Απόφ.ΣΤΕ 515/2000 (01/01/2000)

Νομοθεσία περί ΣΤΕ (Π.Δ. 18/1989. Άρθρο 37)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β΄)
Αριθ.απόφασης:515/2000

Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος
Εισηγητής: Ι. Γράβαρης, Πάρεδρος

Νομοθεσία περί ΣΤΕ (Π.Δ. 18/1989. `Αρθρο 37)

Ευεργέτημα πενίας - Επιλογή από τον Πρόεδρο του δικηγόρου που θα υπερασπισθεί τον πένητα - Αντιρρήσεις αυτού: Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 200 του Κ. Πολ. Δικ., ερμηνευομένης ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 20 (παρ. 1) του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου), οι οποίες διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος τόσον του διαδίκου όσο και της δικαιοσύνης εν γένει, στον αρμόδιο για τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας Πρόεδρο, ανήκει η ευχέρεια προς επιλογή του δικηγόρου που θα υπερασπισθεί τον πένητα. Και ναι μεν ο τελευταίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, δύναται ν΄ αντιταχθεί στον διορισμό του εκλεγέντος προσώπου και να ζητήσει την αντικατάστασή του, οφείλει όμως προς τούτο να ισχυρισθεί και ν΄ αποδείξει ότι συντρέχουν συγκεκριμένοι εν σχέσει προς τον διορισθέντα λόγοι, που καθιστούν αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερή την υπεράσπιση της υποθέσεώς του από αυτόν.

1. Επειδή, με την υπό κρίσιν αίτηση, για την οποία δεν έχουν καταβληθεί τέλη και παράβολο και η οποία υπογράφεται από μόνο τον αιτούντα, που δεν είναι δικηγόρος, ζητείται η αναίρεση της υπ΄ αριθ. 20/1992 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθ. 1/1991 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε χορηγηθεί στον αιτούντα το ευεργέτημα της πενίας για εκκρεμή ενώπιον του πρωτοδικείου αυτού φορολογική δίκη (έφεση του κατά της υπ΄ αριθ. 3459/1990 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφορώσης φορολογία εισοδήματος).

2. Επειδή, με την υπ΄ αριθ. 67/9.4.1996 πράξη του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εξεδόθη κατ΄ εφαρμογήν των περί ευεργετήματος πενίας διατάξεων των άρθρων 37 του Π.Δ. 18/1989 και 194-204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, απηλλάγη ο αιτών, λόγω πιθανολογούμενης ενδείας του, της υποχρεώσεως καταβολής τελών και παραβόλου για την παρούσα δίκη, διορίσθηκαν δε για να του παράσχουν κάθε απαιτούμενη συνδρομή στη δίκη αυτή ο δικηγόρος Αθηνών Πρόδρομος Καραδοσίδης (με αναπληρώτρια τη δικηγόρο Μαρία Καλατζή) και ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνος Χαρμπίλας.

3. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 του Π.Δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄8) και των άρθρων 194-204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναλόγως εφαρμοζομένων και κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασία, κατά το άρθρο 40 του ως άνω διατάγματος (Σ.τ.Ε., Ολομ. 1160/1989 κ.ά.), αρμόδιος για τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του οικείου Τμήματος, στο οποίο εκκρεμεί η κυρία υπόθεση, του Δικαστηρίου, πάντως, δεδομένου κατ΄ αίτησιν, να επανεξετάσει το σχετικό ζήτημα (Α.Ε.Δ., 30/1993, 25/1995, 2/1997). Εξάλλου, στο άρθρο 200 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι "1. Ύστερα από αίτηση του διαδίκου η απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας ή και μεταγενέστερη απόφαση διορίζει ένα δικηγόρο ... και ένα δικαστικό επιμελητή με την εντολή να υπερασπιστούν τον άπορο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι διάφορες πράξεις". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευομένης εν όψει και των περί του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 3 της κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι οποίες αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος τόσον του διαδίκου όσο και της δικαιοσύνης εν γένει, στον κατά τ΄ ανωτέρω αρμόδιο για τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας Πρόεδρο ανήκει η ευχέρεια προς επιλογήν του δικηγόρου που θα υπερασπίσει τον πένητα. Και ναι μεν ο τελευταίος, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, δύναται να αντιταχθεί στο διορισμό του επιλεγέντος προσώπου και να ζητήσει την αντικατάστασή του, οφείλει όμως προς τούτο να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι συντρέχουν συγκεκριμένοι, εν σχέσει προς τον διορισθέντα, λόγοι, που καθιστούν αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερή την υπεράσπιση της υποθέσεώς του από αυτόν. Κατόπιν τούτων, νομίμως, κατ΄ αρχήν, παρεσχέθη εν προκειμένω το ευεργέτημα της πενίας με την ως άνω πράξη του Προέδρου του Β΄ Τμήματος, η δε κατά της πράξεως αυτής, από 30.4.1996 "ένσταση" που κατέθεσε ο αιτών ενώπιον του Τμήματος και με την οποία, χωρίς να προβάλλει συγκεκριμένους, κατά τ΄ ανωτέρω, λόγους ως προς τα διορισθέντα πρόσωπα, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι παρεβιάσθη το δικαίωμά του προς επιλογήν δικηγόρου και ότι αρμόδιο προς χορήγηση του ευεργετήματος δεν ήταν ο Πρόεδρος του Τμήματος αλλά το Δικαστήριο, είναι αβάσιμη και απορριπτέα.

4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα του φακέλου, αντίδικος του αιτούντος στην κυρία δίκη, στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, είναι το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Ν. Σμύρνης, (ως αρμοδία φορολογική αρχή), το οποίο, άλλωστε, φέρεται ως καθ΄ ου η έφεση του αιτούντος στην ως άνω απόφαση. Ως εκ τούτου, η κρινομένη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί ως στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών.

5. Επειδή, στην παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 170/73 "περί του Συμβουλίου Επικρατείας" (ΦΕΚ Α΄229), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 1470/1984 (ΦΕΚ Α΄ 112) και, κατά την τελευταία περίοδο αυτής, με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 1968/91 (ΦΕΚ Α΄ 151), ορίζεται ότι "Όταν το ασκούμενο ένδικο μέσο έχει το χαρακτήρα αναίρεσης, η Γραμματεία του οικείου σχηματισμού φροντίζει να κοινοποιηθεί εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο πράξη του Προέδρου μαζί με ένα κυρωμένο αντίγραφο σε απλό χαρτί της αίτησης στο δικηγόρο ή τον εκπρόσωπο του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που υπογράφει, κατά το άρθρο 17 παρ. 3, το δικόγραφο έστω και αν δεν είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο δικηγόρος, ο εκπρόσωπος του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφα της πράξης του Προέδρου και της αίτησης αναίρεσης στον αναιρεσίβλητο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμη ... Αν ο αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή ή η κοινοποίηση δεν γίνει εμπροθέσμως και νομοτύπως, ο δε αναιρεσίβλητος δεν παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρόνο, κατά τη νέα δε δικάσιμο, αν ο αναιρεσείων και πάλι έχει παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή και ο αναιρεσίβλητος δεν παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη".

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την από 17.4.1996 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Δικαστηρίου τούτου Θ. Δημητροπούλου, στον αναιρεσείοντα, ως μόνο υπογράφοντα την υπό κρίσιν αίτηση, επεδόθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τις ως άνω διατάξεις, αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 12.10.1995 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού. Ήδη, κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως το αναιρεσίβλητο Δημόσιο δεν παρέστη, δεν έχουν δε προσκομισθή από τον επίσης μη παραστάντα αιτούντα αποδεικτικά επιδόσεως προς αυτό των ως άνω εγγράφων. Κατόπιν αυτού, η εκδίκαση της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει ν΄ αναβληθεί αυτεπαγγέλτως για νέα δικάσιμο, κατ΄ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων.