Απόφ. Αρείου Πάγου 1671/2007 (08/09/2007)

Ομαδικές απολύσεις - Ακυρότητα.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 1671/2007
Δικαστής: Σπυρίδωνας Κολυβάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ανδ. Μαρκάκης, Ηλ. Γιαννακάκης,
Αθαν. Θεμέλης, Μάριος-Φώτιος Χατζηπανταζής

Ομαδικές απολύσεις - Ακυρότητα.

Ομαδικές απολύσεις που έγιναν λόγω οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης με τη βούληση του εργοδότη, δεν είναι έγκυρες, αν η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης έγινε χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση και να τηρηθεί η διαδικασία διαβουλεύσεων του νόμου 1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ.

[...] Από το συνδυασμό των άρθρων 3 παρ. 1β, 8, παρ. 2 και 11 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι κλαδικές ΣΣΕ και Δ.Α. περιέχουν τους όρους εργασίας που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως από την ειδικότητα των εργαζομένων και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών. Αντίθετα, οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και ΔΑ ρυθμίζουν τους όρους εργασίας εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος, ανεξαρτήτως από το είδος της επιχειρήσεως στις οποίες ασχολούνται. Ως επαγγέλματα νοείται το συγκεκριμένο είδος εργασίας που προσφέρει ο μισθωτός και τα ειδικότερα καθήκοντα που συνδέονται με το είδος αυτό εργασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις, περαιτέρω, προκύπτει ότι με απόφαση που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Στην περίπτωση αυτή η ΣΣΕ όταν έχει κλαδικό χαρακτήρα ισχύει όχι μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει, αλλά επεκτείνεται με βάση την άνω διοικητική κανονιστική πράξη και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, πάντως όμως μέσα στα όρια της τοπικής της ισχύος, στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της (Ολ. ΑΠ 540/1980). Αντίθετα, επί ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ η επέκταση αυτής δεσμεύει όλους τους εργαζομένους του συγκεκριμένου επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης η εκμετάλλευση στην οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, εκτός αν υφίσταται γι΄ αυτούς κλαδική ή επιχειρησιακή ΣΣΕ, οπότε υπερισχύει η τελευταία. Εξάλλου, με την από 6/6/2000 ΣΣΕ "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των χειριστών Εκσκαπτικών, Ανυψωτικών, κ.λπ. Μηχανημάτων, Εκτελέσεως Τεχνικών Έργων όλης της χώρας, στη σύναψη της οποίας μετείχαν η Ομοσπονδία Χειριστών, Μηχανοδηγών και γεωτρυπανιστών Ελλάδας και οι εργοδοτικές οργανώσεις: 1) Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών, 2) Πανελλήνια Ενωση Διπλωματούχων Εργοληπτών Δημοσίων Εργων, 3) Πανελλήνια Ενωση Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Εργων, 4) Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιριών Η΄ τάξεως και 5) Σύνδεσμος ΑΕ και ΕΠΕ και η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 11416/3-8-2000 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 1062/2000 Τ.Β.) ορίσθηκε (Κεφ. Α) ότι στις διατάξεις αυτής υπάγονται οι χειριστές και βοηθοί χειριστών των παντός τύπου και συστήματος λειτουργίας εκσκαπτικών, ανυψωτικών, γεωτρητικών, ισοπεδωτικών, οδοποιητικών και χωματουργικών εν γένει Μηχανημάτων Εκτελέσεως Τεχνικών Εργων που περιλαμβάνονται στο Π.Δ.31/90 όλης της χώρας. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, αναφορικά με το καθεστώς που ρύθμιζε τους όρους αμοιβής του αναιρεσείοντος για την απασχόλησή του στην αναιρεσίβλητη, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα εξής: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τη 17/7/1988, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου στην επιχείρηση της, εμπορίας ξυλείας και οικοδομικών υλικών, που διατηρούσε στο Αίγιο, με τη συμφωνία να αμείβεται με βάση τις σχετικές για την ειδικότητά του συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το 1994 στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας και για την κάλυψη των αναγκών της, η εναγομένη - εργοδότρια απέκτησε γερανοφόρο φορτηγό αυτοκίνητο, την οδήγηση του οποίου ανέθεσε στον ενάγοντα μετά από σχετική συμφωνία που καταρτίσθηκε μεταξύ τους. Έτσι ο ενάγων, που μέχρι τότε μετέφερε τα εμπορεύματα στους πελάτες της εναγομένης με το απλό φορτηγό αυτοκίνητο, θα συνέχιζε την ίδια εργασία του οδηγού του νέου γερανοφόρου φορτηγού. Δηλαδή, ο ενάγων θα παραλάμβανε από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης φορτωμένο το παραπάνω όχημα με τα εμπορεύματα της συσκευασμένα, σε παλέτες και θα το οδηγούσε στον τόπο προορισμού του, που κατά κύριο λόγο ήταν περιοχές του Ν. Αχαϊας και μια φορά το μήνα πραγματοποιούσε δρομολόγια στους Νομούς Αρκαδίας, Λακωνίας και Φωκίδας, όπου κατά την εκφόρτωση θα χειριζόταν το γερανό, που υπήρχε πάνω στο ίδιο όχημα. Ειδικότερα, αφού έφθανε ο ενάγων στον τόπο προορισμού του, τοποθετούσε τα πέδιλα του γερανού στο έδαφος, ανύψωνε τα συσκευασμένα εμπορεύματα, που ήταν φορτωμένα στο αυτοκίνητο και τα εναπέθετε όπου οι πελάτες - αγοραστές του υποδείκνυαν. Η εργασία αυτή του χειρισμού του γερανού, για την οποία διέθετε ο ενάγων μια ώρα την ημέρα είναι δευτερεύουσα, σε σχέση με την κύρια συμφωνημένη εργασία του, του οδηγού του παραπάνω γερανοφόρου οχήματος και συναφής με αυτήν. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η παρεχόμενη από αυτόν εργασία είναι του οδηγού χειριστή γερανοφόρου οχήματος και ότι υπάγεται στην ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας των χειριστών και βοηθών μηχανημάτων Τεχνικών Εργων, από 6/6/2000, που προαναφέρθηκε και κηρύχθηκε υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία προβλέπει και μεγαλύτερες αποδοχές από εκείνες της αντίστοιχης συλλογικής σύμβασης εργασίας, που αφορά τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων. Όπως ήδη έχει αναφερθεί στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η εργοδότρια δεν υπήρξε μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων μεταξύ των οποίων καταρτίσθηκε η παραπάνω ΣΣΕ. Ενόψει όμως του ότι αυτή κηρύχθηκε υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας δεσμεύονται από αυτήν, σύμφωνα και πάλι με όσα αναφέρονται στην ίδια νομική σκέψη, όλοι οι φορείς επιχειρήσεων και οι εργαζόμενοι που υπάγονται στο επαγγελματικό και προσωπικό πεδίον της, που είναι "οι χειριστές και βοηθοί χειριστών των παντός τύπου και συστήματος λειτουργίας εκσκαπτικών, ανυψωτικών, γεωτρητικών, ισοπεδωτικών, οδοποιητικών και χωματουργικών εν γένει μηχανημάτων εκτελέσεως Τεχνικών Εργων, που περιλαμβάνονται στο ΠΔ/ΓΜΑ 31/1990 όλης της χώρας". Πλην όμως, η εναγομένη εταιρεία ασκεί εμπορία ξυλείας και οικοδομικών υλικών και το παραπάνω γερανοφόρο φορτηγό αυτοκίνητο χρησιμοποιούσε για την κάλυψη των αναγκών αυτής της δραστηριότητας. Συνεπώς, και μετά την κήρυξη της προαναφερόμενης ΣΣΕ, ως υποχρεωτικής, δε δεσμεύεται από