Απόφ.Πρωτοδικείου 1775/2005 (02/08/2005)

Ασφάλιση συμφερόντων του δημοσίου προσωρινή δικαστική προστασία [Ν.2523/1997, άρθρο 14, Κ.Δ.Δ. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήμα 30ο, Τριμελές ως Συμβούλιο)
Αριθ. απόφασης: 1775/2005
Πρόεδρος: Παναγιώτης Ζερβέας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Εισηγήτρια: Λαμπρινή Φακίτσα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.,
Δικηγόρος: Μαρία Στρατάκου

Ασφάλιση συμφερόντων του δημοσίου προσωρινή δικαστική προστασία
[Ν.2523/1997, άρθρο 14, Κ.Δ.Δ. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) άρθρα 200 επομ.]

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης (πράξης) υπουργού Οικονομικών, με την οποία λήφθηκαν σε βάρος φορολογουμένου μέτρα διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου, λόγω διαπίστωσης φορολογικών παραβάσεων: Το Δικαστήριο σταθμίζοντας τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και συγκεκριμένα τον βαθμό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου και την έκταση της βλάβης που πιθανολογείται ότι θα υποστεί η αιτούσα επιχείρηση από την λήψη των εις βάρος της μέτρων, η οποία σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της κρίνεται ανεπανόρθωτη, δέχεται εν μέρει την αίτηση και αναστέλλει την προσβαλλομένη πράξη κατά το μέρος που με αυτή επιβλήθηκαν σε βάρος της αιτούσης το μέτρο της μη χορήγησης πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας και το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών της λογαριασμών κατά το ήμισυ του περιεχομένου τους, υπό τον όρο να μη προβεί σε εκποίηση των πάγιων περιουσιακών της στοιχείων. Διατηρεί δε ισχυρό, το μέτρο της άρσης του απορρήτου των τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Δεκτή εν μέρει αίτηση αναστολής φορολογουμένου

[...] 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ζητείται παραδεκτώς να ανασταλεί η εκτέλεση της 1008831/10292/ΔΕ-Γ΄/23-2-2005 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία απορρίφθηκε η από 27/1/2005 αίτηση θεραπείας της αιτούσας κατά της 1006444/10241/ΔΕ-Γ΄/14-12-2004 πράξης του Προϊστάμενου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων (Τμήμα Ποινών) του ίδιου Υπουργείου για την άρση των απαγορευτικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε βάρος της προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, κατ΄ επίκληση του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, λόγω διαπιστώσεων φορολογικών παραβάσεων που εμπίπτουν στις εν λόγω ρυθμίσεις (λήψη τιμολογίων φερομένων ως εικονικών με συνολική αξία συναλλαγών άνω των 300.000 ευρώ).

2. Επειδή, στο υπό τον τίτλο "Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής" άρθρο 14 του Ν. 2523/1997 (Α΄ 179), όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο λήψης των εν θέματι μέτρων, ορίζονται τα εξής: "1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών.... Οι κυρώσεις της παραγράφου αυτής επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανόμενη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.... 2. Οι κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και σε όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1, 2, 3, 4 του άρθρου 20 του Ν. 2523/1997,.. 3.... 4.... 5. ... Η άσκηση της προσφυγής κατά των πράξεων αυτών (εννοείται η ενέργεια επιβολής των μέτρων και η απορριπτική της σχετικής αίτησης θεραπείας απόφαση του Υπουργού Οικονομικών) δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως ...6. Τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά στο σύνολο τους εφόσον ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου των οφειλόμενων οικείων ποσών φόρων... μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων...."

3. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α 97), διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής", ενώ, στο άρθρο 202 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι:"1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η πράξη αναστέλλεται εφόσον ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει συγκεκριμένη βλάβη (πρβλ. Επ. Αν. ΣτΕ 377, 378, 386/1989), η δε οικονομική αδυναμία αποτελεί λόγο αναστολής της πράξεως εάν είναι τέτοιας εκτάσεως, ώστε να έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη στέρηση των μέσων βιοπορισμού ή τον ισχυρό οικονομικό κλονισμό του αιτούντος (πρβλ. Επ. Αν. ΣτΕ 548-550/1990).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με την 1006444/10241/ΔΕ-Γ/14-12-2004 πράξη του γνώρισε στην προσφεύγουσα εταιρεία ότι, όπως γνωστοποιήθηκε στην Υπηρεσία του με το 2920/22-1-2004 έγγραφο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και την προσαρτημένη σε αυτό από 8/1/2004 Ειδική Έκθεση Ελέγχου της ίδιας ελεγκτικής οικονομικής Υπηρεσίας, από διασταυρούμενους ελέγχους σε σειρά επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της αιτούσας, η οποία λειτουργεί νόμιμα με έδρα επί της οδού Ι.... Δρ.... αρ.... στην Αθήνα (αρμοδιότητας ΔΟΥ ΚΓ΄ Αθήνας) και με αντικείμενο εργασιών την εμπορία και επισκευές Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, τις κατασκευές ηλεκτρονικών κυκλωμάτων και τις εφαρμογές λογισμικού, προέκυψε ότι κατά τις φορολογικές χρήσεις 1999, 2000, 2001, 2002 και 2003 η εταιρεία έλαβε εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια) η καθαρή αξία των οποίων ανέρχεται σε 623.782,07 ευρώ και για τις οποίες παραβάσεις εκδόθηκαν αντίστοιχες πράξεις επιβολής προστίμων ΚΒΣ από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Μάλιστα, οι παραπάνω έλεγχοι οδήγησαν τις φορολογικές αρχές στο συμπέρασμα ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αιτούσας, Γ.Σ., συμμετείχε μαζί με άλλα πρόσωπα στη σύσταση δικτύου επιχειρήσεων που είχαν ως σκοπό την έκδοση και λήψη εικονικών τιμολογίων. Εξάλλου, σε βάρος τριών υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που είχαν συμμετάσχει στον εν λόγω φορολογικό έλεγχο της επιχείρησης της αιτούσας προκύπτει, από τα στοιχεία του φακέλου, ότι έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας για ενέργειες τους κατά τον παραπάνω έλεγχο. Και τούτο, κατόπιν συνεργασίας του νόμιμου εκπροσώπου της αιτούσας, που φέρεται ως θύμα του σχετικού εκβιασμού, με τις διωκτικές αρχές. Μάλιστα ένας εκ των ανωτέρω υπαλλήλων κρατείται προσωρινά, ενώ για κανέναν από αυτούς δεν έχει διεξαχθεί δίκη ή εκδοθεί σχετικό βούλευμα. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται στα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια (623.782,07 ευρώ) υπερβαίνει τα όρια του ε΄ εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997 (300.000 ευρώ), ο Προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών επέβαλε στην αιτούσα εταιρεία προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου έναντι των οφειλών της, τα απαγορευτικά μέτρα που προβλέπονται από την ως άνω διάταξη, βάσει των οποίων: α) απαγορεύεται στις ΔΟΥ να παραλαμβάνουν δηλώσεις της αιτούσας για κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, ή να χορηγούν βεβαιώσεις για την ίδια αιτία, β) αναστέλλεται το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρβων της αιτούσας σε Τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και γ) δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) των καταθέσεων ή του περιεχομένου των θυρίδων αυτής. Τα ίδια, εξάλλου, μέτρα επιβλήθηκαν και στους νόμιμους εκπροσώπους της εταιρείας, Γ.Σ. και Α.Τ. Κατά της πράξεως αυτής, η αιτούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14, παρ. 3 του Ν. 2523/1997, υπέβαλε αίτηση θεραπείας, απευθυνόμενη προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ζητώντας την ολική άρση των επιβληθέντων κατά τα ανωτέρω απαγορευτικών μέτρων σε βάρος της. Όμως, ο Υπουργός με την προαναφερθείσα απόφασή του απέρριψε την εν λόγω αίτηση.

