Απόφ.ΣΤΕ 397/2002 (01/01/2002)

Εμπορικός νόμος και νόμος ανωνύμων εταιριών.

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 397/2002
Προεδρεύων: Θ. Χατζηπαύλου, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγητής: Σπ.Μαρκάτης, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόρος: Στ. Δέτσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Εμπορικός νόμος και νόμος ανωνύμων εταιριών.

Κοινοποίηση εγγράφων σε πτωχή εταιρία: Από την κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης ελλείψει ενεργητικής περιουσίας, εξακολουθεί μεν να υφίσταται η πτώχευση, πλην αυτή τελεί σε αδράνεια. Η παύση των εργασιών της πτώχευσης συνεπάγεται την παύση του λειτουργήματος του συνδίκου και της διαχείρισης από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία έκτοτε αναλαμβάνει ο πτωχεύσας, δικαιούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του, να συνεχίζει τις σχετικές δίκες και να παρίσταται στο δικαστήριο προσωπικώς και χωρίς την σύμπραξη συνδίκου.

Εξάλλου, η πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας συνεπάγεται μεν, κατά το άρθρο 47α παρ. 2 περ. γ΄ του Κ.Ν. 2190/1920, την λύση αυτής, όχι, όμως, και την εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητάς της και, επομένως, καθ΄ όλη την διάρκεια των εργασιών της πτώχευσης εξακολουθεί να υφίσταται διοικητικό συμβούλιο, ως όργανο της ανωνύμου εταιρείας, χωρίς εξουσία εκπροσώπησης, σε περίπτωση δε, παύσης των εργασιών της πτώχευσης, η εξουσία εκπροσώπησης περιέρχεται εκ νέου στο όργανο αυτό και ανατίθεται κατά τα ειδικώτερα οριζόμενα στο καταστατικό της εταιρείας.

Κατά συνέπεια, η κοινοποίηση εγγράφων στον τελευταίο, πριν την πτώχευση της εταιρίας, νόμιμο εκπρόσωπο αυτής δεν είναι νόμιμη εάν δεν αποδεικνύεται ότι, μετά την παύση των εργασιών της πτώχευσης, και κατά τον χρόνο της επίδοσης, το ίδιο πρόσωπο είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας.

Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου.

[...[ 2. Επειδή, στην παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Π.Δ/τος 181/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας" (φ. 8), όπως αντικαταστάθηκε κατά την τελευταία περίοδο αυτής με το άρθρο 1 παράγραφος 11 του Ν. 1968/1991 (φ. 151), ορίζεται ότι: "Όταν το ασκούμενο ένδικο μέσο έχει το χαρακτήρα αναίρεσης, η Γραμματεία του οικείου σχηματισμού φροντίζει να κοινοποιηθεί εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο πράξη του Προέδρου μαζί με ένα κυρωμένο αντίγραφο σε απλό χαρτί της αίτησης στο δικηγόρο ή τον εκπρόσωπο του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που υπογράφει, κατά το άρθρο 17 παράγραφος 3, το δικόγραφο, έστω και αν δεν είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο δικηγόρος, ο εκπρόσωπος του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφα της πράξης του Προέδρου και της αίτησης αναίρεσης στον αναιρεσίβλητο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η κοινοποίηση γίνεται στην κατοικία που αναγράφει το σχετικό δικόγραφο του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του Κ.Φ.Δ. (Ν. 4125/1960), ή σε περίπτωση μεταβολής της στην κατοικία που υπεχρεούτο ο αναιρεσίβλητος να δηλώσει στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου και την έχει δηλώσει. Αν ο αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή ή η κοινοποίηση δεν γίνει εμπροθέσμως και νομοτύπως, ο δε αναιρεσίβλητος δεν παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρόνο, κατά τη νέα δε δικάσιμο, αν ο αναιρεσείων και πάλι έχει παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή και ο αναιρεσίβλητος δεν παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη".

3. Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να ενεργήσει τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές κοινοποιήσεις προς τον αναιρεσίβλητο και ότι η παράλειψη της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται, εφόσον δεν παρίσταται ο αναιρεσίβλητος, κατ΄ αρχήν μεν την επί εύλογο χρόνο αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, τελικά δε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης, αν και κατά τη νέα δικάσιμο δεν έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις. Ως παράλειψη δε της υποχρεώσεως αυτής του αναιρεσείοντος νοείται όχι μόνον η μη διενέργεια των κοινοποιήσεων αλλά και η διενέργεια ακύρων κοινοποιήσεων, η οποία, συνεπώς εφόσον δεν παρίσταται ο αναιρεσίβλητος, συνεπάγεται επίσης την αναβολή και, τελικά, την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης.

4. Επειδή, εκ του συνδυασμού των άρθρων 533, 534, 637 και 638 του Εμπορικού Νόμου συνάγεται ότι από την κήρυξη της παύσεως των εργασιών της πτωχεύσεως ελλείψει ενεργητικής περιουσίας εξακολουθεί μεν να υφίσταται η πτώχευση, πλην αυτή τελεί σε αδράνεια και ότι η παύση των εργασιών της πτωχεύσεως συνεπάγεται την παύση του λειτουργήματος του συνδίκου και της διαχειρίσεως από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία έκτοτε αναλαμβάνει ο πτωχεύσας, δικαιούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του, να συνεχίζει τις σχετικές δίκες και να παρίσταται στο δικαστήριο προσωπικώς και χωρίς την σύμπραξη συνδίκου. Εξάλλου, η πτώχευση της ανωνύμου εταιρίας συνεπάγεται μεν, κατά το άρθρο 47α παρ. 3 περ. γ΄ του Κ.Ν. 2190/1920, την λύση αυτής, όχι, όμως, και την εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητός της και, επομένως, καθ΄ όλη την διάρκεια των εργασιών της πτωχεύσεως εξακολουθεί να υφίσταται διοικητικό συμβούλιο, ως όργανο της ανωνύμου εταιρείας, χωρίς εξουσία εκπροσωπήσεως, σε περίπτωση, δε, παύσεως των εργασιών της πτωχεύσεως η εξουσία εκπροσωπήσεως περιέρχεται εκ νέου στο όργανο αυτό και ανατίθεται κατά τα ειδικώτερα οριζόμενα στο καταστατικό της εταιρείας.

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 7.5.1999 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Συμβουλίου της Επικρατείας Εμμ. Παπαδάκη, αντίγραφα της υπό κρίση αιτήσεως και της από 15.4.1999 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού της υποθέσεως κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην εκπρόσωπο του Δημοσίου που υπογράφει την αίτηση, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989. Κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως στη δικάσιμο της 11.10.2000 η αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν παρέστη, το δε Δημόσιο δεν προσεκόμισε αποδεικτικά επιδόσεως σ΄ αυτήν αντιγράφων της υπό κρίση αιτήσεως και της ως άνω πράξεως του Προέδρου του Τμήματος. Κατόπιν τούτων, η συζήτηση της υποθέσεως ανεβλήθη αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, για την παρούσα δικάσιμο, προκειμένου το Δημόσιο να εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωσή του, όπως προκύπτει από το υπ΄ αριθμόν 107/2000 Πρακτικό Συνεδριάσεως του Δικαστηρίου. Κατά την παρούσα μετ΄ αναβολή συζήτηση της υποθέσεως η αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν παρέστη, το δε Δημόσιο προσεκόμισε τις από 2.5.2001 υπ΄ αριθμούς 2194 Γ και 2195 Γ εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού Πρωτοδικείου Αθηνών Κ.... Χα..... στις οποίες αναφέρεται ότι τα προς επίδοση έγγραφα κοινοποιήθηκαν στον Αν...... Μαυ....... υπό την ιδιότητά του "ως τελευταίου νομίμου εκπροσώπου" της αναιρεσιβλήτου ανωνύμου εταιρίας "η οποία είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, αλλά έχουν ήδη παύσει οι εργασίες της πτώχευσης" και ότι λόγω μη ανευρέσεως αυτού στην κατοικία του (στην οδό Λε..... αρ. 8 στην Κη..... Αττικής) η επίδοση των εγγράφων έγινε με την θυροκόλλησή τους παρουσία μάρτυρος. Οι κοινοποιήσεις, όμως, αυτές, γενόμενες σε πρόσωπο λόγω και μόνο της ιδιότητός του ως "τελευταίου" νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσιβλήτου εταιρείας, δηλαδή ως νομίμου εκπροσώπου της πριν αυτή κηρυχθεί σε πτώχευση, δεν είναι νόμιμες διότι εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι μετά την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως και κατά τον χρόνο της επιδόσεως το ίδιο πρόσωπο είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσιβλήτιου. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989.