Απόφ. Αρείου Πάγου 1152/2004 (05/10/2004)

Ασφαλιστική υπάλληλος - Ετήσια άδεια με αποδοχές.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 1152/2004
Δικαστής: Ρωμύλος Κεδίκογλου, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Σπυρ. Κολυβάς, Ευάγγ. Σταυρουλάκης,
Δημ. Λοβέρδος και Γεώρ. Χλαμπουτάκης

Ασφαλιστική υπάλληλος - Ετήσια άδεια με αποδοχές.

Για να αποκτήσει ο εργαζόμενος το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές απαιτείται η ύπαρξη ενεργού σχέσης εξαρτημένης εργασίας και συμπλήρωση δωδεκάμηνης από την ανάληψη υπηρεσίας συνεχούς απασχόλησης, υπό οποιαδήποτε μορφή, δηλαδή πραγματικής με ανάλωση των εργατικών δυνάμεων, ετοιμότητας, κ.λ.π., στον ίδιο εργοδότη. Οσάκις με ειδικούς νόμους ορίζεται ότι ο πριν από τη σύναψη της σχέσεως εργασίας χρόνος ή αυτός που μεσολαβεί μεταξύ δύο χρονικών περιόδων εργασιακής σχέσης λαμβάνεται υπόψη και συνυπολογίζεται για τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη του μισθωτού, καθώς και για τη συνταξιοδότησή του και τον προσδιορισμό του ύψους της συντάξεως, ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί ούτε χρόνο ενεργού εργασιακής σχέσης, ούτε χρόνο απασχόλησης, ώστε ο μισθωτός να δικαιούται ετήσια άδεια. Με την διάταξη του άρθρου 3, παρ. 11, Ν. 2320/1995 ρυθμίστηκαν αποκλειστικώς και μόνο θέματα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης, καθώς και συνταξιοδοτικά των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α., Νομικών Προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι είχαν εργασθεί κατά το παρελθόν στο Δημόσιο, κ.λπ. σε εκτέλεση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, απολύθηκαν νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 1882/1990 και επανήλθαν στην υπηρεσία, σύμφωνα με το Ν. 2180/1994, ο οποίος ορίζει ότι ο χρόνος από την απόλυση μέχρι την επάνοδό τους αποτελεί χρόνο ενεργού εργασιακής σχέσης και χρόνο συνεχούς απασχόλησης.

[...] I. Από την έκθεση επιδόσεως 7744/21-5-2004 της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Π Κ, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση 12/5-2-2003 αίτησης αναιρέσεως της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "......" ήδη "........", με την πράξη ορισμού δικασίμου και την κλήση προς συζήτηση κατά την ως άνω δικάσιμο επιδόθηκε με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας στην αναιρεσίβλητη, Μ. Κ., που όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση, η οποία επομένως πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία της κατ΄ άρθρο 576, παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 2, παρ. 1, Α.ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, Ν. 1346/1983 "κάθε μισθωτός μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές είκοσι τέσσερις (24) ημέρες......". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να αποκτήσει ο εργαζόμενος το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές χρειάζεται: α) η ύπαρξη ενεργού σχέσης εξαρτημένης εργασίας και β) η συμπλήρωση δωδεκάμηνης - από την ανάληψη υπηρεσίας - συνεχούς απασχόλησης, υπό οποιαδήποτε μορφή, δηλαδή πραγματικής με ανάλωση των εργατικών δυνάμεων, ετοιμότητας, κ.λπ., στον ίδιο εργοδότη. Εάν λείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές τότε ο μισθωτός δεν δικαιούται την ετήσια άδεια αναψυχής. Εξάλλου, οσάκις με ειδικούς νόμους ορίζεται ότι ο πριν από τη σύναψη της σχέσεως εργασίας χρόνος ή αυτός που μεσολαβεί μεταξύ δύο χρονικών περιόδων εργασιακής σχέσης λαμβάνεται υπόψη και συνυπολογίζεται για τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη του μισθωτού, καθώς και για τη συνταξιοδότησή του και τον προσδιορισμό του ύψους της συντάξεως, ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί ούτε χρόνο ενεργού εργασιακής σχέσης, ούτε χρόνο απασχόλησης, ώστε ο μισθωτός να δικαιούται ετήσια άδεια. Έτσι, με το άρθρο 3, παρ. 11, Ν. 2320/1995 "Αύξηση των συντάξεων του Δημοσίου κατά το έτος 1995, ρύθμιση συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών θεμάτων.....", προστέθηκε στο άρθρο 73 του κώδικα πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων παρ. 9, με την οποία ορίζεται ότι: "....ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των συμβασιούχων υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι επανέρχονται στην υπηρεσία, κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 25, Ν. 2190/1994, ως απολυθέντες, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, για όσους δε από αυτούς καταλάβουν θέσεις μονίμων υπάλλήλων λογίζεται και ως συντάξιμος....". Με τη διάταξη αυτή ρυθμίστηκαν αποκλειστικώς και μόνο θέματα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης, καθώς και συνταξιοδοτικά των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α., Νομικών Προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι είχαν εργασθεί κατά το παρελθόν στο Δημόσιο, κ.λπ. σε εκτέλεση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, απολύθηκαν νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 1882/1990 και επανήλθαν στην υπηρεσία σύμφωνα με το Ν. 2180/1994. Ο νόμος αυτός δεν ορίζει ότι ο χρόνος από την απόλυση μέχρι την επάνοδό τους αποτελεί χρόνο ενεργής εργασιακής σχέσης και χρόνο συνεχούς απασχόλησης. Στην προκείμενη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη προσελήφθη από την εναγομένη - αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία την 17/5/1989, ως ασφαλιστική υπάλληλος με σύμβαση εργασίας διαρκείας έξι (6) μηνών, η οποία παρατάθηκε αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 44, παρ. 1, Ν. 1882/1990 έως 30/9/1990, οπότε η παραπάνω σύμβαση εργασίας λύθηκε και η ενάγουσα απολύθηκε. Στη συνέχεια κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 25, παρ. 1 και 2 Ν. 2190/1994 και με βάση την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, η αναιρεσίβλητη επαναπροσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα την 2/1/1996, ως ασφαλιστική υπάλληλος κύριου προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η αναιρεσίβλητη τότε ζήτησε από την αναιρεσείουσα να της χορηγήσει την ετήσια άδεια του έτους 1996, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε τη χορήγησή της, με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπληρώσει υπηρεσία ενός έτους, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 1, Α.Ν. 539/1945. Υπό τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε νόμιμη και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την αγωγή της αναιρεσίβλητης, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκαν, ως αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100% και επίδομα αδείας του έτους 1996 το συνολικό ποσό των 659.382 δραχμών. Έτσι όμως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο θεωρώντας τον ως άνω εκτός υπηρεσίας χρόνο ως χρόνο ενεργού σχέσης εξαρτημένης εργασίας και πραγματικής απασχόλησης της αναιρεσίβλητης, παραβίασε τους παραπάνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, πρέπει, ο μοναδικός λόγος από το άρθρο 560, αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ., να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την ανωτέρω απόφαση, κατ΄ άρθρο 580, παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31, παρ. 1, Ν. 2172/1993.