Απόφ. Αρείου Πάγου 425/2004 (10/05/2004)

Ισχύς συλλογικής σύμβασης εργασίας.

`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ.απόφασης: 425/2004
Δικαστής: Αρχοντής Ντόβας, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Χρ. Μπαλντάς, Θεόδ. Τζέμος,
Σπ. Κολυβάς και Γεώρ. Χλαμπουτάκης

Ισχύς συλλογικής σύμβασης εργασίας.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του Ν. 1876/90, προκύπτει ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας ισχύει μόνο έναντι οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν αυτή επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, πάντοτε όμως μέσα στα όρια της τοπικής ισχύος, δηλαδή στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι και μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της. Με το άρθρο 1 των από 23/4/99, 8/6/00 και 26/7/00, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ορίζονται τα κατώτατα όρια των βασικών ημερομισθίων των εργατοτεχνιτών οικοδόμων σε όλη την χώρα.

[...] Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 8, παρ. 2 Ν. 1876/1990 που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου που ορίζει ότι με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, προκύπτει ότι η Σ.Σ.Ε. ισχύει μόνον έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν η Σ.Σ.Ε. επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η ισχύς της εκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, πάντως όμως μέσα στα όρια της τοπικής της ισχύος, στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (Ολομ. ΑΠ 540/1981). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή μισθωτού που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών, κ.λ.π. και οφειλομένων βάσει των οριζομένων από κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ, που έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που φορά η ΣΣΕ ή ΔΑ και αν μπορούσε έτσι ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σ΄ αυτούς και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται σε αυτή: α) ότι ο ενάγων και η εναγόμενη εργοδότρια είναι μέλη των επαγγελματικών ή κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων επί της διενέξεως των οποίων εκδόθηκαν οι σχετικές ΣΣΕ ή ΔΑ, αφού αρκεί το γεγονός ότι θα μπορούσαν να είναι και οι δύο μέλη κατά τα προεκτεθέντα και β) ότι οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα προς εφαρμογή ΣΣΕ και ΔΑ κηρύχθηκαν υποχρεωτικές και σε καταφατική περίπτωση με ποια συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργού Εργασίας, εφόσον η ανεύρεση και εφαρμογή αυτών είναι έργο του δικαστού. Στην προκείμενη υπόθεση ο αναιρεσείων με την από 13/9/1999 αγωγή του, όπως προκύπτει από το δικόγραφό της, που η εκτίμησή του ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (άρθρο 561, παρ. 2 ΚΠολΔ) εκθέτει κατά το ουσιώδες μέρος της, ότι προσλήφθηκε στις 8/11/1994 από την εταιρία GU.... SE...., την οποία διαδέχθηκε η εναγόμενη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως φύλακας (προσωπικό ασφαλείας). Ο τόπος στον οποίο παρείχε βασικά τις υπηρεσίες του ήταν το Κέντρο εκπομπής του "ME... CH...." αλλά συχνά παρείχε τις υπηρεσίες του ως φύλακας και σε άλλους χώρους κινούμενος με αυτοκίνητο της εταιρίας. Ότι σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής εργαζόταν συνήθως 12 ώρες την ημέρα, σε πρωϊνή ή απογευματινή βάρδια και με ωράριο από 7.00 μέχρι 19.00 και από 19.00 μέχρι 7.00 αντίστοιχα, μια ημέρα πρωΐ και μία βράδυ. Ότι κατά την πρόσληψή του ήταν έγγαμος με ένα ανήλικο παιδί γεγονός που γνωστοποίησε στην εναγόμενη ότι πραγματοποίησε από τον Ιούνιο του έτους 1996 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 1998 τις αναφερόμενες στην αγωγή ώρες εργασίας, από τις οποίες άλλες αποτελούν υπερεργασία και άλλες νόμιμες και παράνομες υπερωρίες, νυχτερινές ώρες και ώρες εργασίας σε ημέρες αργίας και νυχτερινές ώρες σε ημέρες αργίας και ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλε ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του και τις νόμιμες προσαυξήσεις για τις εργασίες του αυτές. Ότι η εναγόμενη επίσης δεν του κατέβαλε το προβλεπόμενο από το άρθρο 3 της 58/1997 ΔΑ εφάπαξ ποσό των 25.000 δραχμών σε δύο δόσεις και ειδικότερα την 1/11/1997 την πρώτη και