Απόφ. Αρείου Πάγου 1405/2006 (01/01/2006)

Αμοιβές εργατοτεχνιτών οικοδόμων.

`Αρειος Πάγος (Β1΄, Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 1405/2006
Δικαστής: Θεόδωρος Αποστολόπουλος, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ιωάν. Δαβίλλας, Γεώρ. Καράμπελας,
Εμμ. Καλούδης και Μάρ. - Φώτ. Χατζηπανταζής

Αμοιβές εργατοτεχνιτών οικοδόμων.

Με το άρθρο 1 των από 23/4/99, 8/6/00 και 26/7/00 συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ορίζονται τα κατώτατα όρια των βασικών ημερομισθίων των εργατοτεχνιτών οικοδόμων σε όλη την χώρα.

[...] Eπειδή, με το άρθρο 1 των από 23/4/1999, 8/6/2000 και 26/7/2001 Σ.Σ.Ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών οικοδόμων και των συναφών κλάδων όλης της χώρας, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τι Α.Υ.Ε. 11.243/7-6-1999, 11.372/24-7-2000 και 10.119/14-1-2002, προβλέπεται κατ΄ αρχήν ότι ορίζονται με αυτές τα κατώτατα όρια των βασικών ημερομισθίων των εργατοτεχνιτών οικοδόμων και συναφών ειδικοτήτων και των δυο φύλων σε όλη τη χώρα, που απασχολούνται στις οικοδομικές και σε συναφείς προς τις οικοδομικές εργασίες ειδικότητες και αναφέρονται ενδεικτικά τα συναφή προς τις οικοδομικές εργασίες έργα, καθώς και οι σχετικές προς τα οικοδομικά και συναφή έργα ειδικότητες τεχνικών, που περιλαμβάνουν στο τέλος και τις μη κατονομαζόμενες ειδικώς λοιπές ειδικότητες, ανεξάρτητα από τον τόπο προσφοράς της εργασίας, στη συνέχεια δε καθορίζονται τα κατώτατα ημερομίσθια για α) τους τεχνίτες, β) τους βοηθούς τεχνιτών και τους ειδικευμένους εργάτες και γ) τους ανειδίκευτους εργάτες. Οι απασχολούμενοι, επομένως, σε τεχνικά έργα ανειδίκευτοι εργάτες αμείβονται με βάση τις ανωτέρω ΣΣΕ και όχι με τις ισχύουσες κατά το ίδιο διάστημα ΕΓΣΣΕ, οι οποίες καθορίζουν τα ημερομίσθια ασφαλείας και εφαρμόζονται μόνο όταν οι όροι αμοιβής και εργασίας των οικείων ΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι. Εξάλλου, με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της αποφάσεως πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που εφάρμοσε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανέλεγκτα τα εξής: Η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη τεχνική και εμπορική εταιρία έχει ως αντικείμενο της εμπορικής και επαγγελματικής της δραστηριότητας την ανάληψη και κατασκευή τεχνικών έργων με κατάλληλα μηχανήματα και ανάλογο τεχνικό εξοπλισμό. Για τις ανάγκες της εκτέλεσης των έργων αυτών προσέλαβε στις 11/8/1999 τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, που είναι αλβανικής υπηκοότητας και διέθετε άδεια παραμονής και εργασίας στην ημεδαπή, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως εργατοτεχνίτης οικοδομής, αμειβόμενος με το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, το οποίο καθορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ για τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους. Ακολούθως, δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πράγματι με την ανωτέρω ειδικότητα και ότι η εναγομένη κατέβαλε σ΄ αυτόν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα μικρότερα ποσά αποδοχών από εκείνα που καθορίζονται από τις ως άνω με ημερομηνίες 23/4/1999, 8/6/2000 και 26/7/2001 ΣΣΕ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.644, 65 ευρώ, τον υπολογισμό του οποίου δεν αμφισβητεί η εναγομένη, καθώς επίσης ότι ο ενάγων πραγματοποίησε εργασία κατά τις Κυριακές και στην αιτία αυτή οφείλεται σ΄ αυτόν το ποσό των 1.868,52 ευρώ. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο απέρριψε κατ΄ ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή για τα ανωτέρω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 653 επομ. Α.Κ. και τους όρους των ως άνω από 23/4/1999, 8/6/2000 και 26/7/2001 Σ.Σ.Ε., που αφορούν στην αμοιβή και την εργασία όχι μόνο των εργατοτεχνιτών, των βοηθών τεχνιτών και των ανειδίκευτων εργατών, που απασχολούνται σε οικοδομικές εργασίες, αλλά και σε συναφή τεχνικά έργα, όπως αυτά που εκτελούσε η αναιρεσείουσα κατά τα ήδη εκτεθέντα. Επίσης, το Εφετείο με βάση τις ανωτέρω παραδοχές διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό, έλεγχο των ως άνω διατάξεων, που εφάρμοσε, αφού το αποδεικτικό πόρισμα είναι πλήρες και σαφές στο κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της απασχολήσεως του αναιρεσιβλήτου από την αντίδικό του ανώνυμη εταιρία, ως ανειδίκευτου εργάτη, κατά την εκτέλεση των αναλαμβανομένων απ΄ αυτή τεχνικών έργων, καθώς και στο ζήτημα της οφειλής από την τελευταία προς τον αναιρεσίβλητο για διαφορές τακτικών αποδοχών και για αμοιβή της εργασίας του κατά τις Κυριακές των ποσών των 4.544,65 και 1.868,52 ευρώ αντίστοιχα, η μη ανάλυση των οποίων οφείλεται στο σημειούμενο στην απόφαση γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε στο Εφετείο τον τρόπο υπολογισμού αυτών από την πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, ο πρώτος, κατ΄ αμφότερα τα μέρη του, λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαμόρφωσε τη γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου και όχι όταν το συνεκτίμησε μαζί με τις άλλες αποδείξεις, χωρίς να εξαιρείται το έγγραφο ως προς το πόρισμα περί υπάρξεως ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Εξάλλου, ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αν δεν παρατίθεται κατά λέξη στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου και το περιεχόμενο που δέχθηκε το δικαστήριο ή δεν προκύπτει, έστω και έμμεσα, ο ουσιώδης ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, καθώς και το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας εξαιτίας της παραμορφώσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της από 11/8/1999 αναγγελίας προσλήψεως του αναιρεσιβλήτου στον ΟΑΕΔ, β) του από 11/8/1999 εγγράφου της αναιρεσείουσας με τον τίτλο "Στοιχεία προσωπικού" και γ) του από 28/1/2001 εγγράφου του ΟΑΕΔ με τον τίτλο "Αναγγελία οικειοθελούς αποχωρήσεως μισθωτού" με το να δεχθεί ότι η αναιρεσείουσα προσέλαβε και απασχόλησε τον ανιαρεσίβλητο ως εργατοτεχνίτη οικοδόμο, ενώ το αληθές περιεχόμενο των εγγράφων αυτών είναι ότι η ίδια προσέλαβε και απασχόλησε αυτόν ως απλό εργατοτεχνίτη. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού και ως απλός εργατοτεχνίτης ή ανειδίκευτος εργάτης και αν προσλήφθηκε ή απασχολήθηκε, θα είχαν εφαρμογή οι προαναφερόμενες ΣΣΕ και θα εδικαιούτο το προβλεπόμενο απ΄ αυτές κατώτατο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, που δέχθηκε και το Εφετείο ότι δικαιούται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο των άνω εγγράφων, ούτε αναφέρεται ότι το Δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τα έγγραφα αυτά.

