Απόφ.ΣΤΕ 879/2002 (01/01/2002)

Φόρος προστιθέμενης αξίας (Ν.1642/1986, Άρθρο 48, παρ. 3 και Ν.1947/1991, άρθρο 33)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 879/2002
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Ν. Σκλίας, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Θεοδ. Ψυχογιός,
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Αθαν. Καραλέκας

Φόρος προστιθέμενης αξίας (Ν.1642/1986, `Αρθρο 48, παρ. 3 και Ν.1947/1991, άρθρο 33)

Επιβολή πενταπλασίου προστίμου Φ.Π.Α. για εσφαλμένο υπολογισμό (PRO-RATA) των ποσοστών και εκπτώσεων του φόρου εισροών: Ο εσφαλμένος υπολογισμός με τη μέθοδο PRO-RAΤΑ των ποσοστών και εκπτώσεων του φόρου εισροών δεν αποτελεί "μη νόμιμη ενέργεια" συνεπαγομένη την επιβολή του εν λόγω προστίμου.

Δεκτή αίτηση αναίρεσης φορολογουμένου κατά της αριθ. 3071/1998 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

[....] 2. Επειδή, κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία παρέστη δια του δικηγόρου Αθ..... Καρ..... ο παραστάς όμως δικηγόρος, μέσα στην προθεσμία που του χορήγησε, ύστερα από αίτημά του, ο Πρόεδρος για τη νομιμοποίησή του, προσκόμισε μεν το υπ΄ αριθμ. 20.590/21.1.2000 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Περιστερίου Αι...... Μα......-Σπ......, αλλά με το συμβολαιογραφικό αυτό έγγραφο, παρότι επιγράφεται "Ειδικό πληρεξούσιο" παρέχεται πράγματι γενική και όχι ειδική πληρεξουσιότητα στον παραπάνω παραστάντα δικηγόρο, όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρ. 2 παρ. 3 Ν. 1470/1984). Συνεπώς, εφόσον ο παραστάς δικηγόρος, δεν προσκόμισε συμβολαιογραφικό έγγραφο περί παροχής προς αυτόν ειδικής πληρεξουσιότητας από την αναιρεσίβλητη εταιρία, η αναιρεσίβλητη εταιρία πρέπει να θεωρηθεί ως μη παραστάσα κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση.

3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 48 του Ν. 1642/1986 "Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις" (Α΄ 125), όπως προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 1947/1991 (Α΄ 70), όριζε τα εξής: "Στο άρθρο 48 του Ν. 1642/1986 προστίθεται παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής: 3. Όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 και των εκάστοτε υπουργικών αποφάσεων, που ορίζουν τη διαδικασία της επιστροφής αυτής, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, ή από οποιαδήποτε μη νόμιμη ενέργεια του υποκειμένου στο φόρο, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ισόποσο με το πενταπλάσιο του φόρου που εξέπεσε ή του επιστράφηκε χωρίς να το δικαιούται. Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται σε κάθε άλλη περίπτωση έκπτωσης ή είσπραξης φόρου που δεν δικαιούται η επιχείρηση, εφόσον για τη συγκεκριμένη πράξη είναι υπότροπος. Για τα πρόστιμα της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 42". Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 33 του Ν. 1947/1991 "Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τις πράξεις των υποκειμένων στο φόρο που πραγματοποιούνται από 1.1.1991".

4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το πρόστιμο που ανέρχεται στο πενταπλάσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, επιβάλλεται στη μεν περίπτωση που πρόκειται για μη νόμιμη έκπτωση φόρου εισροών ή μη νόμιμη επιστροφή φόρου, εφόσον για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, στη δε περίπτωση που πρόκειται για μη νόμιμη ενέργεια του υποκειμένου στο φόρο συνεπεία της οποίας δεν αποδόθηκε στο Δημόσιο ο οφειλόμενος φόρος, εφόσον η μη απόδοση του φόρου επετεύχθη με τη χρήση παρεμφερών προς τα ανωτέρω μέσων. Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται και σε κάθε άλλη περίπτωση που έλαβαν χώρα μη νόμιμη έκπτωση, είσπραξη ή μη απόδοση φόρου, ανεξάρτητα από τους λόγους στους οποίους οφείλονταν, εφόσον έγιναν καθ΄ υποτροπή. Επομένως, η μη απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας που οφείλεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των ποσοστών και εκπτώσεων του φόρου εισροών και δεν έγινε καθ΄ υποτροπή, δεν αποτελεί "μη νόμιμη ενέργεια" κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, συνεπαγόμενη την επιβολή του εν λόγω προστίμου. ( ΣτΕ 4429- 30/2001).

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το ένδικο πρόστιμο επιβλήθηκε από τη φορολογική αρχή με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία παραγωγής και εμπορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, εφόσον κατά την κρινόμενη χρήση 1991 πραγματοποίησε φορολογητέα έσοδα (5.339.840.626 δρχ.) και έσοδα απαλλασόμενα από το φόρο χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών (214.562.743 δρχ.), έπρεπε το φόρο εισροών που αναλογεί στις κοινές για τις δύο κατηγορίες εσόδων δαπάνες της (25.670.941 δρχ.) να μην τον εκπέσει εξ ολοκλήρου από το φόρο εκροών, όπως έπραξε, αλλά περιορισμένο κατά ποσοστό 4% που αντιστοιχεί στα απαλλασσόμενα έσοδα και εξευρίσκεται κατ΄ εφαρμογή της PRO-RATA μεθόδου του άρθρου 24 του Ν. 1642/1986, την οποία δεν εφήρμοσε η αναιρεσίβλητη, με αποτέλεσμα να εκπέσει φόρο 1.026.838 δρχ. (δηλ. 25.670.941 Χ 4%) χωρίς να το δικαιούται. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του και με τις ίδιες κατά βάση σκέψεις, που εκτίθενται παραπάνω, απορριπτέα ως αβάσιμη των έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε ακυρώσει το ένδικο πρόστιμο.

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι: α) το ειδικό πρόστιμο του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν. 1642/1986 δεν επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση που ο υπόχρεος διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα στοιχεία, "αλλά επιβάλλεται εν γένει και σε κάθε περίπτωση που με ενέργεια, θετικώς ή αρνητικώς εκδηλουμένη, που δεν είναι σύμφωνη με το νόμο, εξέπεσε φόρο περισσότερον εκείνου που δικαιούτο να εκπέσει ή προέκυψε είσπραξη επιστρεφομένου φόρου, που δεν δικαιούτο και ως εκ τούτων δεν απέδωσε τον πράγματι οφειλόμενο φόρο." και β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στην εσφαλμένη αυτή κρίση της "εκλαμβάνοντας αναιτιολογήτως ως δεδομένη την ύπαρξη αμφισβητήσεως σχετικά με την εφαρμογή ή μη στην προκειμένη περίπτωση της μεθόδου της αναλογίας (prorata)." Όμως οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, στηριζόμενοι σε διαφορετική εκδοχή ως προς την έννοια του νόμου, από εκείνη που παρατέθηκε στη σκέψη 4, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατόπιν δε αυτού απορριπτέα αποβαίνει και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.