Απόφ. Αρείου Πάγου 199/2004 (05/10/2004)

Όροι αμοιβής και εργασίας οδηγών τουριστικών λεωφορείων.

`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ.απόφασης: 199/2004
Δικαστής: Αρχοντής Ντόβας, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Χρ. Μπαλντάς, Θεόδ. Τζέμος,
Σπ. Κολυβάς και Γεώρ. Χλαμπουτάκης

Όροι αμοιβής και εργασίας οδηγών τουριστικών λεωφορείων.

Σύμφωνα με τις α) από 11-7-97 και β) 12-5-98 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η γνωστοποίηση του χρόνου προϋπηρεσίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων, για κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα, γίνεται με παράδοση υπεύθυνης δήλωσης του οδηγού προς τον εργοδότη και παράδοση με απόδειξη των πιστοποιητικών προηγούμενης εργασίας σε άλλους εργοδότες.

Εάν δεν πρόκειται για προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, οπότε ο τελευταίος οφείλει οίκοθεν να καταβάλλει τον νόμιμο μισθό της αντίστοιχης μισθολογικής κλίμακας, η υποχρέωση καταβολής του νόμιμου μισθού του κλιμακίου με βάση την προϋπηρεσία, αρχίζει από την κατά τα παραπάνω παράδοση της υπεύθυνης δήλωσης και των πιστοποιητικών προϋπηρεσίας.

[...] 1. Κατά το άρθρο 3 της από 11/7/1997 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων, ως και κατά το ταυτάριθμο άρθρο της από 12/5/1998 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των παραπάνω οδηγών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 11679/14.7/6-8-98 ΦΕΚ 816 τευχ. Β΄, η γνωστοποίηση του χρόνου προϋπηρεσίας για κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα γίνεται με παράδοση υπεύθυνης δηλώσεως του Ν. 1599/1986 του οδηγού προς τον εργοδότη και παράδοση με απόδειξη των πιστοποιητικών προηγουμένης εργασίας σ΄ άλλους εργοδότες. Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι εάν δεν πρόκειται για προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, οπότε ο τελευταίος οφείλει οίκοθεν να καταβάλει το νόμιμο μισθό της αντίστοιχης μισθολογικής κλίμακας, η υποχρέωση καταβολής του νόμιμου μισθού του κλιμακίου με βάση την προϋπηρεσία αρχίζει από την κατά τα παραπάνω παράδοση της υπεύθυνης δηλώσεως και των πιστοποιητικών προϋπηρεσίας. Εν προκειμένω με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσίβλητος κατά την πρόσληψή του από την αναιρεσείουσα τουριστική εταιρία της γνωστοποίησε ότι είχε προϋπηρεσία οδηγού δεκαπέντε ετών και απορρίφθηκε, ως αβάσιμος, ο λόγος εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά τον οποίο κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε γίνει η γνωστοποίηση αυτή. Με την παραπάνω παραδοχή το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή εάν η γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας του αναιρεσιβλήτου έγινε κατά τις διαγραφόμενες διατυπώσεις στις παραπάνω κανονιστικές διατάξεις των ΣΣΕ που ίσχυσαν κατά το χρονικό διάστημα της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου, οι οποίες έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ενώ ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του από τον αριθμό 8 του ιδίου άρθρου πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, αφού ο σχετικός λόγος εφέσεως εξετάσθηκε και απορρίφθηκε.

2. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ, στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιό λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα για το ορισμένο λόγο αναιρέσεως εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές του, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προσβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο. Ομοίως για το ορισμένο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του παραπάνω άρθρου απαιτείται να εκτίθεται, εκτός από τις πραγματικές παραδοχές, και σε τι συνίσταται η επικαλούμενη ανεπάρκεια των αιτιολογιών. Εν προκειμένω με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως κατά το σκέλος του από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα και με ανεπαρκείς αιτιολογίες έκρινε ως εφαρμοστέες τις διατάξεις που ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων, ενώ έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις για τους οδηγούς μισθωμένων λεωφορείων, στις οποίες υπάγεται ο αναιρεσίβλητος ως εκ της φύσεως της εργασίας του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθόσον δεν εκτίθενται οι πραγματικές παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, κατά το σκέλος του από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα νομίμως προταθέντα, τουτέστιν το λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση α) με τις ώρες της πραγματικής απασχολήσεως του αναιρεσίβλητου οδηγού μετ΄ αφαίρεση του χρόνου διακοπής της εργασίας του μεταξύ του πρωϊνού και του μεσημβρινού δρομολογίου β) με την ύπαρξη συμφωνίας ότι η τυχόν αμοιβή για υπερεργασία, εργασία σε ημέρες αργιών κ.λ.π. θα συμψηφίζετο με τις επιπλέον των νομίμων καταβαλλόμενες στον αναιρεσίβλητο αποδοχές. Ο λόγος αυτός, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλομένη προκύπτει ότι ο λόγος αυτός της εφέσεως ελήφθη υπόψη και απορρίφθηκε στην ουσία, αφού έγινε δεκτό αφενός μεν ότι μεταξύ του πρωϊνού και του μεσημβρινού δρομολογίου ο αναιρεσίβλητος είτε πραγματοποιούσε μικρότερα δρομολόγια, είτε παρέμενε στο Σχηματάρι, όπου είχε μεταφέρει εργαζομένους στην Ε.Α.Β. και περίμενε για να τους παραλάβει για την επιστροφή τους στην Αθήνα, αφετέρου δε έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσίβλητος ελάμβανε αποδοχές μικρότερες των νομίμων.

3. Κατά το άρθρο 1 της εκδοθείσας ενόψει των άρθρων 2 του Ν.Δ. 4020/1959 και 2 του Α.Ν. 199/1936 Υπουργ. Αποφάσεως 51266/2955/1975, όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 1907/1987, η απασχόληση των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν), πλήν των εκτελούντων αστική ή υπεραστική συγκοινωνία, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 13 ώρες ημερησίως και τις 72 εβδομαδιαίως. Στις ώρες αυτές περιλαμβάνονται α) ο χρόνος οδηγήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως και τις 48 ώρες εβδομαδιαίως β) ο χρόνος παραλαβής και παραδόσεως του αυτοκινήτου γ) τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της διαδρομής και οι διακοπές εντός και εκτός έδρας. Εξάλλου κατά το άρθρο 4 παρ. 1 της από 12/5/1998 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων όλης της χώρας, πλήν της Κρήτης, οι αποδοχές του πίνακα του άρθρου 2 της παρούσας ΣΣΕ αφορούν σε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση κατά τους όρους και προϋποθέσεις των 51266/1975 και 38/1985 αποφάσεων του Υπουργ. Εργασίας ..... και συγκεκριμένα 9 ώρες ημερησίως οδήγηση και 45 ώρες εβδομαδιαίως και συνολική απασχόληση μέχρι 13 ώρες ημερησίως, όπως κατά τα λοιπά ορίζεται στις παραπάνω ρυθμίσεις. Σε περίπτωση υπέρβασης του 9ώρου οδήγησης ημερησίως και απασχόλησης μέχρι 13 ώρες υπάρχει νόμιμη υπερωριακή εργασία, ενώ η απασχόληση από 40 μέχρι 48 ώρες εβδομαδιαίως συνιστά υπερεργασία. Επίσης για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216, παρ. 1, εδαφ. α΄, ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού τουριστικού λεωφορείου, που έχει ως αίτημα τη καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση λόγω της υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής απασχολήσεως, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθεκάστη εργάσιμη ημέρα απασχολήσεως, χωρίς να είναι απαραίτητος, για τη σύμφωνα με τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις θεμελίωση των αξιώσεων, ο προσδιορισμός του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου οδηγήσεως και του χρόνου των διαλειμμάτων και διακοπών, αφού η αξιούμενη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δε στηρίζεται σε υπέρβαση του 9ώρου ημερησίας ή 45ώρου εβδομαδιαίας οδήγησης. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως περί νομικής αοριστίας της αγωγής συνεπεία μη προσδιορισμού των παραπάνω στοιχείων, η οποία αοριστία προβλήθηκε με λόγο εφέσεως και απορρίφθηκε σιγή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

4. Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μόνο κατά το μέρος της που αφορά τις νόμιμες αποδοχές του αναιρεσιβλήτου βάσει και του χρόνου προϋπηρεσίας του και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).