αυτήν η εναγομένη, αφού δεν υπάγεται στο επιχειρησιακό πεδίο των συμβληθέντων στην ίδια εργοδοτικών οργανώσεων, δεν έχει σχέση με την ανάληψη και κατασκευή τεχνικών έργων, ούτε ο ενάγων ασκεί το επάγγελμα του χειριστή ή βοηθού χειριστή μηχανήματος εκτελέσεως τεχνικών έργων, ούτε άλλωστε η παραπάνω κύρια εργασία του, του οδηγού γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, σχετίζεται ή αποτελεί συναφή ειδικότητα με αυτήν του χειριστή ή βοηθού χειριστή μηχανημάτων εκτελέσεως τεχνικών έργων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης εκτός από την παραπάνω κύρια εργασία του, εκτελούσε μέσα στο νόμιμο ωράριό του και καθήκοντα χειριστή περονοφόρων μηχανημάτων (κλαρκ), τα οποία του ανέθεσε η εναγομένη και τον απασχολούσαν περίπου δύο ώρες την ημέρα. Για την εργασία αυτή, που είναι διαφορετική από την κύρια εργασία του, δε διέθετε τη σχετική άδεια ικανότητας χειρισμού, γεγονός το οποίο γνώριζε η εναγομένη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μέσα στο νόμιμο ωράριό του εκτελούσε απλές εργασίες συντήρησης των γερανοφόρων φορτηγών αυτοκινήτων, που είχε αποκτήσει η εναγομένη, καθώς και των ανυψωτικών μηχανημάτων της (κλαρκ), όπως αλλαγή λαδιών, φίλτρων και γρασσάρισμα, που τον απασχολούσαν δύο με τρεις ώρες την εβδομάδα. Οι υπόλοιπες σοβαρές εργασίες συντήρησης και επισκευής των παραπάνω μηχανημάτων γινόταν από εξειδικευμένα συνεργεία όπως των "......... ΑΒΕΕ", "....... ΕΠΕ", "........ ΕΠΕ". Οι παραπάνω εργασίες που εκτελούσε ο ενάγων είναι συναφείς με τα καθήκοντά του, ως οδηγού γερανοφόρου οχήματος και χειριστή κλάρκ, αφού χωρίς αυτές ο χειρισμός τους δεν είναι ασφαλής και δε θεωρούνται πρόσθετες, ώστε να οφείλεται προς τούτο ιδιαίτερη αμοιβή. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ασκούσε κατ΄ εντολή της εναγομένης κατά τη διάρκεια της εργασιακής σύμβασης και καθήκοντα αρχιχειριστή των γερανοφόρων οχημάτων της τελευταίας και βοηθού χειριστή και συνεπώς δικαιούται κατά τους ισχυρισμούς του, αμοιβή για πρόσθετη εργασία και δε θα μπορούσε άλλωστε να ασκήσει τα παραπάνω καθήκοντα, που προβλέπεται για την εκτέλεσή τους σχετικό επίδομα, με βάση την προαναφερόμενη ΣΣΕ, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, ως ασκούντος το επάγγελμα του οδηγού γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, που δεν είναι μηχάνημα εκτέλεσης τεχνικών έργων. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγομένη δεν του παρείχε, όπως είχε υποχρέωση με βάση την ίδια παραπάνω ΣΣΕ φόρμες, κράνος, παπούτσια και αδιάβροχο, τα οποία αγόραζε ο ίδιος και υποβαλλόταν για την αιτία αυτή σε δαπάνη 8.333 δρχ. το μήνα, που πρέπει να υπολογισθούν για τη διαμόρφωση των αποδοχών του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθ΄ όσον η επικαλούμενη ΣΣΕ, όπως ήδη έχει αναφερθεί, αφορά άλλη κατηγορία εργαζομένων και όχι τον ενάγοντα. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο μεταξύ των οποίων ότι ο αναιρεσείων προσέφερε τις υπηρεσίες του στην αναιρεσίβλητη κυρίως ως οδηγός γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, ότι η εργασία του χειρισμού του γερανού του άνω οχήματος ήταν δευτερεύουσα και συναφής προς τα καθήκοντά του ως οδηγού και ότι αυτός απασχολείτο πρόσθετα ως χειριστής περονοφόρου κλάρκ επί δίωρο ημερησίως, χωρίς να διαθέτει άδεια χειρισμού αυτού, κατ΄ ακολουθίαν δε αυτών, κατ΄ επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου έκρινε ότι οι μηνιαίες αποδοχές του αναιρεσείοντος, κατά τον αναφερόμενο χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, με βάση τις οποίες ήσαν υπολογιστέοι οι αξιωθέντες με την ένδικη αγωγή μισθοί υπερημερίας ανέρχονταν στο συμφωνημένο ποσό των 410.000 δρχ. και όχι όπως ο ίδιος υποστηρίζει στο ποσό των 621.133 δρχ. ως οδηγό χειριστή γερανοφόρου οχήματος, στο οποίο υπολογίζει και αμοιβή για πρόσθετες εργασίες αρχιχειριστή, βοηθού χειριστή, χειριστή κλαρκ, επίβλεψη και συντήρηση των τροχοφόρων της αναιρεσίβλητης κ.λ.π. ορθά κατ΄ αποτέλεσμα δέχθηκε, αν και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία (578 ΚΠολΔ) ότι δεν ήταν εφαρμοστέα για τον υπολογισμό των αποδοχών του αναιρεσείοντος η από 6/6/2000, κηρυχθείσα υποχρεωτική, ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Χειριστών Εκσκαπτικών, Ανυψωτικών κ.λπ. Μηχανημάτων εκτελέσεως Τεχνικών Εργων όλης της χώρας". Εντεύθεν, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις κανονιστικές διατάξεις της εν λόγω ΣΣΕ, ούτε τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 1876/1990 και όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τους πρώτο και δεύτερο εκ του άρθρου 559, αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αντίστοιχα, λόγους αναίρεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον αγωγικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι οι μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν σε 621.133 δρχ. κατ΄ εφαρμογή της άνω από 6/6/2000 ΣΣΕ, δεχόμενο ότι κατά συμφωνία των διαδίκων, από 15/7/1998 οι αποδοχές αυτού για την κύρια απασχόλησή του ως οδηγού και για τις συναφείς πρόσθετες εργασίες του χειριστή των γερανών των φορτηγών αυτοκινήτων και του κλαρκ που θα παρέχονταν μέσα στο ωράριο εργασίας του ανέρχονταν σε 410.000 δρχ. μηνιαίως. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 871 ΑΚ με το να δεχθεί ότι επειδή υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων ως προς τη συλλογική σύμβαση εργασίας, στην οποία υπάγεται ο αναιρεσείων σε σχέση με το ύψος των αποδοχών του προέβησαν στη 30/6/1998 σε εξώδικο συμβιβασμό με αμοιβαίες υποχωρήσεις και η αναιρεσίβλητη αποδέχθηκε ότι οφείλει στον αναιρεσείοντα πρόσθετη αμοιβή για τις εργασίες αυτού ως χειριστή του ανυψωτικού μηχανήματος των δύο γερανοφόρων φορτηγών της και του κλαρκ και του κατέβαλε για το λόγο αυτό 6.000.000 δρχ. ποσό που προσδιορίσθηκε από κοινού με τον αναιρεσείοντα και αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1/7/1994 μέχρι 30/6/1998, ότι ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός που επέλυσε την μεταξύ των διαδίκων διαφορά με αμοιβαίες αυτών υποχωρήσεις είναι νόμιμος κατ΄ άρθρο 871 ΑΚ, ότι την ίδια ημέρα που καταρτίσθηκε ο παραπάνω συμβιβασμός οι διάδικοι προέβησαν σε νέα συμφωνία ως προς τις μηνιαίες αποδοχές του αναιρεσείοντος για την οποία συντάχθηκε το από 30/6/1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση την οποία, ο μισθός του αναιρεσείοντος από 15/7/1998 συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 410.000 δρχ. στο οποίο περιλαμβάνεται η αμοιβή του για την κύρια απασχόληση του ως οδηγού και για τις συναφείς πρόσθετες εργασίες του χειριστή των γερανών των φορτηγών αυτοκινήτων και του κλαρκ και ότι με το παραπάνω ποσό αμειβόταν ο αναιρεσείων μέχρι τον Ιούλιο του 2000, ενώ η νόμιμη αμοιβή του ως οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου μόνον, ανήρχετο κατά τον ίδιο χρόνο στο ποσό των 272.000 δρχ., καθόσον έκρινε ότι η αμοιβή του αναιρεσείοντος ως οδηγού ανέρχονταν στο χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, σε 272.000 δρχ. χωρίς να αιτιολογείται με βάση ποια Σ.