Απόφ. Αρείου Πάγου 633/2004 (01/01/2004)

Υπάλληλοι καταστημάτων. Ωράριο εργασίας. ΕΓΣΣΕ. Παράνομη υπερωριακή εργασία.

`Αρειος Πάγος (Β1? Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 633/2004
Δικαστής: Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος
Αρεοπαγίτες: Λ. Ρακιντζής, Ιωάν. Δαβίλλας,
Πολ. Βούλγαρης και Γεώρ. Αμελαδιώτης

Υπάλληλοι καταστημάτων. Ωράριο εργασίας. ΕΓΣΣΕ. Παράνομη υπερωριακή εργασία.

Το κανονικό συμβατικό ωράριο εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων είναι 40 ώρες εβδομαδιαίως. Στην εβδομαδιαία αυτή εργασία, δεν υπολογίζεται η εργασία σε ημέρα ανάπαυσης, εις τρόπον, ώστε η υπερεργασία να νοείται σε σχέση με τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και δεν αφορά τις ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης κατά τις οποίες εργάστηκε ο μισθωτός.

Για τους μισθωτούς καταστημάτων, οι οποίοι υπάγονται στην πενθήμερη εργασία, η τυχόν παρασχεθείσα εργασία το Σάββατο, δεν λαμβάνεται υπόψιν, για να κριθεί αν υπήρξε υπερεργασία ή υπερωρία.

