Απόφ. Αρείου Πάγου 141/2007 (02/10/2007)

Εργατικό ατύχημα - Ηθική βλάβη - Παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία - Ένσταση παραγραφής.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 141/2007

Εργατικό ατύχημα - Ηθική βλάβη - Παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία - Ένσταση παραγραφής.

Η πενταετής παραγραφή (937, παρ. 1, εδ. ά ΑΚ) αξίωσης από αδικοπραξία αρχίζει αφότου ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση. Μόνο όταν υπάρχει η γνώση αυτών των δύο στοιχείων μπορεί να εγερθεί αγωγή με ελπίδες επιτυχίας. Θεωρείται ότι ο εν γένει δικαιούχος αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υποχρέου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί. Βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε ότι από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται την πενταετή παραγραφή της αξίωσης. Λόγος αναίρεσης (559, αρ. 11 Κ.Πολ.Δ.) θεμελιώνεται όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπ΄ όψιν του και τα έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν παρά την βεβαίωση αυτή από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπ΄ όψιν όλα ή ορισμένα από τα έγγραφα αυτά. Αναίρεση απόφασης για πλημμελή εκτίμηση αποδεικτικών εγγράφων.

[...] Από τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ ορίζεται ότι: "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως". Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της κατά το άρθρο 937, παρ. 1, εδ. α΄ ΑΚ πενταετούς παραγραφής είναι η παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Ειδικότερα, καθ΄ όσον αφορά την άλλη προϋπόθεση αυτή δικαιολογείται γιατί μόνο από της γνώσεως της ζημιάς και του υποχρέου προς αποζημίωση μπορεί να εγερθεί μία αγωγή με ελπίδες επιτυχίας. Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υποχρέου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του νόμου σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξιώσεως, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής και όχι αντένσταση κατ΄ αυτής. Εξάλλου, από το άρθρο 559, αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι "αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν" προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως θεμελιώνεται όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας, που είναι υποχρεωμένο κατά τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 Κ.Πολ.Δ. για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών τους, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην

έκβαση της δίκης, δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν παρά τη βεβαίωση αυτή από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπόψη όλα ή ορισμένα από τα έγγραφα αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προς απόκρουση της αγωγής, με την οποία ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση, συνεπεία εργατικού ατυχήματος, ισχυρίσθηκαν ότι η αξίωση της πρώτης αναιρεσίβλητης έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, επειδή το εργατικό ατύχημα συνέβη στις 18/6/1996 και η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στις 28/12/2001. Η πρώτη αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε

ότι πίστευε ότι εργοδότης της ήταν ο δεύτερος αναιρεσείων και ότι αυτή έμαθε ότι εργοδότης της ήταν η πρώτη αναιρεσείουσα και ο δεύτερος αναιρεσείων νόμιμος εκπρόσωπός της το έτος 1997. Για στήριξη της πιο πάνω ενστάσεώς τους οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Εφετείου τα πιο κάτω έγγραφα: α) Την αναγγελία πρόσληψης της πρώτης αναιρεσίβλητης, που αυτή υπέγραψε την 1/5/1996 και η οποία κατατέθηκε στον ΟΑΕΔ .....Χαλκιδικής στις

8/5/1996, στην οποία υπάρχουν πλήρη στοιχεία της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσείουσας, β) Τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας της πρώτης αναιρεσίβλητης των μηνών Μαϊου και Ιουνίου 1996, τα οποία υπογράφηκαν από αυτή και στα οποία αναγράφεται ο διακριτικός τίτλος της επιχείρησης της πρώτης

αναιρεσείουσας, γ) Επικυρωμένο αντίγραφο του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του ΙΚΑ της πρώτης αναιρεσίβλητης, το οποίο αναφέρει τα ίδια στοιχεία, δ) Τους πίνακες εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ωρών εργασίας προσωπικού των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 1996, θεωρημένους από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Χαλκιδικής, στους οποίους είναι τυπωμένα τα ίδια στοιχεία, ε) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της από 24/10/1996 δήλωσης ατυχήματος της πρώτης αναιρεσείουσας προς το Ταμείο Ασφαλίσεως Ξενοδοχοϋπαλλήλων. Και στ) Την υπ΄ αριθ. 548/5-5-2004 βεβαίωση του ίδιου Ταμείου του τοπικού παραρτήματος Κασσανδρείας από την οποία προκύπτει η εμπρόθεσμη αναγγελία ατυχήματος, ο χαρακτηρισμός του ως εργατικού και η κοινοποίηση στην πρώτη αναιρεσίβλητη της σχετικής αποφάσεως στις 4/11/1996. Το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν την παραπάνω ένσταση παραγραφής και έτσι απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η ένσταση αυτή.

Ειδικότερα, το Εφετείο, ως προς την ένσταση παραγραφής δέχθηκε τα εξής: "Οι αναιρεσείοντες που έφεραν το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού τους ότι η παθούσα γνώριζε, από τις 18/6/1996, ότι οι ίδιοι ήσαν υπόχρεοι (υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους της εργοδότριας και του νομίμου εκπροσώπου αυτής αντίστοιχα) προς αποζημίωσή της, δεν απέδειξαν αυτόν, αφού δεν προσκομίζουν κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο και συνεπώς η προβληθείσα από αυτούς ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη ... Στην από 19/12/1996 προανακριτική κατάθεσή της η παθούσα αναφέρει σχετικά με το θέμα τούτο, ότι ο αντισυμβαλλόμενός της κατά την κατάρτιση της εργασιακής της συμβάσεως ήταν "ο ιδιοκτήτης (του άνω ξενοδοχείου) .....(δηλαδή ατομικά). Ακόμη και ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος αναφέρει στην από 19/10/1996 ένορκη κατάθεσή του σχετικά: "Είμαι ιδιοκτήτης και διευθυντής του ξενοδοχείου..". Μάλιστα υπό την φερομένη ιδιότητα αυτή, δηλαδή ως ιδιοκτήτης ατομικά και διευθυντής του άνω ξενοδοχείου, δικάστηκε (και αθωώθηκε) από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πολυγύρου στις 15/12/2000, ως κατηγορούμενος για σωματική βλάβη. Αλλά και στο 1019/3/15-δ77-1-1997 έγγραφο του αστυνομικού Τμήματος Κασσανδρείας, με το οποίο υποβλήθηκε η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, ομοίως ο δεύτερος εναγόμενος αναφέρεται ατομικά ως ιδιοκτήτης του πιο πάνω ξενοδοχείου".

Στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και ότι μερικών από αυτά γίνεται μνεία στην απόφαση. Από τη βεβαίωση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία δεν σχολιάζονται τα παραπάνω προσκομισθέντα από τους αναιρεσείοντες έγγραφα, ενώ σχολιάζονται άλλα αποδεικτικά στοιχεία και στην οποία αναφέρεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν κάποιο αποδεικτικό μέσο για απόδειξη της ένστασής τους, καταλείπεται αμφιβολία αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά, τα οποία είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της βασιμότητας ή όχι της ένστασης παραγραφής. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθ. 11, περ. γ΄ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο τα παραπάνω έγγραφα, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων, να συναναιρεθεί δε αναγκαίως η ίδια απόφαση και κατά το μέρος κατά το οποίο απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή της πρώτης αναιρεσείουσας κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, ανεξάρτητα από σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη και της αγωγής αυτής, αφού η έρευνα της παρεμπίπτουσας αυτής αγωγής προϋποθέτει την έρευνα και ευδοκίμηση της κύριας αγωγής η οποία ήρτηται. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι σε πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας.