Απόφ.Εφετείου 750/2000 (01/01/2000)

Κώδικας βιβλίων στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, άρθρα 12 και 32)

Διοικητικού Εφετείου Πειραιά
(Τμήματος Δ΄ Πενταμελούς)
Αριθ. Απόφασης: 750/2000
Πρόεδρος: Ηλίας Κριατσιώτης,
Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ.
Εισηγητής: Αθανάσιος Σερμιέ, Εφέτης Δ.Δ.
Δικηγόρος: Ιωάννης Μαράντος

Κώδικας βιβλίων στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, άρθρα 12 και 32)

Μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση φορολογικού στοιχείου. Πότε δεν επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο της αποκρυβείσης συναλλαγής: Επιβάλλεται πρόστιμο επί "πραγματικής απόκρυψης" της συναλλαγής, όταν, δηλαδή, δεν καταχωρείται αυτή στα βιβλία του επιτηδευματία. Η απεικόνιση της συναλλαγής στα βιβλία αναιρεί το στοιχείο της απαιτουμένης για την επιβολή ισόποσου προστίμου "απόκρυψης".

...................................................................................

Με την υπό κρίση έφεση - για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το Α. 8616441/9-2-2000 διπλότυπο είσπραξης, τύπου Α', της Δ.Ο.Υ. Α' Πειραιά) - ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 2256/1998 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 17/2/1997 προσφυγή του εκκαλούντος, η οποία στρεφόταν κατά της 8/9-1-1997 πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., συνολικού ποσού 11.184.000 δραχμών, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α' Καλλιθέας.

Με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων () (Π.Δ. 186/1992, Φ.Ε.Κ. 84 Α') ορίζεται ότι ο επιτηδευματίας εκδίδει τιμολόγιο για τα αγαθά που αγοράζει ή τις υπηρεσίες που δέχεται από πρόσωπα που αρνούνται την έκδοση τιμολογίου ή εκδίδουν ανακριβές τιμολόγιο ή δεν έχουν υποχρέωση για έκδοση τιμολογίου κατά την πώληση αγαθών. Περαιτέρω, κατ' άρθρο 32 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα, όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του τιμωρείται, για κάθε είδος παράβασης, με πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές, αν πρόκειται για υπόχρεο τήρησης βιβλίων δεύτερης κατηγορίας. Κατ' εξαίρεση, όταν η παράβαση αναφέρεται σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό και έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, επιβάλλεται πρόστιμο, για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συναλλαγής ή του μέρους αυτής που αποκρύφτηκε. Θεωρείται απόκρυψη της συναλλαγής και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με την συνολική της αξία και η περίπτωση διακίνησης αγορασθέντων ή πωληθέντων αγαθών, χωρίς το συνοδευτικό φορολογικό στοιχείο, που προβλέπεται από τον Κώδικα αυτό.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών - κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο (1992) - διατηρούσε ατομική επιχείρηση, που είχε ως αντικείμενο εργασιών τις εκποιήσεις πτωχεύσεων. Για την παρακολούθηση των εργασιών αυτών, τήρησε βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Στις 30/10/1995 διενεργήθηκε - από την ΥΠ.Ε.Δ.Α. Αθηνών - έλεγχος, στην επαγγελματική του εγκατάσταση (Καλλιθέα), με βάση τα πορίσματα του οποίου εκδόθηκε σε βάρος του η 8/9-1-1997 πράξη. Με την πράξη αυτή του επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο 11.184.000 δραχμών, για τις διαλαμβανόμενες σ' αυτήν παραβάσεις του Κ.Β.Σ. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν πρόστιμα 390.000, 1.250.000, 3.742.000 και 5.802.000 δραχμών, γιατί, στην ένδικη χρήση, αγόρασε, ύστερα από πλειοδοσία, σε τέσσερις περιπτώσεις πλειστηριασμών, εμπορεύματα ισόποσης αξίας, χωρίς να εκδώσει τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο - που επελήφθη της υποθέσεως - απέρριψε την από 17/2/ 1997 προσφυγή του εκκαλούντος. Ειδικότερα, έκρινε ότι τελέστηκαν οι ένδικες παραβάσεις, γιατί τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτόν έγγραφα (εκθέσεις εκποίησης και γραμμάτια είσπραξης του πλειστηριάσματος) δεν αποτελούν τα νόμιμα φορολογικά στοιχεία, τα οποία εκδίδονται στην περίπτωση της κατ' άρθρο 12 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. - αγοράς αγαθών. Περαιτέρω, το δικάσαν Δικαστήριο, έκρινε ότι νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο ισόποσο με την αξία των εν λόγω εμπορευμάτων, διότι μόνη η μη έκδοση των προβλεπόμενων από τον πιο πάνω Κώδικα φορολογικών στοιχείων οδηγεί σε απόκρυψη της συναλλαγής, η οποία δεν καλύπτεται από την καταχώρηση στο βιβλίο εσόδων - εξόδων των προαναφερόμενων εγγράφων.