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Η ένσταση αυτή με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση απ΄ αυτόν σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού, περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μια αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζονται από τον εργοδότη έγγραφες αποδείξεις του εργαζομένου για καταβολή σ΄ αυτόν χρηματικών ποσών που υπερκαλύπτουν τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρουν την αιτία καταβολής κάθε επιμέρους ποσού. Διότι, αφού δεν αναφέρεται στις αποδείξεις η αιτία καταβολής των ποσών αυτών δεν αποκλείεται να καταβλήθηκαν προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, με το άρθρο 18, παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβαλλόμενο στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των παραδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικώς τις πάσην φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ΄ αυτών κρατήσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ισχυριζόμενος με την ένδικη από 17/1/2002 αγωγή του ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα τον προσέλαβε περί τα μέσα Αυγούστου 1999, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως ανειδίκευτο εργατοτεχνίτη οικοδόμο, αμειβόμενο με την οικεία ΣΣΕ μέχρι την αποχώρησή του από την εργασία του περί τα τέλη Ιουλίου 2001, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.975,59 ευρώ για οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, αμοιβές για εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθώς και αμοιβές για υπερεργασία και υπερωρίες. Η τελευταία, προς απόκρουση της αγωγής, προέβαλε παραδεκτώς την ένσταση εξοφλήσεως των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, διατεινόμενη ότι κατέβαλε σ΄ αυτόν τμηματικά κατά τους αναφερόμενους χρόνους πλέον του ποσού των 15.021 ευρώ για συμβατικές του αποδοχές και το ποσό των 11.235,76 ευρώ συνολικώς κατά τα αναφερόμενα επί μέρους ποσά ως ιδιαίτερη αμοιβή του για πρόσθετη εν γένει εργασία του (νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή απασχόληση, υπερεργασία, εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες). Επίσης, η εναγομένη, ασκώντας παραδεκτώς ανταγωγή, ζήτησε να υποχρεωθεί ο ενάγων να της καταβάλει το ποσό των 2.558,73 ευρώ, κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της, διότι εισέπραξε απ΄ αυτή πλέον του ποσού των 15.021 ευρώ για συμβατικές αποδοχές του και το ως άνω ποσό των 11.235,76 ευρώ για τις προαναφερόμενες πρόσθετες εργασίες του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η ένσταση εξοφλήσεως, καθόσον αφορά το κονδύλιο της αμοιβής για εργασία του ενάγοντος τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθώς και η ανταγωγή, είναι αόριστες και απορριπτέες, διότι δεν εξειδικεύεται η αιτία από κάθε μια επιμέρους απαίτηση του ενάγοντος, για την οποία καταβλήθηκε κάθε μερικότερο από το οφειλόμενο ως άνω συνολικό ποσό, με παραπομπή σε ποσά συγκεκριμένων αποδείξεων πληρωμής. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού αμφότερες (ένσταση και ανταγωγή), υπό την ανωτέρω διατύπωσή τους, δεν περιέχουν το απαιτούμενο κατά το νόμο ως άνω στοιχείο της αιτίας της καταβολής κάθε επί μέρους ποσού για τη θεμελίωσή τους, δοθέντος ότι στις αποδείξεις, που δεν αναφέρουν την αιτία, μπορεί να περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία που δεν αναφέρεται στην αγωγή. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.