[...] 1. Επειδή, σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε της 26/2/1975, που κυρώθηκε με το Ν.133/1975, όπως τροποποιήθηκε τελικά με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε της 14/2/1984, το κανονικό (συμβατικό) ωράριο εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων είναι 40 ώρες εβδομαδιαίως. Στην εβδομαδιαία όμως αυτή εργασία δεν υπολογίζεται η εργασία σε ημέρα αναπαύσεως, εις τρόπον ώστε η υπερεργασία νοείται σε σχέση με τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και δεν αφορά τις ημέρες της εβδομαδιαίας αναπαύσεως, κατά τις οποίες εργάστηκε ο μισθωτός και η κατά τις οποίες εργασία αντιμετωπίζεται αυτοτελώς και όχι σε συσχετισμό με το αναφερόμενο στις εργάσιμες ημέρες, όριο της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού (Ολ ΑΠ 387/1969, ΑΠ 967/1998). Επομένως, προκειμένου για μισθωτούς, που, όπως οι μισθωτοί καταστημάτων ( άρθρ. 42, παρ. 4, Ν. 1892/1990), υπάγονται στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η κατά την έκτη ημέρα εβδομάδας, δηλαδή κατά Σάββατο, παρασχεθείσα εργασία δε λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν, λόγω υπερβάσεως του ορίου των 40 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως, υπήρξε υπερεργασία ή , πέραν των 45 και μέχρι 48 ωρών (ιδιόρρυθμη) υπερωρία ή πέραν των 48 ωρών, υπερωρία. Από πλευράς αμοιβής οι 46η, 47η και 48η ώρες απασχολήσεως αμείβονται ως οι νόμιμες υπερωρίες (κατ΄ άρθρο 1 Ν. 435/1976 ή άλλες ειδικότερες διατάξεις), ήτοι για τους μισθωτούς καταστημάτων οφείλεται ποσοστό 30 % για τις πρώτες 60 ώρες (άρθρ. 12, παρ.5, Ν.Δ. 1037/1971). Ενώ, για τις παράνομες υπερωρίες, εκείνες δηλαδή που πραγματοποιούνται χωρίς άδεια ή αναγγελία στην αρμόδια Αρχή ή επιπλέον των επιτρεπομένων από το νόμο ανωτάτων, για κάθε κατηγορία μισθωτών, ορίων υπερωριακής απασχολήσεως, οφείλεται προσαύξηση 100% του ωρομισθίου για κάθε μία, από την πρώτη, ημέρα απασχολήσεως. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι αν ο μισθωτός εργάστηκε σε επιχείρηση που εφαρμόζεται η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας και 6η ημέρα την εβδομάδα (εκτός Κυριακής ή εξαιρετέας ή ημέρας αναπληρωματικής αναπαύσεως λόγω εργασίας κατά την Κυριακή), η σχετική συμφωνία για απασχόλησή του κατά την ημέρα αυτή - ως απαγορευμένη από τους άνω κανόνες δημόσιας τάξης - είναι άκυρη, αφού πρόκειται για εργασία παρεχομένη εκτός των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας, ήτοι σε ημέρα ανάπαυσης και δικαιούται γι' αυτήν αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα : Ο αναιρεσείων, απόφοιτος Λυκείου, προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου το 1987 από την εταιρία με την επωνυμία "ΑΝ.... - ΒΙΟ.... - ΕΜ.... ΕΤ.... ΝΙ...", της οποίας λόγω συγχώνευσης μετά την άσκηση της αγωγής, οιονεί καθολικός διάδοχος είναι η αναιρεσίβλητη, που διαθέτει αλυσίδα υπερκαταστημάτων τροφίμων (SUPER MARKET) και απασχολήθηκε σ' αυτήν έκτοτε μέχρι το 1992 ως υπάλληλος, μέχρι το Μάρτιο του 1995 ως υποδιευθυντής και μέχρι την απόλυσή του, στις 21/2/2000, ως διευθυντής, σε διάφορα καταστήματά της. Η εργασία του ως διευθυντή συνίστατο στην φροντίδα για την καλή λειτουργία του καταστήματος και στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η παραγγελία και ο εφοδιασμός έγκαιρα του καταστήματος με τα πωλούμενα προϊόντα, ο έλεγχος των τιμών, της συντήρησης και διακίνησης αυτών, ο έλεγχος των υπαλλήλων για την καλή εκτέλεση της υπηρεσίας των και ο έλεγχος της ταμειακής διαχείρισης με την ολοκλήρωση της παραλαβής, διαφύλαξης και παράδοσης των ημερησίων εισπράξεων. Για την εργασία του αυτή απασχολείτο, υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας εβδομαδιαίως, σε ορισμένο ωράριο επί έξι ημέρες την εβδομάδα, ήτοι επί 11 ώρες από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και επί 8 ώρες τα Σάββατα, από 9 π.μ. μέχρι 10 μ.μ. και από 9 π.μ. μέχρι 7 μ.μ., αντίστοιχα, με δίωρη διακοπή της εργασίας τις μεσημβρινές ώρες από 3 μέχρι 5 μ.μ., κατά το χρονικό διάστημα από 1 Απριλίου μέχρι 31 Οκτωβρίου. Και 10 ώρες από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και 8 ώρες τα Σάββατα από 9 π.μ. μέχρι 9 μ.μ. και από 9 π.μ. - 7 μ.μ., αντίστοιχα με δίωρη διακοπή της εργασίας τις μεσημβρινές ώρες από 3μ.μ. - 5μ.μ., κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου μέχρι 31 Μαρτίου. Αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού δραχμών 283.000 από 1/1 έως 31/3/1995, 312.200 από 1/4 έως 30/5/1995, 388.500 από 1/6/1996 έως 31/3/1997, 419.600 από 1/4/1997 έως 31/5/1998, 440.600 από 1/6/1998 έως 30/4/1999 και 458.200 από 1/5/1999 έως 21/2/2000. Βάσει αυτών, το Εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσείων, και κατά το διάστημα που απασχολείτο ως διευθυντής καταστήματος, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου και όχι εκείνη του "Διευθύνοντος Υπαλλήλου", καθόσον δεν είχε αρμοδιότητες που να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης. Περαιτέρω - δέχεται το Εφετείο - δεδομένου ότι: α) το ωράριο των υπαλλήλων εμπορικών καταστημάτων είναι 40 ώρες, για πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και 8 ώρες την ημέρα και ότι η απασχόληση του Σαββάτου, επί πενθημέρου (εβδομαδιαίας εργασίας), δεν θεωρείται υπερεργασία ή υπερωρία, γι' αυτό και αμείβεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, β) επί πενθημέρου εργασίας, η απασχόληση των ωρών 41-45 αμείβεται με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές κατά το χρόνο πραγματοποίησης της υπερεργασίας με προσαύξηση 25%, γ) η τρίωρη απασχόληση των ωρών 46-48 την εβδομάδα ως νόμιμη υπερωριακή εργασία αμείβεται με προσαύξηση 25% (σύμφωνα με το σχετικό αίτημα) επί του καταβαλλομένου κατά το χρόνο πραγματοποίησής της ωρομισθίου και μέχρι τις 60 πρώτες ώρες το χρόνο, και δ) επί πενθημέρου εργασίας, η πέραν των 9 ωρών ημερησίως και 45 εβδομαδιαίως απασχόληση είναι παράνομη υπερωριακή εργασία και το ωρομίσθιο υπολογίζεται με βάση την ωφέλεια του εργοδότη, η δε προσαύξηση 100% με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές κατά το χρόνο πραγματοποίησης της υπερωρίας, ο αναιρεσείων δικαιούται τις από τις αιτίες αυτές αναφερόμενες διαφορές αποδοχών, μετ' εκκαθάριση, των οποίων έκρινε ότι δικαιούται το συνολικό ποσό των 9.166.718 δραχμών ή 26.902 Ευρώ, το οποίο - μετ' εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως που είχε κρίνει βάσιμη στην ουσία στο σύνολό της την ένδικη αγωγή - κατά μερική παραδοχή της αγωγής και του επιδίκασε. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 42 Ν. 1892/1990, 3 και 8 Ν. 4020/1959, 4 της ΕΓΣΣΕ του 1975 (κυρ. με Ν. 133/1975), 1 παρ. 1, 2 Ν. 435/1976, 9 παρ. 1 (ούτε το άρθρο 12 παρ. 5, αφού επιδίκασε την κατά το αίτημα προσαύξηση - δεν προβάλλεται δε σχετικό παράπονο με την αναίρεση) Ν. 1037/1971, 904 Α.Κ. και 20, 22 του Συντάγματος, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, στα ζητήματα των ωρών εργασίας του αναιρεσείοντος και της αμοιβής του 8ώρου του Σαββάτου, που επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Επομένως, οι αντίθετοι πρώτος (γ΄ σκέλος), τέταρτος, πέμπτος (α΄ σκέλος) και πρώτος ( α΄ και β΄ σκέλη), δεύτερος, πέμπτος (β΄ σκέλος), από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, λόγοι της αναιρέσεως αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ενώ, ο πρώτος (α΄ σκέλος) κατά το μέρος του που, υπό την επίκληση αιτιάσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, πλήττει την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Εφετείου είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ,) και απορριπτέος.

