Απόφ. Αρείου Πάγου 493/2004 (16/06/2004)

Ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων.

Ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων.

Η εξόφληση διακόπτει τον ανατοκισμό, όπως διακόπτει την παραγωγή τόκων γενικά η εξόφληση του κεφαλαίου.

Α.Π. 493/2004 (Τμ. Α' Πολ.)

Προεδρεύων: ΑΘΑΝ. ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Αντιπρόεδρος

Εισηγ ητής: ΕΥΑΓΓ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ, Αρεοπαγίτης

Κατά το άρθρο 296, παραγρ. 1, Α.Κ. για τόκους κάθε είδους (νόμιμους ή δικαιοπρακτικούς) οφείλεται τόκος, αν τέτοιος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή, και στις δύο όμως περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολόκληρου έτους ή μιας χρήσης, αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται αφού λήξει το έτος ή η χρήση.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι είναι επιτρεπτός ο ανατοκισμός, αν δεν υπάρχει για πληρωμή τέτοιου τόκου συμφωνία, αλλά η αγωγή μπορεί να ασκηθεί μόνο, αν καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους, δηλαδή αφού θα έχει συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αγωγής ετήσια ή χρονικά μεγαλύτερη χρήσης του κεφαλαίου και επομένως, υπάρχουν δεδουλευμένοι τόκοι ενός τουλάχιστον έτους.

Δεν είναι βέβαια αναγκαίο να ασκείται η αγωγή άμα λήγει κάθε έτος, διότι μπορεί να αφορά αυτή και χρόνο μεγαλύτερο του έτους, ήτοι να ζητούνται τόκοι τόκων του μεγαλύτερου αυτού διαστήματος.

Αίτημα της αγωγής, με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων είναι η επιδίκαση αυτών από την επίδοση της αγωγής, αφού ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν, έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων, η οποία (εξόφληση) διακό πτει τον ανατοκισμό, όπως διακόπτει την παραγωγή τόκων γενικά η εξόφληση του κεφαλαίου (Α.Π. 833/2002, 243/2002, 238/2002).

Συνεπώς, αν ο δανειστής χρηματικής απαίτησης ασκήσει αγωγή περί καταβολής τόκου επί καθυστερούμενων τόκων τουλάχιστον ενός έτους και η αγωγή απορριφθεί για τυπικούς λόγους και στη συνέχεια επανέλθει με άλλη αγωγή δεν μπορεί, υπό την επίκληση, ότι όχλησε τον οφειλέτη με την επίδοση της για τυπικούς λόγους απορριφθείσας, προηγούμενης αγωγής του, να ζητήσει τόκους επί των τόκων από την επίδοση της αγωγής εκείνης, που για τυπικούς λόγους απορρίφθηκε, διότι στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις που από τον νόμο τίθενται για τον ανατοκισμό.

Δέχθηκε ακολούθως την έφεση και μετ' εξαφάνιση της πρωτόδικης 5700/2000 απόφαση του Πολυμ. Πρωτ. Αθηνών, δέχθηκε εν μέρει την από 1.6.1998 αγωγή του ενάγοντος, με την ως άνω ιδιότητα του συνδίκου της ενώσεως των πιστωτών της Α.Ε. «Γ. Κ. Σ.» και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σ' εκείνον (ενάγοντα - πέραν των προαναφερόμενων ποσών των τόκων - τόκους επί των τόκων αυτών από την επίδοση όχι της ένδικης από 1.6.1998 αγωγής, αλλά από την επίδοση της καθεμιάς από τις πιο πάνω τέσσερις αγωγές, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, είχαν απορριφθεί ως αόριστες, με την αιτιολογία ότι οι συνέπειες της άσκησης των αγωγών αυτών, μεταξύ των οποίων και αυτή της τοκοδοσίας των με τις αγωγές αξιούμενων ποσών των τόκων, δεν έχουν αρθεί, διότι κάθε μία από τις αγωγές αυτές ισχύει κατά μετατροπή ως εξώδικη όχληση. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο επιδικάζοντας τόκους όχι από την επίδοση της από 1.6.1998 ένδικης αγωγής αλλά από αυτήν των προηγούμενων τεσσάρων αγωγών επί των ζητηθέντων τόκων, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου ως άνω διάταξη του άρθρου 296, Α. Κ. και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559, αριθμ. 1, Κ.Πολ.Δ. κατά το βάσιμο περί τούτου μοναδικό της ένδικης αίτησης αναίρεσης λόγο.