Την ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητεί ήδη ο εκκαλών, προβάλλοντας ότι οι περιπτώσεις των ένδικων αγορών δεν εμπίπτουν σε αυτές που ο αγοραστής έχει υποχρέωση έκδοσης στοιχείων αγοράς, αλλ' αρκούσε προς τούτο η εκ μέρους του λήψη των στοιχείων των εκθέσεων και των γραμματίων είσπραξης του πλειστηριάσματος. Ο λόγος όμως αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, γιατί, κατά την αδιάστικτη διατύπωση της προαναφερόμενης διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ,, ο επιτηδευματίας εκδίδει τιμολόγια για τα αγαθά που αγοράζει από πρόσωπα που δεν υποχρεούνται στην έκδοση τιμολογίων, για την πώληση των αγαθών αυτών, όπως - εν προκειμένω - οι διενεργήσαντες τους σχετικούς πλειστηριασμούς. `Αλλωστε, η μη επακριβής τήρηση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων συνιστά τυπικές παραβάσεις, που επισύρουν τις σχετικές κυρώσεις, χωρίς να απαιτείται για τη θεμελίωσή τους και η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, όπως η πρόθεση ή ο δόλος ή και η επέλευση ζημίας στο Δημόσιο (σχετ. Σ.τ.Ε. 1562/1979, 2074/1982, 1253/1992). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής ισόποσων - κατ' άρθρο 32 παρ. 2 του Κ.Β.Σ. () - προστίμων, γιατί, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, ως "απόκρυψη συναλλαγής" νοείται η "πραγματική απόκρυψη", δηλαδή η μη καταχώρηση και εμφάνιση των γενόμενων συναλλαγών τα βιβλία του επιτηδευματία. Κατά τα υποστηριζόμενα δε με την κρινόμενη έφεση, είναι χωρίς νομική σημασία αν η καταχώρηση αυτή στο οικείο βιβλίο έγινε με βάση στοιχεία μη προβλεπόμενα από την φορολογική νομοθεσία αφού, αν είχαν εκδοθεί τα οριζόμενα από τον πιο πάνω Κώδικα, δεν θα ετίθετο καν το θέμα των ένδικων παραβάσεων. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι βάσιμος, γιατί, ο εκκαλών, κατεχώρησε πράγματι στο τηρούμενο βιβλίο εσόδων - εξόδων τα προαναφερόμενα εμπορεύματα, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκόμισε και επικαλέστηκε πρωτοδίκως. Συνεπώς, η απεικόνιση των κρίσιμων συναλλαγών - στην οποία, άλλωστε, στηρίχτηκε και η Φορολογική Αρχή για την επιβολή των οικείων προστίμων - αναιρεί το στοιχείο της απαιτούμενης για την επιβολή ισόποσων προστίμων "απόκρυψης". Για το λόγο αυτό, η ένδικη (8/1997) πράξη ελέγχεται ως νομικώς πλημμελής. Δεδομένου όμως ότι η Φορολογική Αρχή δεν άσκησε την εξουσία επιμέτρησης της ποινής για κάθε παράβαση, εκλαμβάνοντας ως "δεσμία" την ανήκουσα σ' αυτήν εξουσία, το Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την πράξη αυτή (π.ρ.βλ. Σ.τ.Ε. 285/1989). Κρίνοντας αντιθέτως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη που προεκτέθηκε, γ' αυτό και πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση - ύστερα από παραδοχή της κρινόμενης έφεσης - και να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε (άρθρο 277 παρ. 9 εδάφ. α' του Κ.Δ.Δ.). Περαιτέρω, δικάζοντας την από 17/2/1997 προσφυγή, δέχεται αυτήν και ακυρώνει την 8/9-1-1997 πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α' Καλλιθέας, στον οποίο και αναπέμπει την υπόθεση για να ενεργήσει τα νόμιμα (άρθρο 79 παρ. 3 Κ.Δ.Δ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το Ελληνικό Δημόσιο στην εκ δραχμών 20.000 δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφ. α' του Κ.Δ.Δ.).