5. Επειδή, ήδη, κατά της παραπάνω απορριπτικής υπουργικής απόφασης κατατέθηκε από την αιτούσα στο Υπουργείο Οικονομικών η με αριθμό κατάθεσης 101/10-3-2005 προσφυγή, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το παρόν Δικαστήριο, ενώ με την κρινόμενη αίτηση αναστολής της ισχυρίζεται, καταρχήν, ότι η αναστολή πρέπει να χορηγηθεί εξαιτίας της πρόδηλης βασιμότητας της προσφυγής της, το περιεχόμενο της οποίας έχει ενσωματώσει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής. Όμως, ο λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος, καθώς από το προεκτεθέν άρθρο 202 του ΚΔΔ προκύπτει ότι η βασιμότητα του κύριου ένδικου βοηθήματος, πρόδηλη ή μη, δεν συνιστά λόγο χορήγησης αναστολής. Περαιτέρω, η αιτούσα εταιρεία διατείνεται με την αίτησή της, όπως αυτή αναπτύχθηκε και προφορικά από την πληρεξούσια δικηγόρο της, ότι η επιβολή των εν θέματι μέτρων θα παρεμποδίσει την ίδια τη λειτουργία της επιχείρησης, καθώς η μεν μη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας θα δυσχεράνει ουσιωδώς την άσκηση της δραστηριότητάς της, η δε δέσμευση των τραπεζικών της λογαριασμών θα οδηγήσει στη διακοπή της χρηματοδότησής της από τις Τράπεζες που συνεργάζεται και εντεύθεν στην οικονομική της καταστροφή. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών, προσκομίζει, αφενός, την 1773760/25-4-2005 πράξη της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για χορήγηση φορολογικής ενημερότητας (επισημαίνεται ότι στην αίτηση δεν είχε αναγραφεί ότι η φορολογική ενημερότητα ζητείτο για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων) και το αίτημα παραπέμφθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ λόγω των ληφθέντων μέτρων, αφετέρου (προσκομίζει) αίτησή της προς την ΑΛ... ΤΡ.... παραληφθείσα από την τελευταία στις 28/4/2005, από την οποία, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες στο Δικαστήριο επιταγές, προκύπτει ότι η παραπάνω Τράπεζα, με την οποία συνεργάζεται η αιτούσα, προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, επιστρέφοντας στην αιτούσα τα σώματα των κατατεθεισών σε αυτήν ως ενέχυρο επιταγών της, αρνούμενη περαιτέρω συνεργασία, συνεπεία των εν θέματι φορολογικών μέτρων. Επίσης, σε έγγραφο της ίδιας Τράπεζας εμφαίνεται ότι το Δημόσιο προέβη στη δέσμευση ποσού 6.932,85 ευρώ που εμπεριέχεται στον οικείο λογαριασμό της αιτούσας. Η αιτούσα, προκειμένου να αποδείξει την εν γένει κακή οικονομική της κατάσταση, προσκομίζει ακόμα, ισοζύγιο λογιστικής του μηνός Δεκεμβρίου 2004, καθώς και ισολογισμούς των τελευταίων οικονομικών ετών. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2004 τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρείας ανέρχονταν σε 12.178,47 ευρώ, ότι οι άμεσα πληρωτέες υποχρεώσεις της προς προμηθευτές ήταν 144.241,34 ευρώ ενώ αντίστοιχα οι άμεσα εισπρακτέες: απαιτήσεις της (ιδίως από επιταγές) ανέρχονται στο ποσό των 129.785,51 ευρώ, και επιπλέον οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της προς Τράπεζες φθάνουν τα 84.868,29 ευρώ. Επίσης, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι απασχολεί προσωπικό επτά ατόμων, ενώ από το προσκομιζόμενο παραπάνω ισοζύγιο αποδεικνύεται ότι καταβάλει αποδοχές για τέσσερεις τουλάχιστον εργαζομένους. Τέλος, από τον ισολογισμό της 31ης/12/2004 προκύπτουν τα εξής ως προς τα

πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης: Ως προς τα κτίρια και λοιπές εγκαταστάσεις κυριότητας της αιτούσας η αξία κτήσης τους ανερχόταν μόλις σε 4.196,63 ευρώ και η αναπόσβεστη αξία τους σε 1.889,49 ευρώ, ως προς τα μηχανήματα και τις τεχνικές εγκαταστάσεις η αξία κτήσης τους κοστολογείται 7.196,63 ευρώ και η αναπόσβεστη αξία τους 42,59 ευρώ, ενώ η τιμή κτήσης των μεταφορικών μέσων της εταιρείας 3.710,32 ευρώ και η αναπόσβεστη αξία τους σε 287,76 ευρώ, και τέλος, η συνολική αξία κτήσης των επίπλων και του λοιπού εξοπλισμού της επιχείρησης σε 58.307,78 ευρώ ενώ η αναπόσβεστη αξία τους σε 6.847,29 ευρώ. Εξάλλου, το καθ΄ ού Ελληνικό Δημόσιο αντιπαρερχόμενο τους προεκτεθέντες ισχυρισμούς τονίζει ότι τα εν θέματι μέτρα αποτελούν απαραίτητη άμυνα του Δημοσίου έναντι της φοροδιαφυγής, και έχοντας σαν χαρακτηριστικό την αμεσότητα και το επείγον της λήψης τους εξυπηρετούν λόγο δημοσίου συμφέροντος, ήτοι τη διασφάλιση των απαιτήσεων του Δημοσίου, που δεν επιτρέπει την χορήγηση της αναστολής.

