραλείψεως δηλ. ή ανακριβούς δηλώσεως των ανωτέρω στοιχείων) η αγοραία αξία του μεταβιβαζομένου ακινήτου καθορίζεται από τη φορολογική αρχή κατόπιν ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ως άνω νόμου (σε συνδυασμό και προς το άρθρο 8 παρ. 4 αυτού), επιβαλλομένου και του κατά την αυτή διάταξη προσθέτου φόρου (Βλ. και Σ.τ.Ε. 1399/1983).

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναρεσιβαλλομένη απόφαση, οι αναρεσίβλητοι, με το υπ΄ αριθ. 12182/30.10.1987 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ρόδου Μιχ.... Λέγκ....., αγόρασαν έναν αγρό στη θέση "Παχύαμμος" της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Καλυθιών Ρόδου, υποβάλλοντας σχετικώς δήλωση φόρου μεταβιβάσεως. Η φορολογική αρχή προσδιόρισε προσωρινώς την αξία του εν λόγω ακινήτου σε ποσόν μεγαλύτερο του δηλωθέντος (13.000.000 έναντι 5.000.000 δρχ., αντιστοίχως), το ποσόν δε αυτό απεδέχθησαν οι αναρεσίβλητοι με εμπροθέσμως υποβληθείσα συμπληρωματική δήλωσή τους, καταβάλλοντας και τον αναλογούντα επί της διαφοράς της αξίας φόρο. Μετά ταύτα, η φορολογική αρχή, με την αιτιολογία ότι στην αρχική δήλωση δεν αναφερόταν, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα υπουργική απόφαση, η απόσταση του ακινήτου από την εθνική οδό και από τη θάλασσα ούτε είχε συνυποβληθεί πρόχειρο σχεδιάγραμμα με τις διαστάσεις και τα όριά του, εξέδωσε τα ένδικα φύλλα ελέγχου, με τα οποία προσδιόρισε την αγοραία αξία του ακινήτου σε 37.377.000 δρχ. και επέβαλε στους αναιρεσιβλήτους τη σχετική διαφορά κυρίου φόρου, καθώς και πρόσθετο φόρο, ενώ εκ παραλλήλου, με τις ένδικες επίσης πράξεις επιβολής προστίμου επέβαλε εις βάρος τους πρόστιμο κατά το Ν. 820/1978, λόγω ανακρίβειας της δηλώσεώς τους. Το διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έκρινε, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι οι ένδικες ως άνω πράξεις ήσαν ακυρωτέες, με την αιτιολογία ότι εφόσον η δήλωση των αναιρεσιβλήτων ήταν, κατά τ΄ ανωτέρω, ελλιπής και όχι ανακριβής ως προς τα περιληφθέντα σ΄ αυτήν στοιχεία, η προεκτίμηση της αξίας του ενδίκου ακινήτου, που ολοκληρώθηκε με την υποβολή της συμπληρωματικής ως άνω δηλώσεως, είχε καταστήσει οριστική τη σχετική φορολογική εγγραφή και ότι, επομένως, παρανόμως είχε διενεργηθεί περαιτέρω έλεγχος περί της αξίας του ακινήτου. Η κρίση όμως αυτή δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, όχι μόνο επί ανακρίβειας, αλλά και επί παραλείψεως, όπως εν προκειμένω, υποβολής με τη φορολογική δήλωση των απαιτουμένων κατά νόμον στοιχείων για την ακριβή περιγραφή του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δεν καθίσταται οριστικός ο κατά τη διαδικασία της προεκτιμήσεως καθορισμός της αγοραίας αξίας του, αλλά καταλείπεται έδαφος διενεργείας σχετικού ελέγχου. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίσιν αίτηση, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.