Απόφ. Αρείου Πάγου 843/2006 (08/01/2006)

Η ενδοσυμβατική και η αδικοπρακτική ευθύνη της χρηματιστηριακής Α.Ε. Από παράβαση της δοθείσης σ` αυτήν εντολής προς διενέργεια χρηματιστηριακής συναλλαγής (αγοραπωλησία μετοχών) στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

Η ενδοσυμβατική και η αδικοπρακτική ευθύνη της χρηματιστηριακής Α.Ε. Από παράβαση της δοθείσης σ' αυτήν εντολής προς διενέργεια χρηματιστηριακής συναλλαγής (αγοραπωλησία μετοχών) στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

Α.Π. 843/ 2006 (Τμ. Α' Πολ.)

Προεδρεύων: Δ. ΣΟΥΛΤΑΝΙΑΣ , Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: ΒΑΣΙΛ. ΡΗΓΑΣ, Αρεοπαγίτης

ΕΠΕΙΔΗ 1) κατά το άρθρο 559, αρ. 8, Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προετάθησαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Περαιτέρω, 2) κατά το ίδιο άρθρο 559, αρ. 10, Κ.Πολ.Δ., ως είχε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εκδόσεως της περί αποδείξεως προδικαστικής αποφάσεως, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο εδέχθη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθή χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. Ως πράγματα, κατά την έννοια αμφοτέρων των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ενώ δεν αποτελούν πράγματα και συνεπώς δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Τοιουτοτρόπως, επί δικαστικής επιδιώξεως συρρεουσών αξιώσεων, ερειδομένων το μεν σε αθέτηση ενδοσυμβατικής υποχρεώσεως εκ μέρους του εναγομένου, το δε σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του, ο ισχυρισμός αυτού ότι ενήργησε νομίμως δυνάμει συμβατικού όρου, αποτελεί ένσταση κατά της εξ ενδοσυμβατικής ευθύνης βάσεως της αγωγής, αφού στηρίζεται σε γεγονός διαφορετικό των θεμελιουσών την αγωγή περιστάσεων, και εν ταυτώ άρνηση της εξ αδικοπραξίας βάσεως της, εφόσον συνιστά άρνηση της συνδρομής του στοιχείου της παρανόμου προκλήσεως ζημίας.

Προϋποτίθεται όμως για τον αναιρετικό έλεγχο της παρά το νόμο λήψεως υπόψη της ανωτέρω μη προταθείσης ενστάσεως, ως «πράγματος», η παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας της συνάψεως της συμβάσεως κατά της οποίας προβάλλεται η ένσταση, αφού άλλως αυτή είναι αλυσιτελής και η παρά το νόμο παραδοχή της δεν επηρεάζει την επί της ελλείψεως συμβάσεως ερειδομένη κρίση.

Ακόμη, 3) κατά το άρθρο 559, αρ. 11, Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσεκομίσθησαν.

Ωσαύτως, 4) κατά το άρθρο 559, αρ. 1, Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Για την πληρότητα του λόγου αυτού απαιτείται να προσδιορίζονται ο φερόμενος ως παραβιασθείς ουσιαστικός κανόνας, οι πραγματικές διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου περί του βάσιμου ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού, καθώς και η απαγγελθείσα βάσει αυτών έννομη συνέπεια και τέλος το νομικό σφάλμα, στο οποίο υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζον ή ερμηνεύον τον φερόμενο ως παραβιασθέντα κανόνα.