Σ.Ε. και περαιτέρω γιατί οι υπόλοιπες εργασίες αυτού αμείβονταν νομίμως με το υπόλοιπο για τη συμπλήρωση των 410.000 δρχ. ποσό. Εξάλλου έκρινε νόμιμο τον ως άνω εξώδικο συμβιβασμό, χωρίς να αιτιολογεί αν το βάσει αυτού συμφωνηθέν ποσό των 410.000 δρχ. ως μηνιαίες αποδοχές του αναιρεσείοντος, ανταποκρίνονταν με βάση τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε. στο δικαιούμενο ποσό ή υπελείπετο αυτού, επιπλέον δε δεν αναφέρει ποια ήταν η υπάρχουσα σοβαρή αμφιβολία για την έκταση των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε υποχώρηση του απ΄ αυτού. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον το Εφετείο περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις αιτιολογίες ως προς το ύψος του συμφωνηθέντος μισθού που ήταν υπέρτερος του νομίμου, ώστε να είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της αποφάσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει κατ΄ αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ΄ αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 23, παρ. 2 του Ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη με απειλή ποινικών κυρώσεων για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Και στην περίπτωση όμως αυτή, η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο αναιρεσείων εθεμελίωσε το αίτημα αυτής να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του στο γεγονός της άκυρης ως καταχρηστικής, για τους λόγους που επικαλείται, καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του. Κατά συνέπεια η αγωγή ως προς το συγκεκριμένο αίτημα δεν είναι νόμιμη. Επομένως, το Εφετείο που την απέρριψε ως προς το εν λόγω αίτημα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι από την άρνηση αποδοχής από την αναιρεσίβλητη της εργασίας του αναιρεσείοντος μειώθηκε ηθικά η προσωπικότητά του, σε βαθμό που να υπερβαίνει τα όρια που διαγράφονται από το άρθρο 281 ΑΚ, έκρινε κατ΄ αποτέλεσμα ορθά, αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία. Κατά συνέπεια, οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι με την άνω απορριπτική κρίση της παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου της διάταξης των άρθρων 57 και 281 ΑΚ είναι απορριπτέοι κατ΄ άρθρο 578 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/1993, 37/1996). Ο από τη διάταξη του άρθρου 559, αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη πραγματικών περιστατικών που κατά την έννοια του άρθρου 335 ΚΠολΔ ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην εκ της άνω διάταξης πλημμέλεια, διότι δεν έλαβε υπόψη: 1) την από 7/8/2000 κατάσταση αναγγελίας πρόσληψης στην Επιθεώρηση Εργασίας του ΙΚΑ του προσληφθέντος ......, 2) την από 28/2/2001 μήνυση της αναιρεσίβλητης εναντίον του αναιρεσείοντος ότι δήθεν την συκοφάντησε και 3) το με αρ. 43/2002 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αιγίου, τα οποία ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε και από τα οποία αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο ότι η αναιρεσίβλητη δεν τον επαναπροσέλαβε από εχθρότητα και εμπάθεια, διότι αμέσως τον αντικατέστησε με άλλο εργαζόμενο, επειδή δεν ήθελε να τον απασχολεί. Με δεδομένο ότι κατά τ΄ ανωτέρω το σχετικό αίτημα της αγωγής δεν είναι νόμιμο, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής.