Απόφ. Αρείου Πάγου 1015/2006 (01/01/2006)

Κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 1015/2006
Δικαστής: Χρήστος Μπαλντάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Σπ. Κολυβάς, Γεώρ. Χλαμπουτάκης,
Αν. Φιλ. Περίδης και Ηλ. Γιαννακάκης

Κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

• Τα άρθρα 3 παρ. 1, 4, 6, παρ. 2 και 11, παρ. 2 του Ν. 1876/1990 καθορίζουν τις κατηγορίες εργαζομένων που αφορούν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

• Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 παρ. 1β του ίδιου νόμου, ορίζει ότι οι κλαδικές ΣΣΕ ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους. Οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους. Οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται.

[...[ Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4, 6, παρ. 2 και 11, παρ. 2 Ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζομένους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που καλύπτουν εργαζομένους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής Σ.Σ.Ε. Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. δεσμεύουν κατ΄ αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αλλά, αν η κλαδική Σ.Σ.Ε. κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζόμενους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (Ολ. ΑΠ 2/2002). Περαιτέρω, από τη διάταξη των άρθρων 3,παρ. 1β του ίδιου νόμου προκύπτει ότι οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχειρήσεως, στις οποίες απασχολούνται. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά κρίση ανέλεγκτη, τα εξής: Η εναγομένη και τώρα αναιρεσείουσα διατηρεί στο βιοτεχνικό Πάρκο Θέρμης επιχείρηση με αντικείμενο την διανομή, μεταποίηση, εμπορία, εισαγωγή, εξαγωγή, διακίνηση διαφημιστικού και επιχειρηματικού δώρου και την εκτύπωση, διανομή και κυκλοφορία διαφημιστικών και άλλων εντύπων. Τον Ιανουάριο 1997, προσέλαβε την ενάγουσα και τώρα αναιρεσίβλητη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί στην επιχείρησή της ως γραφίστρια - μακετίστρια, για τις ανάγκες των εκτυπώσεων των αντικειμένων εμπορίας της. Με την ειδικότητα αυτή η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρησή της μέχρι τις 30/9/2002, οπότε αποχώρησε από την εργασία της. Ολόκληρο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της, η ενάγουσα, με εντολή και οδηγίες του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, έπαιρνε το σήμα ή το λογότυπο του πελάτη, που προμήθευαν στην εναγομένη οι διαφημιστικές εταιρείες σε δισκέτα ή μέσω e-mail και το προσάρμοζε στο πρόγραμμα που διέθετε η εναγομένη, το οποίο όμως έπρεπε να επεξεργαστεί η ίδια. Για το λόγο αυτό έκανε επεμβάσεις στο μέγεθος και στη χρωματική διόρθωση, ενώ στη συνέχεια έβγαζε μακέτα, είτε για μεταξοτυπία, ταμπόν, χημειοχάραξη ή offset. Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο εκτύπωσης και την ποσότητα για να τυπωθεί το λογότυπο σε πλαστικό ή ύφασμα, έκανε και το απαραίτητο μοντάζ. Σε περίπτωση μακέτας για μεταξοτυπία ή ταμπόν φωτογράφιζε με μεγάλη κάμερα τα αντίστοιχα φιλμ, ώστε να γίνει εκτύπωση. Μέσω scanner περνούσε στον υπολογιστή διάφορες φωτογραφίες, τις επεξεργαζόταν και τις έκανε σελιδοποίηση για διάφορες παρουσιάσεις στους πελάτες ή τις έστελνε μέσω e-mail στους πελάτες για έγκριση. Όπως προελέχθη, η επιχείρηση της εναγομένης, εκτός από τη διακίνηση διαφημιστικού και επιχειρηματικού δώρου, είχε και παραγωγική μονάδα που αναλάμβανε εκτυπωτικές εργασίες. Στη μονάδα αυτή υπήρχαν δύο εκτυπωτικές ταμπονομηχανές, δύο εκτυπωτικές μηχανές μεταξοτυπίας και μία εκτυπωτική μηχανή για χημειοχάραξη. Από τα ανωτέρω, γίνεται φανερό ότι η ενάγουσα συμμετείχε καθοριστικά στη διαδικασία δημιουργίας και εκτύπωσης της γραφικής παράστασης, που συνιστούσε το αντικείμενο της διαφήμισης, παρά το γεγονός, ότι ελάμβανε κατά κανόνα έτοιμο το σχετικό λογότυπο ή σήμα, εφόσον η ίδια προέβαινε στην προσαρμογή αυτού κατά χρωματισμό και μέγεθος στην επιφάνεια του διαφημιστικού αντικειμένου, στο οποίο θα εκτυπωνόταν, ανάλογα δε με τη μέθοδο εκτύπωσης δημιουργούσε και διαφορετική μακέτα. Συνεπώς, η εργασία της περιλαμβάνεται στην κατηγορία των γραφικών τεχνών και για τη διεκπεραίωσή της απαιτούνται ιδιαίτερες ικανότητες και γνώσεις, γεγονός που της προσδίδει και την ιδιότητα του τεχνίτη - γραφίστα και μακετίστα. `Αλλωστε, και η ίδια η εναγομένη την προσέλαβε ως γραφίστρια στην απόδειξη πληρωμής των αποδοχών της, καθώς και στην κατάσταση πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών της στο ΙΚΑ αναφέρεται ως γραφίστρια, ενώ, παράλληλα, το Μάιο του έτους 2002 απέστειλε αυτήν για κάποιο χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή, προκειμένου να