Απόφ. Αρείου Πάγου 258/2005 (15/11/2005)

Επί οικειοθελούς παροχής του εργοδότη επέρχεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Επί οικειοθελούς παροχής του εργοδότη επέρχεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Τέτοια παροχή είναι και η οικειοθελής, ήτοι χωρίς νομική υποχρέωση του εργοδότη, αναγνώριση της προϋπηρεσίας του μισθωτού σε άλλους εργοδότες, που συνεπάγεται την επαύξηση του μισθού του.

Α.Π. 258/2005 (Τμ. Β2' Πολ.)

Προεδρεύων: ΡΩΜ. ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: ΑΝΑΣΤ. ΠΕΡΙΔΗΣ, Αρεοπαγίτης

Από τα άρθρα 4, 22, παραγρ. 1, εδάφ. β', του Συντάγματος, 288 του Α.Κ. και 119 Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. (ήδη 141) προκύπτει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως από τον εργοδότη των μισθωτών, που παρέχουν την ίδια υπό τις αυτές συνθήκες εργασία.

Με βάση την αρχή αυτή θεμελιώνεται απευθείας αξίωση του μισθωτού κατά του εργοδότη του για τις εκούσιες αυτού παροχές προς άλλους μισθωτούς του, που παρέχουν τις ίδιες, υπό τις αυτές συνθήκες, υπηρεσίες. Αποτελεί δε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η εξαίρεση ορισμένου μισθωτού από παροχές, όπως είναι και η αναγνώριση της προϋπηρεσίας σε άλλους εργοδότες, που συνεπάγεται την επαύξηση του μισθού του, στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης οικειοθελώς, χωρίς δηλαδή νομική υποχρέωση.

Τέτοια εξαίρεση ενός μισθωτού δικαιολογείται για ειδικό και σοβαρό - κατά αντικειμενική κρίση - λόγο και είναι αποδεκτή στην περίπτωση που οι πλείονες μισθωτοί δεν ανήκουν στην αυτή κατηγορία, γιατί δεν έχουν τα αυτά τυπικά προσόντα ή ασκούν άλλα καθήκοντα, καθώς και όταν προσλήφθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους με άλλες προϋποθέσεις και συνεπώς δεν τελούν κάτω από τις αυτές συνθήκες εργασίας (Α.Π. 1379/2001).

Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 2, παραγρ. γ' της με αριθμό 14599/1981 απόφασης των Υπουργών Αναπληρωτή Συντονισμού και Εργασίας «περί καθορισμού κατωτάτων ορίων μηνιαίων μισθών του προσωπικού γραφείων του υπηρετούντος εις φ. ή ν.π.ι.δ. μη ασκούντα επιχείρηση (Σωματεία, Ιδρύματα, Επιτροπές Εράνων, Συμβολαιογράφοι, Δικηγόροι), πλην αμίσθων υποθηκοφυλάκων» (Φ.Ε.Κ. 321, τ. Β' της 4.6.1981), που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Αν.ν. 435/1968 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 23, παραγρ. 2, του ν. 1876/1990, ορίζεται, ότι «Ως προϋπηρεσία εν προκειμένω θεωρείται η παρά τω αυτώ ή ετέροις εργοδότες ομοειδής τοιαύτη, ως και η προϋπηρεσία εργάτου παρά τη αυτή επιχείρηση. Διά τον καθορισμό των βασικών μηνιαίων μισθών των εις την παρούσα υπαγομένων μισθωτών λαμβάνεται υπόψη και η παρ' οιωδήποτε εργοδότη διανυθείσα πραγματική προϋπηρεσία αυτών εις ομότιμα και συναφή καθήκοντα... Η προϋπηρεσία των προσλαμβάναμενων υπαλλήλων αποδεικνύεται δι' υπευθύνου δηλώσεως αυτών, κατατιθέμενης, άμα τη προσλήψει των, εις τον εργοδότη, συνοδευόμενης εντός τρίμηνου προθεσμίας από της προσλήψεως υπό των απαραιτήτων πιστοποιητικών».

Στη συνέχεια εκδόθησαν συναφείς υπουργικές αποφάσεις (14091/1982, 18160/1983, 14128/1984, 11927/1987, 10856/1988, 16354/1988, 14882/1989, 15914/1991, 15001/1992, 13948/1993 κ.λπ.), που αφορούσαν τον καθορισμό των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού γραφείων Σωματείων, κ.λπ. φ. και ν.π. που δεν ασκούσαν επιχείρηση, χωρίς να θίξουν την προαναφερθείσα διάταξη της ΥΑ 14599/1981, η οποία εξακολουθεί να ισχύει (Α.Π. 668/2003).

Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 288 του Α.Κ., 22, παραγρ. 1 β του Συντάγματος και 119 (ήδη 141) της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., διότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές του, δεν συνέτρεχαν οι εκτιθέμενες στη μείζονα σκέψη προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αφού στην Φ.Κ., θαλαμηπόλο, αναγνωρίσθηκε η προϋπηρεσία της με βάση την 14599/1981 κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Αναπληρωτή Συντονισμού και Εργασίας (Φ.Ε.Κ. 321 τ. Β' 4.6.1981), δηλαδή το αναιρεσείον προέβη στην αναγνώριση της προϋπηρεσίας της παραπάνω μισθωτού όχι εκουσίως, αλλά με βάση σχετική διάταξη και συνεπώς δεν παραβιάσθηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στην οποία αποκλειστικώς στηρίζεται η αγωγή των αναιρεσιβλήτων.

Επομένως είναι βάσιμοι οι δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559, Κ.Πολ.Δ. και γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.