6. Επειδή, ενόψει του σκοπού και της φύσης των εν θέματι προληπτικών μέτρων που κατατείνουν στη διασφάλιση του συμφέροντος του Δημοσίου προς είσπραξη των διαφυγόντων επιρριπτόμενων φόρων και προστίμων, το Δικαστήριο σταθμίζοντας: α) Το βαθμό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου που πιθανολογείται ότι θα επιτευχθεί στην προκειμένη περίπτωση, ο οποίος υπό τα συγκεκριμένα πραγματικά δε-δομένα φαίνεται αποδυναμωμένος, καθώς αφενός μεν ο μόνος ευρεθείς και δεσμευθείς λογαριασμός της αιτούσας έχει πιστωτικό υπόλοιπο 13.865,7 ευρώ, και από αυτά δεσμεύθηκε ποσό μόλις 6.932,85 ευρώ (50%), αφετέρου δε, από τον πιο πρόσφατο ισολογισμό της επιχείρησης προκύπτει ότι αυτή δεν διαθέτει σοβαρή ακίνητη περιουσία, της οποίας η μεταβίβαση θα μπορούσε να αποτραπεί με το μέτρο της μη χορήγησης φορολογικής ενημερότητας (αφού η αξία κτήσης των κτιρίων που της ανήκουν ήταν μόλις 4.196,63 ευρώ, ενώ στο επίσης πρόσφατο ισοζύγιο φαίνεται ότι η εταιρεία καταβάλλει ενοίκια ύψους 4.248 ευρώ για την επαγγελματική της εγκατάσταση, ότι, ακόμη, ούτε οι λοιπές ενσώματες ακινητοποιήσεις της (μεταφορικά μέσα, έπιπλα, εξοπλισμός) εκτιμώνται ως αξιόλογες (αφού η συνολική αξία κτήσης τους ήταν 69.257 ευρώ, η δε σημερινή αναπόσβεστη αξία τους 7.178 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι παρήλθαν χρόνια από την αρχική αγορά τους), και των οποίων η μεταβίβαση, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να γίνει άνευ συμβολαιογραφικών διατυπώσεων και φορολογικής ενημερότητας, β) την έκταση της βλάβης που πιθανολογείται ότι θα υποστεί η αιτούσα από τη λήψη των μέτρων, η οποία σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της κρίνεται ανεπανόρθωτη, καθώς οι παρεπόμενες συνέπειες των ανωτέρω μέτρων (που όμως λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο εφόσον αποδεικνύονται), δηλαδή η καταγγελία του αλληλόχρεου λογαριασμού της από την συνεργαζόμενη με αυτήν Τράπεζα και η εν γένει μείωση της χρηματοληπτικής και χρηματοπιστωτικής της ικανότητας (ουσιαστικά διακοπή χρηματοδότησης) σε συνδυασμό με την εν τοις πράγμασι αδυναμία της να λάβει φορολογική ενημερότητα για οποιονδήποτε λόγο, όπως αποδείχθηκε, και όχι μόνο όταν σκοπείται η μεταβίβαση των περιουσιακών της στοιχείων, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται καίρια η ίδια η άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και να απειλείται με οικονομική καταστροφή, (το Δικαστήριο) εκτιμά, τελικώς, ότι η βλάβη που θα υποστεί η αιτούσα στην περίπτωση λήψης των εν λόγω συντηρητικών μέτρων θα είναι αντιστρόφως ανάλογη της ωφέλειας του Δημοσίου. Ενόψει της εκτίμησης αυτής, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη αφενός, ότι η αιτούσα εταιρεία δεν διαθέτει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα λογιστικά της δεδομένα, την απαραίτητη ταμειακή ρευστότητα ώστε να καταβάλει το 70% των ποσών προστίμων που της έχουν καταλογιστεί, δηλαδή ποσό ύψους 436.647 ευρώ, ώστε να αρθούν αυτοδικαίως τα εν λόγω μέτρα, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997 και αφετέρου, ότι οι προς εξασφάλιση απαιτήσεις του Δημοσίου δεν προέρχονται από κατα-λογιστικές επιρριπτόμενων φόρων πράξεις, αλλά, αποκλειστικά, από πρόστιμα λόγω εικονικών φορολογικών στοιχείων, που έχουν προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προβαλλομένων συναφώς λόγων που σχετίζονται με την απαλλαγή της προσφεύγουσας λόγω συνεργασίας του νομίμου εκπροσώπου της με τις διωκτικές αρχές για την αποκάλυψη δωροδοκίας υπαλλήλου φορολογικής αρχής ( άρθρο 50 Ν. 2065/1992), το Δικαστήριο κρίνει τελικώς ότι από τα παραπάνω ληφθέντα μέτρα θα πρέπει να διατηρηθεί μόνον εκείνο της άρσης του τραπεζικού απορρήτου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να είναι ευχερής ο έλεγχος των κινήσεων των κάθε είδους τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας, να ανασταλεί, όμως, η εκτέλεση των λοιπών μέτρων, δηλαδή η μη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας και η κατά 50% δέσμευση των λογαριασμών της εταιρείας, προκειμένου αυτή να μπορεί να συνεχίζει την οικονομική της δραστηριότητα, υπό τον όρο, όμως, ότι δεν θα προβεί, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της οικείας προσφυγής της, σε μεταβίβαση των πάγιων περιουσιακών της στοιχείων (ακίνητα, μεταφορικά μέσα, βασικός μηχανολογικός εξοπλισμός της επιχείρησης).

7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, από το σύνολο των προεκτεθέντων μέτρων του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997 να διατηρηθεί μόνο το μέτρο της άρσης του απορρήτου των κάθε είδους τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας υπέρ του Δημοσίου, να ανασταλεί, όμως, η εκτέλεση τόσο του μέτρου της μη χορήγησης φορολογικής ενημερότητας όσο και της δέσμευσης των οικείων τραπεζικών λογαριασμών, υπό τον όρο ότι η αιτούσα μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της σχετικής προσφυγής, δεν θα προβεί σε εκποίηση των πάγιων περιουσιακών της στοιχείων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών.