Απόφ. Αρείου Πάγου 1235/2008 (01/09/2008)

Οι αξιώσεις αποζημίωσης εκ της θαλάσσιας διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση των Βρυξελλών.

Α.Π. 1235/2008 (Τμ. Α1 Πολ.)
Προεδρεύων: ΔΗΜΗΤΡ.ΛΟΒΕΡΔΟΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜΑΔΗΣ, Αρεοπαγίτης

Θέμα:

Οι αξιώσεις αποζημίωσης εκ της θαλάσσιας διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση των Βρυξελλών.

υπόκεινται σε βραχυχρόνια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων, ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί.

ε) Επειδή, με το άρθρο πρώτο του Ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατ΄ άρθρο 28, του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924 "για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές" και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 26-12-1979 (Κανόνες Χάγης - Βίσμπυ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου δευτέρου του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1, περ. β, 2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερομένης Διεθνούς Συμβάσεως προκύπτει, ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα,

α) σε κάθε σύμβαση θαλασσίας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φορτώσεως και εκ φορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και

β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι. Τούτο επιτρεπτώς έπραξε ο νομοθέτης, επεκτείνοντας δηλαδή την ισχύ της Συμβάσεως και στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές, σύμφωνα με την ευχέρεια που του είχε παράσχει η τρίτη παράγραφος του άρθρου 10, της Συμβάσεως, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3, του Πρωτοκόλλου του 1968, η οποία ορίζει ότι "στο άρθρο αυτό δεν εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος από του να εφαρμόζει τις διατάξεις της Συμβάσεως αυτής για φορτωτικές και δεν συμπεριλαμβάνονται στις προηγούμενες παραγράφους".

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148, του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ, Ν. 3816/1958), το δικαίωμα προς αποζημίωση για μερική απώλεια ή ζημία των φορτωθέντων πραγμάτων αποσβέννυται με τη παρέλευση έτους από την παραλαβή τους. Κατά το άρθρο δε 289, αριθ. 4, του ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή, αρχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις από τη σύμβαση ναυλώσεως, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων καθώς και από τη μη προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως.

Αλλ΄ εφόσον με την αξίωση από τη σύμβαση συρρέει και αξίωση από αδικοπραξία (άρθρο 914, Α.Κ.), η αξίωση αυτή υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937, ΑΚ (Α.Π. 836/2002 Ελλ.Δ. 44. 983). Όμως, κατά το άρθρο 187, του ΚΙΝΔ, ως προς τη φόρτωση, μεταφορά και εκφόρτωση των αποσκευών και την ευθύνη του εκναυλωτή, εφαρμόζονται αναλόγως οι περί συμβάσεως ναυλώσεως διατάξεις και ειδικότερα οι περί μεταφοράς πραγμάτων διατάξεις.

Αλλά τέτοιες διατάξεις "περί μεταφοράς πραγμάτων" περιέχει η πιο πάνω Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών (κανόνας Χάγης - Βίσμπυ) που διέπουν, κατά τα προεκτιθέμενα, και τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές πραγμάτων, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη φορτωτικής. Επομένως, η πιο πάνω Διεθνής Σύμβαση, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 187, του ΚΙΝΔ (δηλαδή μέσω του άρθρου αυτού) ρυθμίζει πλέον, μεταξύ άλλων, τις αξιώσεις των επιβατών κατά του μεταφορέα για αποζημίωση, λόγω απωλείας, βλάβης ή καθυστερημένης παραδόσεως των αποσκευών και συνακόλουθα τα της παραγραφής των αξιώσεων αυτών, ως προς τις οποίες έτσι οι πιο πάνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, που αφορούν μεταφορές πραγμάτων μεταξύ ελληνικών λιμένων, θεωρούνται ως καταργημένες από την έναρξη της ισχύος της προαναφερομένης Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών. Μια τέτοια ερμηνεία ανταποκρίνεται και στην πρόθεση του αρχικού έλληνα νομοθέτη (του συντάκτη του ΚΙΝΔ), που ήταν να καταστήσει εσωτερικό δίκαιο για όλες τις εθνικές θαλάσσιες μεταφορές, το δίκαιο των κανόνων της Χάγης. Ορίζει δε η διάταξη του άρθρου 3, παρ. 6, εδ. 4, της Συμβάσεως, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1, παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της 23-2-1968, ότι "ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός ενός έτους από την παράδοσή τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί".

Καθιερώνεται δηλαδή με την εν λόγω διάταξη βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί. Ότι πρόκειται για παραγραφή και όχι για αποσβεστική προθεσμία, προκύπτει από την ίδια διάταξη, που ορίζει στη συνέχεια ότι "ωστόσο, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί, αν τα μέρη έτσι συμφωνήσουν μεταγενέστερα από το γεγονός που προκάλεσε την αγωγή", αλλά παράταση αποσβεστικής προθεσμίας, για άσκηση δικαιώματος που έχει αποσβεστεί, δεν νοείται.

Η πιο πάνω δε ετήσια παραγραφή, η θέσπιση της οποίας οφείλεται στη φύση της δραστηριότητας του μεταφορέα, ο οποίος, απασχολούμενος με πολλές υποχρεώσεις, που δίνουν λαβή σε πλείστες όσες διενέξεις, πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τους υπολογισμούς του σε ένα εύλογο χρόνο παραγραφής, ισχύει ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 4β, παρ. 1 της Συμβάσεως, που προστέθηκε με το Πρωτόκολλο της 23-2-1968, το οποίο ορίζει ότι "οι ενστάσεις και τα όρια ευθύνης που προβλέπονται σ΄ αυτή τη Σύμβαση θα ισχύουν για κάθε αξίωση κατά του μεταφορέα σχετικά με απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα που καλύπτονται από σύμβαση μεταφοράς, είτε η αγωγή θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη" (πρβλ. Α.Π. 1002/2002 Ελλ.Δ 44. 1334 που αντιμετωπίζει παρόμοιο θέμα παραγραφής στην άλλη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13-12-1974 "σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους", η οποία κυρώθηκε με το ν. 1922/1991). Περαιτέρω, ως αποσκευές νοούνται, κατά την έννοια, των πιο πάνω διατάξεων, τα συσκευασμένα (σε σάκκους ταξιδιωτικούς, βαλίτσες κλπ) αντικείμενα, που συνοδεύουν τον επιβάτη που προορίζονται για την προσωπική του χρήση. Σ΄ αυτή περιλαμβάνονται, ενδεικτικά, είδη ρουχισμού, αμφιέσεως, καλλωπισμού και τα συναφή. Τέλος, ενόψει του ότι ο ΚΙΝΔ και η παραπάνω Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών δεν περιέχουν νύξη για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα ως προς τα χρήματα, τα τιμαλφή και τα συναφή πολύτιμα αντικείμενα που φέρει μαζί του ο επιβάτης, ισχύουν και ως προς αυτά οι προαναφερόμενες διατάξεις για τις λοιπές αποσκευές. Στην προκείμενη περίπτωση [παραλείπεται το κείμενο].