Απόφ. Αρείου Πάγου 168/2005 (15/10/2005)

Στην σύμβαση έργου οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν την μερική ή και πλήρη απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής

Στην σύμβαση έργου οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν την μερική ή και πλήρη απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής

Α.Π. 168/2005 (Τμ. Α' Πολ.)

Προεδρεύων: ΔΗΜ. ΣΟΥΛΤΑΝΙΑΣ, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: ΜΙΧ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Αρεοπαγίτης

Κατά το άρθρο 559, αριθμ. 20, του Κ.Πολ.Δ. επιτρέπεται αναίρεση και όταν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο, και μορφώνει ακολούθως την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, που φέρεται, ότι παραμορφώθηκε,

Παραμόρφωση με την έννοια της ανωτέρω διατάξεως είναι και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για το αποδεικτέο γεγονός.

Η επίδραση της παραμόρφωσης στο διατακτικό της απόφασης προσδιορίζεται από τις διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου,

Εξ' άλλου, η διάταξη του άρθρου 700 Α.Κ., κατά την οποία επί συμβάσεως έργου « Ο εργοδότης έχει δικαίωμα ως την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση, Αν γίνει καταγγελία οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή », είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν το αντίθετο, ήτοι την μερική ή και πλήρη απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, για τη μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος ότι η ένδικη σύμβαση που συνέδεε την αναιρεσίβλητη με τον αναιρεσείοντα έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως έργου και συνεπώς, ότι σε περίπτωση καταγγελίας της εκ μέρους της αναιρεσείουσας οφείλεται πλήρης η αμοιβή του αναιρεσείοντος η οποία εξαρτήθηκε από την πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως, κατά την οποία κατά το πέρας του συμφωνηθέντος χρόνου θα είχε πραγματοποιηθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα δέχθηκε τα ακόλουθα.

Με το από 21.11.1997 ιδιωτικό συμφωνητικό η (αναιρεσείουσα) ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «Ι.» ανέθεσε στον (αναιρεσίβλητο) Ν. Κ. την εκτέλεση του έργου του βοηθού συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων της, στο Υποκατάστημα Καλλιθέας, για το χρονικό διάστημα από 31.12.1997 μέχρι 31.12.1999.

Με την ίδια σύμβαση ο αναφεσίβλητος ανέλαβε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει κατά το παραπάνω διετές χρονικό διάστημα τους εξής ελάχιστους στόχους: 1) Επίσης συμφωνήθηκε, ότι σε περίπτωση τερματισμού της ίδιας συμβάσεως έργου οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο, αν υπήρχε χρεωστικό υπόλοιπο στον τηρούμενο λογαριασμό του Ν. Κ. ο τελευταίος υποχρεούτο να επιστρέψει αμέσως στην «Ι.» ολόκληρο το ποσό του χρεωστικού υπολοίπου. Στο ίδιο συμφωνητικό έγινε ρητή μνεία ότι ο Ν. Κ. κατά την υπογραφή του έλαβε από την «Ι.» προκαταβολικά ως BONUS επιτεύξεως της νέας παραγωγής ασφαλίστρων ζωής το ποσό των 4.000.000 δρχ. το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στην «Ι.» αν η συνεργασία του με την τελευταία τερματιζόταν πριν από την 31.12.1999 ή δεν είχε πραγματοποιηθεί ο πιο πάνω στόχος.

Το Εφετείο, όπως περαιτέρω προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, παρέλειψε παντελώς την ανάγνωση της σχετικής περικοπής του ίδιου από 21.11.1997 ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με την οποία «Από 31.12.1997 ανατίθεται από την Εταιρεία (αναιρεσείουσα) στο βοηθό Συντονιστή (αναιρεσίβλητο), ο οποίος και αποδέχεται το έργο του Βοηθού Συντονιστή Ασφαλιστικών Συμβούλων, με τους αυτούς όρους, με τους οποίους συνεργάζονται με την Εταιρεία όλοι οι συνεργαζόμενοι με αυτήν Βοηθοί Συντονιστές Ασφαλιστικών Συμβούλων, των οποίων η συνεργασία, υπό την ιδιότητα αυτή άρχισε από το Μάρτιο 1996.

Ήδη με το παρόν συμφωνούνται προσθέτως και τα κατωτέρω, τα οποία θα ισχύσουν μόνο κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.1997 ως 31.12.1999, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω σύμβαση έργου θα είναι σε ισχύ».

Έτσι, όμως το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του ανωτέρω αναιρετικού λόγου, αφού δεν έλαβε υπόψη την ανωτέρω περικοπή του ιδιωτικού συμφωνητικού, που, εν όψει του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 700, Α.Κ., έχει ουσιώδη επίδραση στην βασιμότητα ή μη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι από το σύνολο της όρων του προκύπτει ότι καταρτίσθηκαν α) μια βασική σύμβαση αορίστου χρόνου ανάθεσης στον αναιρεσίβλητο του έργου του βοηθού συντονιστή με τους ίδιους όρους με τους οποίους συνεργάζονται με την αναιρεσείουσα όλοι οι συνεργαζόμενοι με αυτή βοηθοί κ.λπ. και β) μια επί πλέον συμφωνία, η οποία θα ίσχυε ειδικώς για τον αναιρεσίβλητο για το χρονικό διάστημα από 31.12.1997 έως 31.12.1999 «υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω (βασική) σύμβαση θα είναι σε ισχύ » και ότι η αναιρεσείουσα θα μπορούσε να καταγγείλει, αζημίως γι' αυτή, την ένδικη σύμβαση κατά πάντα χρόνο και συνεπώς η ανάγνωση της ανωτέρω κρίσιμης περικοπής θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό διατακτικό.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, ακολούθως δε παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση (άρθρο 580. παραγρ. 3, Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2172/1993).