Τέλος, 5) κατά το αυτό άρθρο 559, αρ. 19, Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς επί ζητήματος, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κρίνουσα, κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αρ. 3945/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 9.11.1999 αγωγή του με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης - αναιρεσίβλητης να του καταβάλει ποσά δραχμών α) 12.024.000 ως θετική ζημία, β) 60.111.226 για διαφυγόντα κέρδη και γ) 40.000.000 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ένεκα ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύ νης της εκ της δοθείσης σ' αυτήν εντολής του προς διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών (αγοραπωλησία μετοχών) στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, αφού εδέχθη ως νόμιμη την αγωγή, κατά την εκ της συμβάσεως βάση της, ως προς τη θετική ζημία και κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της, για το σύνολο της, την απέρριψε, καθ' ο μέρος εκρίθη νόμιμη, ως κατ' ουσία αβάσιμη.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και στοιχεία αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η ανώνυμη εταιρεία λήψης και διαβίβασης εντολών με την επωνυμία «Α Α.Ε.Λ.Δ.Ε.» διαβίβασε την εντολή, που έδωσε ο ενάγων στις 7.9.1999 για την αγορά των 1500 μετοχών της Α.Ε. «Ε», προς την εναγομένη, η οποία παρέλειψε την εκτέλεση της. Η παράλειψη, όμως, της εκτελέσεως της εντολής αυτής δεν είναι παράνομη δεδομένου ότι ο λογαριασμός του ενάγοντος ήταν χρεωστικός και εμφάνιζε στις 7.9.1999 χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του και υπέρ της εναγομένης από 18.344.728 δραχμές και έτσι η αποδοχή της εντολής του ενάγοντος ανήκε στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, τα οποία κατέληξαν στην απόφαση για την απόρριψη αυτής λόγω μη συμμορφώσεως του ενάγοντος προς την προηγηθείσα όχληση τους για την καταβολή του οφειλόμενου χρηματικού ποσού. Ανεξάρτητα, όμως, από τα ανωτέρω, για την ανωτέρω ζημία του ενάγοντος ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τα αρμόδια όργανα της εναγομένης και κατά συνεκδοχή την εναγομένη, καθόσον τα όργανα αυτά ενημέρωσαν αυθημερόν και μετά τη λήξη της συνεδριάσεως του Χρηματιστηρίου την άνω Α.Ε.Λ.Δ.Ε. για την γενόμενη απόρριψη της εντολής του ενάγοντος και τη μη πραγματοποίηση της αγοράς των προδιαληφθεισών 1500 μετοχών της εταιρείας «***» κατ' εφαρμογή των όρων της μεταξύ αυτών υφισταμένης συμβάσεως συνεργασίας και αναζήτησαν και τον ενάγοντα, αλλά η ανεύρεση του κατέστη αδύνατη λόγω του διαμεσολαβήσαντος σεισμού και της συνεπεία αυτού ανωμαλίας στις τηλεπικοινωνίες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη εταιρεία υπείχε υποχρέωση βάσει της άνω συμβάσεως, την οποία έχει αποδεχθεί και ο ενάγων, αφού η αποδοχή αυτής αποτέλεσε προϋπόθεση της συνεργασίας, να προβαίνει σε ενημέρωση αυτού μία φορά κατά μήνα για τις κατά τον προηγούμενο μήνα πραγματοποιηθείσες συναλλαγές, ενώ η ενημέρωση της Α.Ε.Λ.Δ.Ε. για όλους τους πελάτες της γινόταν σε ημερήσια βάση. Επίσης, δεν ήταν δυνατή η αποτροπή του ενάγοντος από τη ζητηθείσα πώληση των 1500 μετοχών της Α.Ε. «***» κατά την 10.9.1999, καθόσον αφενός η εντολή διαβιβάσθηκε προς τον αρμόδιο αντικρυστή, ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα του Χρηματιστηρίου και δεν είχε στοιχεία για τον έλεγχο της δυνατότητας της πώλησης των μετοχών και αφετέρου ήταν ενδεχόμενο ο ενάγων να είχε αποκτήσει τις μετοχές αυτές με άλλη χρηματιστηριακή εταιρεία και σε προηγούμενο χρόνο.

Αντιθέτως, αποκλειστικός υπαίτιος για την άνω ζημία του είναι ο ενάγων, δεδομένου ότι δεν μερίμνησε να εξακριβώσει τον αριθμό των μετοχών της άνω εταιρείας, που υπήρχαν στο χαρτοφυλάκιο του κατά την 10.9.1999, και βάσει αυτού να προβεί στον προσδιορισμό του περιεχομένου της εντολής του, η ενημέρωση δε αυτή επιβαλλόταν κατά της αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ιδιαίτερα κατά την 10.9.1999 λόγω του προηγηθέντος σεισμού και της εξ αυτού αταξίας στη λειτουργία του Χρηματιστηρίου στις 7.9.1999. Με βάση τα παραπάνω πραγματικό περιστατικό δεν θεμελιώνεται συμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης εταιρείας.