2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 επ., 346 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει την κρίση του ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η εκ μέρους του παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του για την ουσία της υποθέσεως από τα αναφερόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων οι ένορκες βεβαιώσεις, ειδικά δε και από την εκ τούτων με αριθμ. 69195/30-3-2001 του μάρτυρα .................................... ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Τρ. Παπαδοπούλου και όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι. Από τη διαβεβαίωση αυτή του Δικαστηρίου και τις αιτιολογίες της αποφάσεως συνάγεται χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα : α) την "νότα" του Δ/ντικού στελέχους .................................... προς τους Διευθυντές, που με επίκληση είχε προσκομίσει ο αναιρεσείων και β) την ως άνω (69195/2001) ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά προηγούμενη κλήτευση του αναιρεσείοντος (Έκθεση επιδόσεως 13357/28-3-2001 του δικ. Επιμελητή Αθηνών Κ. Χαρμπίλα) και προσκομίστηκε από την αναιρεσίβλητη ενώπιόν του, είχε γίνει δε νόμιμη επίκληση αυτής από τον αναιρεσείοντα, οπότε κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο, και, μετ' εκτίμηση του περιεχομένου όλων αυτών των εγγράφων, κατέληξε στο παραπάνω (εις 1η σκέψη) αποδεικτικό του πόρισμα. Δεν μπορεί δε να συναχθεί το αντίθετο από το γεγονός ότι δεν αναφέρονται και δεν αξιολογούνται χωριστά τα λοιπά παραπάνω έγγραφα. Επομένως , οι τρίτος και έκτος (κατ' αμφότερα τα σκέλη του), από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, λόγοι της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

3. Επειδή, με τον έβδομο, από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι άφησε αδίκαστο το αίτημα της ένδικης αγωγής (υπό στοιχ. 7γ) που αφορά τις αποδοχές και το επίδομα αδείας του έτους 2000, κατά την καταγγελία της εργασιακής συμβάσεώς του, καίτοι ο αναιρεσείων είχε συμπληρώσει έτος από τη λήψη της αδείας του έτους 1999. Όπως, όμως, προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο ερεύνησε και απέρριψε ως αόριστο το αίτημα αυτό. Επομένως ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.