παρακολουθήσει εκπαιδευτικό σεμινάριο στον τομέα της εκτύπωσης σε ύφασμα. Σύμφωνα με τα πιο πάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η ειδικότητα με την οποία προσλήφθηκε και εργαζόταν η ενάγουσα στην επιχείρηση της εναγομένης, που προέβαινε μεταξύ άλλων εργασιών και σε εκτυπώσεις, ήταν αυτή της γραφίστριας και όχι της απλής υπαλλήλου γραφείου. Έτσι, η νόμιμη αμοιβή της προσδιορίζεται, από τις κηρυχθείσες υποχρεωτικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων Λιθογράφων στα λιθογραφεία και στα εργαστήρια γραφικών τεχνών, στην εκτυπωτική βιομηχανία και σε όλες τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας, προεκτύπωσης, εκτύπωσης και μετεκτύπωσης με επεξεργασία χαρτιού, πλαστικού και μετάλλου σε φύλλο ή ρολό, με ίδια ή ξένα μέσα παραγωγής, ανεξαρτήτως τεχνολογίας. Επειδή όμως η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται στην αγωγή της ότι αυτή ή η εναγομένη ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμμετείχαν στην σύναψη των πιο πάνω κλαδικών ΣΣΕ, η ισχύς αυτών, εφόσον κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, εκτείνεται και στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, όπως η εναγομένη που διέθετε τυπογραφικά μηχανήματα, από το χρόνο της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού και όχι αναδρομικά". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα - εναγομένη διατηρούσε παραγωγική μονάδα που αναλάμβανε εκτυπωτικές εργασίες, ότι προσέλαβε και απασχολούσε την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα ως γραφίστρια και ότι ο νόμιμος μισθός της προσδιορίζεται με βάση τις κηρυχθείσες υποχρεωτικές ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων Λιθογράφων στα Λιθογραφεία και Εργαστήρια Γραφικών Τεχνών, που εφαρμόζονται και στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, αφού αυτή λόγω της προαναφερόμενης επιχειρηματικής της δραστηριότητας θα μπορούσε να είναι μέλος των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες ουσιαστικές παραδοχές της εφετειακής απόφασης, η αναιρεσείουσα εταιρεία κατά το ένδικο χρονικό διάστημα διατηρούσε αυτοτελή παραγωγική μονάδα εκτυπωτικών εργασιών, στην οποία απασχολείτο η αναιρεσίβλητη, η νόμιμη αμοιβή της οποίας προσδιορίζεται από τις εν λόγω ΣΣΕ. Εξάλλου το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής (ή μη) εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται οι προβλεπόμενες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Επειδή με τον τρίτο και πέμπτο (κατά το α΄ μέρος του) λόγους αναιρέσεως από τον αριθμ. 11 του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις που κατέθεσε στο Εφετείο, κατά τη συζήτηση της υποθέσως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 1.402,42 ευρώ για την εξόφληση του υπολοίπου των αποδοχών της του Σεπτεμβρίου 2002, του δώρου Χριστουγέννων και της αποζημίωσης αδείας 2002, και συγκεκριμένα α) σχετική βεβαίωση καταβολής του εν λόγω ποσού των 1.402,49 ευρώ, η οποία φέρει την υπογραφή της αναιρεσίβλητης και β) ομολογία της ίδιας, περιεχόμενη στις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι εισέπραξε στις 23/12/2002 το άνω ποσόν. Από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι έχει ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο το παραπάνω έγγραφο, για το οποίο δεν γίνεται καμμία αναφορά στην απόφαση, καθώς και η ομολογία της αναιρεσίβλητης. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως ως βάσιμοι, παρελκούσης της ερεύνης του πλήττοντος το ίδιον κεφάλαιον τετάρτου λόγου. Τέλος και όσον αφορά την αναιρετική αιτίαση με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως (κατά το β΄ μέρος του), από την ίδια παραπάνω διάταξη, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το 2520/15-9-2003 έγγραφο της επιθεώρησης εργασίας, στο οποίο βεβαιώνεται ότι για τις επιχειρήσεις του κλάδου της αναιρεσείουσας δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις, που να ρυθμίζουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, αλλά εφαρμόζεται η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού το έγγραφο τούτο συνιστά νομική γνωμοδότηση τρίτου και όχι αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ..

Ύστερα από τα παραπάνω πρέπει ν΄ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, εν μέρει, και δη ως προς το προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως κεφάλαιό της σε σχέση με την ένσταση μερικής εξοφλήσεως της αναιρεσείουσας για το υπόλοιπο των αποδοχών του Σεπτεμβρίου 2002, του δώρου Χριστουγέννων 2002 και της αποζημίωσης αδείας 2002 της αναιρεσίβλητης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580, παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).