την 1/12/1997 τη δεύτερη και ότι του κατέβαλε μειωμένες αποδοχές σε σχέση με τις νόμιμες, καθώς και μειωμένα δώρα εορτών και επιδομάτων αδείας. Με τα δεδομένα αυτά η αγωγή με την οποία ζητούσε ο αναιρεσείων από την αναιρεσίβλητη εταιρεία την επιδίκαση διαφορών αποδοχών, κατ΄ εφαρμογή της από 23/3/1994 ΣΣΕ που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 13139/1994 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, 30/1996 ΔΑ, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 13754/12-11-1996 του Υπουργού Εργασίας, 58/1997 ΔΑ και από 26/6/1998 ΚΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας, καθώς και υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας (η τελευταία ΣΣΕ), είναι ορισμένη - ως διαλαμβάνουσα όλα τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία - και ως εκ τούτου δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η ανωτέρω αγωγή του αναιρεσείοντος με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, είναι αόριστη και απέρριψε αυτήν γιατί ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων: α) δεν επικαλείται στο ανωτέρω δικόγραφο ότι τόσον αυτός όσο και η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία είναι μέλη των επαγγελματικών ή κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων επί της διενέξεως των οποίων εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες ΣΣΕ και ΔΑ, β) δεν εκθέτει αν οι επικαλούμενες προς εφαρμογή ΣΣΕ και ΔΑ κηρύχθηκαν υποχρεωτικές και με ποια απόφαση του Υπουργού Εργασίας και γ) δεν αναφέρει στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από την αναιρεσίβλητη επιχειρήσεως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα έσφαλλε και συνεπώς είναι βάσιμες οι στους αριθ. 1 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ θεμελιούμενες και προβαλλόμενες σχετικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγή (άρθρα 904 επ. ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσεως, υπό την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι από τη σύμβαση ή αδικοπραξία προϋποθέσεις. Για το ορισμένο αυτής δεν απαιτείται (κατ΄ άρθρον 216, παρ. 1 ΚΠολΔ), να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ο λόγος για το οποίο δεν ήθελε τυχόν ευσταθήσει η εκ της συμβάσεως αγωγή, αφού δεν είναι εύλογο να αξιωθεί από τον ενάγοντα να διαλάβει ο ίδιος οιουσδήποτε λόγους απορρίψεως της κύριας βάσης της αγωγής του (ολ ΑΠ 23/2003). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904 και 908 ΑΚ προκύπτει ότι επί αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού, που επιδιώκει ως αποδοτέα ωφέλεια του εναγόμενου εργοδότη αμοιβή (αποζημίωση) για παράνομες υπερωρίες του μισθωτού ίση με τις κατώτερες (νόμιμες) αποδοχές που δικαιούνται οι εργαζόμενοι με έγκυρη σύμβαση στο ίδιο επάγγελμα και ειδικότητα δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να γίνει και μνεία στην αγωγή ότι το ίδιο αιτούμενο με την αγωγή ποσό θα κατέβαλλε ο εργοδότης και σε εκείνον που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση αντί του ενάγοντος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο έκρινε ότι το σχετικό κονδύλι με το οποίο ο αναιρεσείων ζητούσε να καταβληθούν σ΄ αυτόν τα εν τη αγωγή αιτούμενα ποσά για παράνομες υπερωρίες είναι αόριστο και απορριπτέο γιατί δεν αναφέρεται στο ανωτέρω δικόγραφο ότι "η αναιρεσίβλητη εργοδότης έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερη από την προσφορά των παράνομων υπηρεσιών του ενάγοντος - αναιρεσείοντος και ότι η πρώτη ωφελήθηκε το αντίστοιχο ποσό που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο ο οποίος θα προσλαμβανόταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο - ενόψει και του ότι ο νόμιμος μισθός του αναιρεσείοντος καθορίζεται από τις προαναφερθείσες ΣΣΕ και ΔΑ και έτσι το δικαστήριο μπορεί να εξεύρει με αριθμητικό υπολογισμό και την νόμιμη προσαύξηση επί των καταβαλομένων ή νόμιμων αποδοχών του μισθωτού για παράνομη υπερωριακή του απασχόληση - υπέπεσε στην εκ του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θεμελιούμενη πλημμέλεια και έτσι είναι βάσιμος ο τέταρτος (Δ) σχετικός λόγος αναιρέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το κεφάλαιο αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).