Απόφ. Αρείου Πάγου 352/2003 (02/02/2003)

Το πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε. επέχει θέση πληρεξούσιου όταν έχει καταχωρηθεί σ` αυτό απόφαση του Δ.Σ., με την οποία ανατίθεται (γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις) η εκπροσώπηση της Α.Ε.Α.Π. 352/2003 (Τμ. Ε` Ποιν. - σε Συμβ.)

Το πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε. επέχει θέση πληρεξούσιου όταν έχει καταχωρηθεί σ' αυτό απόφαση του Δ.Σ., με την οποία ανατίθεται (γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις) η εκπροσώπηση της Α.Ε. Α.Π. 352/2003 (Τμ. Ε' Ποιν. - σε Συμβ.)

Προεδρεύων : ΚΩΝ. ΤΣΑΜΑΔΟΣ, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής : ΧΡ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ, Αρεοπαγίτης

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 82 - 84 του Κ.Π.Δ. και των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει, ότι το δικαίωμα να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει εκείνος που αμέσως ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη από το αξιόποινο αδίκημα και όχι αυτός που ζημιώθηκε εμμέσως απ' αυτό (Ολ. Α.Π. 1/1994).

Στην περίπτωση δε που το αξιόποινο αδίκημα στρέφεται κατά Α.Ε., που είναι νομικό πρόσωπο, μόνο αυτή δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα και όχι τα μέλη αυτής (εταίροι-μέτοχοι), αφού αυτά υφίστανται έμμεση και όχι άμεση υλική ζημία ή ηθική βλάβη.

Εξάλλου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 83 Κ.Π.Δ. να γίνεται από τον προς τούτο νομιμοποιούμενο είτε με την έγκληση, είτε με άλλο έγγραφο έως την περάτωση της ανακρίσεως προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα αυτοπροσώπως, είτε από πληρεξούσιο, που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, γενική ή ειδική, η οποία έχει δοθεί, κατά το άρθρο 42, παρ. 2, εδ. 6' και γ', Κ.Π.Δ. και με απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα, του οποίου η γνησιότητα της υπογραφής να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο.

Κατά την κατάθεση της δηλώσεως συντάσσεται, κατά το ίδιο άρθρο 83 Κ.Π.Δ., έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητα. Η δήλωση επίσης μπορεί να γίνει και σ' αυτόν που ενεργεί την ανάκριση ακόμα και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωθείς.

Περαιτέρω, η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει με ποινή απαραδέκτου αυτής να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 84 Κ.Π.Δ., εκτός των άλλων, και συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται ο δηλών ως πολιτικώς ενάγων.

Εξάλλου, προκειμένου περί Α.Ε. η πολιτική αγωγή ασκείται είτε από το Δ.Σ. της, το οποίο εκπροσωπεί την εταιρεία δικαστικώς και εξωδίκως και ενεργεί συλλογικώς, είτε από ένα ή περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ή άλλα πρόσωπα, που ορίζονται ως εκπρόσωποι της εταιρείας με απόφαση του Δ.Σ. της γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού (άρθρο 18, παρ. 1 και 2, του Διατάγματος 174/1963 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του ν. 2190/1920 σε ενιαίο κείμενο»), τα οποία στην τελευταία περίπτωση πρέπει να έχουν εντολή για να προβούν στη δήλωση παραστάσεως της εταιρίας ως πολιτικώς ενάγουσας.

Περαιτέρω, το πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., στο οποίο έχει καταχωρηθεί η απόφαση του Δ.Σ., με την οποία ανατίθεται (γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις) η εκπροσώπηση της εταιρείας στα παραπάνω πρόσωπα, επέχει θέση πληρεξουσίου. Μόνη όμως η προς τον πιο πάνω εκπρόσωπο της Α.Ε. εντολή για υποβολή μηνύσεως κατά του δράστη της αξιόποινης πράξης δεν ενέχει και εντολή να δηλώνει αυτός και παράσταση πολιτικής αγωγής του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκτός εάν από το όλο περιεχόμενο της σχετικής απόφασης σαφώς προκύπτει το αντίθετο.

Τέλος, στην περίπτωση, που ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είναι αμέσως αλλά εμμέσως ζημιωθείς από το αξιόποινο αδίκημα, οπότε δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, ή ο δικαιούμενος σε παράσταση πολιτικής αγωγής δεν προέβη αυτοπροσώπως σε τέτοια δήλωση ή η δήλωση του δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται, και εκείνος που ως πληρεξούσιος του δήλωσε γι' αυτόν παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είχε έγγραφη πληρεξουσιότητα να προβεί σε τέτοια δήλωση, δεν αποκτούν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν δικαιούνται να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, είναι δε αδιάφορο αν δεν είχαν αποβληθεί από την ποινική διαδικασία κατά το άρθρο 87 του Κ.Π.Δ. 2.

Από το περιεχόμενο της γραπτής αυτής δηλώσεως προκύπτει, ότι ο Δ.Τ. δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ε.Π. δήλωσε, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς κολ για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας για υλική και ηθική βλάβη, που υπέστησαν από τις αξιόποινες πράξεις (απιστία κλπ), που είχαν καταγγελθεί με την υπ' αριθμ. Β96/1582ΕΓ93-97-73 μήνυση, αντίγραφο της οποίας υπάρχει στη δικογραφία, και αφορούν άλλη υπόθεση.

Μετά το πέρας της ανακρίσεως εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 3298/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Α.Κ. και 2) Κ. Κ. για τις αξιόποινες πράξεις α) της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που τελέσθηκε από διαχειριστή, και β) της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, που φέρονταν ότι διαπράχθησαν αντιστοίχως απ' αυτούς σε βάρος της ανωτέρω Α.Ε. με τον διακριτικό τίτλο «V. Α.Ε.Β.Ε.». Κατά του απαλλακτικού αυτού βουλεύματος η ως άνω ανώνυμη εταιρεία δια του ως νομίμου εκπροσώπου της ενεργούντος Δ. Τ. και ο Δ. Τ. ατομικώς άσκησαν ως πολιτικώς ενάγοντες έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 27/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του, ότι ο Δ.Τ., που υπέβαλε ως πληρεξούσιος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας δήλωση παρα στάσεως πολιτικής αγωγής στην παρούσα υπόθεση για λογα ριασμό της δεν είχε την απαιτούμενη έγγραφη εξουσιοδότη ση του Δ.Σ. αυτής να προβεί σε τέτοια δήλωση, αφού η δοθεί σα σ' αυτόν εντολή με τη διαλαμβανομένη στο υπ' αριθμ. 337/30.8.1995 πρακτικό απόφαση του ΔΣ αναφερόταν μόνο στην υποβολή των απαραιτήτων μηνύσεων κατά των υπαιτίων και δεν ενείχε και εντολή σ' αυτόν να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας.

Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, ότι από τις καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, που φέρονταν, ότι διαπράχθησαν από τους ως άνω κατηγορουμένους σε βάρος της ανωτέρω Α.Ε., αμέσως ζημιωθείσα ήταν η εν λόγω εταιρεία, η οποία και μόνο δικαιούνταν να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, όχι όμως και ο μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής Δ.Τ., ο οποίος ως εμμέσως ζημιωθείς δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων.

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι οι εκκαλούντες, ήτοι η ως άνω Α.Ε.Β.Ε. με το διακριτικό τίτλο «V.» και ο Δ.Τ. ατομικώς δεν απέκτησαν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και ως εκ τούτου δεν εδικαιούντο να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση αυτή, κατ' άρθρο 476, παρ. 1, Κ.Π.Δ., ως απαράδεκτη. 3. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 93) και τον Κ.Π.Δ. (άρθρο 139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά και σύμφωνα με το νόμο απέρριψε την ανωτέρω έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναίρεσε ιόντων ως απαράδεκτη.

Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία στην ανωτέρω δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας προέβη αυτός βάσει των άρθρων 18 του ν. 2190/1920 και 20 του καταστατικού αυτής και της διαλαμβανομένης στο υπ' αριθμ. 252/30.6.1993 πρακτικό αποφάσεως του ΔΣ, με την οποία ανατέθηκε σ' αυτόν ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας, ως καταστατικό όργανο αυτής και όχι ως αντιπρόσωπο και υποκατάστατο όργανο του Δ.Σ., οπότε και μόνο θα απαιτείτο η, κατά τα ανωτέρω, έγγραφη εξουσιοδότηση του Δ.Σ. προς νομιμοποίηση του, είναι αβάσιμη, αφού η θητεία του Δ.Σ. που ανέθεσε σ' αυτόν την εκπροσώπηση και διοίκηση της εταιρείας έληγε στις 30.6.1995 και η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας έγινε απ' αυτόν μεταγενεστέρως δια της από 28/12/1995-6/1/1996 μηνύσεως και της από 27.10.1998 ανωμοτί καταθέσεως του στην ανακρίτρια, όταν δηλαδή είχε λήξει η θητεία του Δ.Σ. και είχε παύσει να ισχύει η εν λόγω απόφαση αυτού, οπότε αυτός δεν ήταν πλέον καταστατικό όργανο της εταιρείας.

Αβάσιμη είναι επίσης και η αιτίαση των αναιρεσειόντων, ότι η εξουσιοδότηση, που δόθηκε με την διαλαμβανομένη στο υπ' αριθμ. 337/30.8.1995 πρακτικό απόφαση του Δ.Σ. στον εξ αυτών Δ.Τ. για υποβολή μηνύσεων, ενέχει και την εντολή προς αυτόν να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας, αφού από το όλο περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως και ειδικότερα από την περικοπή αυτής «... οι προξενηθείσες βλάβες ξεπερνούν τα 300.000.000 δρχ. επιβάλλουν την προσφυγή στη δικαιοσύνη» δεν προκύπτει σαφώς τέτοια εντολή, όταν μάλιστα προσφυγή στη δικαιοσύνη αποτελεί και η υποβολή μηνύσεων.

Εξάλλου από τα αξιόποινα αδικήματα της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, που φέρονται, ότι τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους σε βάρος της ως άνω Α.Ε.Β.Ε. με τον διακριτικό τίτλο « V .» αμέ σως ζημιωθέν είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της εν λόγω εταιρείας, ο δε Δ.Τ., ως μέτοχος, πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος, συνοφειλέτης ή εγγυητής της εταιρείας αυτής, εμμέ σως μόνο μπορεί να είναι ζημιωθείς, τα δε αντιθέτως υποστη ριζόμενο απ' αυτόν είναι αβάσιμα.

Συνεπώς οι δύο λόγοι της υπό κρίση αίτησης, με τους οποίους πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι.

4. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583, παρ. 1, Κ.Π.Δ.).