Απόφ. Αρείου Πάγου 289/2004 (01/01/2004)

Ναυτικό εργατικό ατύχημα - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση και ηθική βλάβη - Μηχανικοί πλοίου.

`Αρειος Πάγος (B2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 289/2004
Δικαστής: Χρήστος Μπαλντάς
Αρεοπαγίτες: Θεόδ. Τζέμος, Σπυρ. Κολυβάς,
Δημ. Λοβέρδος και Γεωρ. Χλαμπουτάκης

Ναυτικό εργατικό ατύχημα - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση και ηθική βλάβη - Μηχανικοί πλοίου.

1. Εάν ναυτικός έπαθε εργατικό ατύχημα, το οποίο τον κατέστησε ανίκανο ή προκάλεσε τον θάνατό του και για το οποίο ευθύνεται ο εργοδότης του, οι συγγενείς του έχουν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν αποζημίωση, η οποία βασίζεται στα άρθρα 297, 298, 914 ΑΚ.

2. Ευθύνη Α μηχανικού πλοίου.

3. Χρηματική ικανοποίηση και ηθική βλάβη, κατά ΑΚ 929, 932

[...] Ι) Από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24/7-25/8/1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν.ΑΚ, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολογήσεως, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και το άρθρο 66 του Ν. 3816/1958 "περί κυρώσεως του Κωδ. Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου", προκύπτει ότι αυτός που έπαθε ανικανότητα από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενείς του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ΄ αυτές, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων τούτων. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων, που επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Οι διατάξεις των άρθρων 67 παρ. 1 εδ. α, 72 παρ. 1 και 77 παρ. 1 και 3 του Β.Δ/τος 806-16/12/1970 περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού "περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω" (ΦΕΚ Α 275), εκδοθέντος κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του Ν. 6392/1934 "περί Ποινικού και Πειθαρχικού Κώδικος του Εμπορικού Ναυτικού" και των άρθρων 1 παρ. 1 και 8 του Ν. 3141/1955 "περί συστάσεως παρά τω ΥΕΝ Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού", περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο IV υπό τον τίτλο "Περί του Προσωπικού Μηχανής", αναφέρονται στα καθήκοντα και την εν γένει ευθύνη του Α΄ Μηχανικού και ορίζουν ότι: (άρθρο 67 παρ. 1 εδ. α΄) " Ο Α΄ Μηχανικός, προκειμένου να αναλάβει την διεύθυνση της υπηρεσίας μηχανής οφείλει: α) να προβεί εις την επιθεώρηση των μηχανών, μηχανημάτων και εξαρτημάτων εν γένει της δικαιοδοσίας του και των λεβήτων με τη βοήθεια του Β΄ Μηχανικού, οδηγούμενος προς τούτο εκ του ημερολογίου της μηχανής και των σχεδιαγραμμάτων του μηχανοστασίου και λεβητοστασίου..." (άρθρο 72 παρ. 1)", Ο Α΄ Μηχανικός επιμελείται της εκτελέσεως εν πλω και εν όρμω πασών των επισκευών μηχανικής φύσεως των δυναμένων να εκτελεσθώσι, δια του υπ΄ αυτόν προσωπικού και των μέσων τα οποία διαθέτει το πλοίον. Προς τούτο δέον να συνεννοείται μετά του πλοιάρχου, ώστε να προτιμώνται οι επειγούσης φύσεως και μη απαιτούσαι χρόνον περισσότερον του διατιθεμένου..." (άρθρο 77 παρ. 1) "Ο Α΄ Μηχανικός κατανέμει το προσωπικόν μηχανής εις τας διαφόρους εργασίας και είναι υπεύθυνος δια την εργασίαν, απόδοσιν, συμπεριφοράν, διαγωγήν, πειθαρχίαν και καλήν εν γένει διοίκησιν αυτού..." (παρ. 3) "Ευθύνεται δια την λήψιν των εκάστοτε ενδεικνυομένων μέτρων αερισμού, φωτισμού και ασφαλείας εν γένει της εργασίας, εις τρόπον ώστε οι κατά την διάρκειαν της ημέρας ή της νυκτός εργαζόμενοι να προφυλλάσονται πλήρως εκ παντός κινδύνου, δυναμένου να προέλθει εκ δηλητηριωδών αερίων ως και εκ θραύσεως, εμπλοκής, αποσυνθέσεως ή πλημμελούς εν γένει λειτουργίας των μηχανών, μηχανημάτων και εξαρτημάτων της δικαιοδοσίας του..". Οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν ειδικώς όρους ασφαλείας του προσωπικού της μηχανής του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16, παρ. 1 Ν. 551/1915, δηλαδή δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας του προσωπικού της μηχανής του πλοίου. Η συντήρηση και η καλή λειτουργία των μηχανημάτων για τις οποίες είναι υπεύθυνος ο Α΄ Μηχανικός, δεν είναι ειδικά μέτρα ασφαλείας, αλλά αποτελούν το σκοπό για την επίτευξη του οποίου πρέπει να λαμβάνονται τα εξειδικευμένα κατάλληλα μέτρα, ώστε από την καλή λειτουργία των μηχανημάτων να υπάρχει ασφάλεια στους εργαζομένους (ΑΠ ολομ. 26/1995 Ελλ Δικ. 37 σελ. 38). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι οι παραπάνω διατάξεις του Β.Δ/τος 806/16.12.70 δεν προβλέπουν ειδικώς όρους ασφαλείας των εργαζομένων και δεν προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 16, παρ. 1 Ν. 551/1915. Έτσι, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος κατά την κύρια βάση της, περί της πλήρους αποζημιώσεώς του κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, λόγω του εργατικού ατυχήματος που υπέστη ως Β΄ Μηχανικός στο πλοίο Μ/Τ Serifos, νηολογίου Πειραιώς 10312 και DW 46700, πλοιοκτησίας της πρώτης από τις αναιρεσίβλητες, αντιπροσωπευόμενης στην Ελλάδα από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι η τρίτη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του Β.Δ/τος 806/16.12.70, αφού αυτές, κατά τον αναιρεσείοντα, θέτουν ειδικούς όρους ασφαλείας υπό την εκτεθείσα έννοια, έτσι ώστε να θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής του, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος· όπως, ενόψει των εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, εκ του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, με τον οποίο καταλογίζεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι άφησε αδίκαστη την ως άνω αίτηση - κύρια βάση της αγωγής του, αλλά και κατά το δεύτερο σκέλος του εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ περί παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας ούτε το δικαίωμα στη χρήση-πρόσβαση και απονομή δικαιοσύνης.

ΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει, στο ύψος των οποιωνδήποτε χρηματικών ποσών που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του (άρθρ. 929 ΑΚ) ή στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από τη σωματική του αναπηρία ή παραμόρφωση (αρθ. 932 ΑΚ) μπορεί να θεμελιώσει και ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης αν επιδρά στο κοινωνικό μέλλον του, υπό την έννοια της κοινωνικής του εξέλιξης και της κοινωνικής του ένταξης, που δεν καλύπτεται με τις παροχές που προβλέπονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Έτσι, η εκ του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση, που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη και πρέπει το εύλογο προς τούτο χρηματικό ποσό να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται χωρίς και να καλύπτεται από αυτήν, όπως και δεν καλύπτεται από την περιουσιακή ζημία του άρθρου 929 ΑΚ. Εξάλλου, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν αποκλείεται και στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος από την ειδική ρύθμιση του Ν. 551/1915 γιατί δεν αποτελεί αποζημίωση για περιουσιακή ζημία. Αρκεί, στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος να συντέλεσε και αδικοπραξία του κυρίου της επιχειρήσεις ή των υπ΄ αυτού προστηθέντων προσώπων με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως. Και τέτοια αδικοπραξία μπορεί να υπάρχει και στην περίπτωση που δεν συντρέχει η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 η οποία θεμελιώνει την από τους κανόνες του κοινού αστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως. Επομένως, η αξίωση για τη χρηματική ικανοποίηση μπορεί να συρρέει με την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915 (ΑΠ ολομ. 444/1964 ΝοΒ 12.1075). Αξίωση δε χρηματικής ικανοποίησης που μπορεί να συρρέει με την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 Ν. 551/1915 είναι και εκείνη εκ του άρθρου 931 ΑΚ, υπό την έννοια που αναφέρθηκε, έτσι ώστε αυτή να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, επιδικάζοντας στον αναιρεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ του άρθρου 932 ΑΚ, λόγω του εργατικού ατυχήματος από αμέλεια του προστηθέντος από τις αναιρεσίβλητες Α΄ μηχανικού, την οποία και προσδιόρισε στο ποσό των 50.000.000 δραχμών, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη, μεταξύ των άλλων, ότι αυτός, ηλικίας 31 ετών, κατά το χρόνο του ατυχήματος, κατέστη δια βίου ανάπηρος, δέχθηκε περαιτέρω ότι μη επιδικάζοντας το πρωτόδικο δικαστήριο στον ενάγοντα την αιτούμενη κατ΄ άρθρο 931 ΑΚ αποζημίωση, δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς του, διότι το ως άνω άρθρο θα είχε εν προκειμένω εφαρμογή, εφόσον γινόταν δεκτή η αγωγή ως προς την κυρία βάση της (του κοινού αστικού δικαίου) και ότι με τη διάταξη αυτή δεν επιδικάζεται ιδιαίτερη αποζημίωση, αλλά δίδεται κατεύθυνση προς το δικαστή να λάβει υπόψη του την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη ο παθών κατά την επιδίκαση της αποζημίωσής του αν επιδρά στο μέλλον του. Υπό τις παραδοχές όμως αυτές, το Εφετείο, μη λαμβάνοντας υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, η οποία προβλέπει αντίστοιχη αξίωση χρηματικής ικανοποίησης που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, ώστε αυτή να επιδικασθεί παράλληλα μ΄ εκείνα εκ του άρθρου 932 ΑΚ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Γι΄ αυτό πρέπει, ο τρίτος-τελευταίος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η αντίστοιχη πλημμέλεια, να γίνει δεκτός και ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, κατ΄ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 Ν. 2172/1993.

ΙΙΙ) Οι αναιρεσίβλητες πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της αντίστοιχης ήττας του, κατ΄ άρθρα 183, 178, παρ. 1 ΚΠολΔ.