Απόφ.Πρωτοδικείου 316/2001 (01/01/2001)

Τελωνεικά (Ν. 1165/1918, Άρθρα 89, 97, 100)

Συμβουλίου της Επικρατείας
Αριθ. Απόφασης: 316/2001
Πρόεδρος: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος
Εισηγητής: Ευθ. Αντωνοπούλου, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Θ. Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.,
Κων. Πολυζωγόπουλος

Τελωνεικά (Ν. 1165/1918, `Αρθρα 89, 97, 100)

Συνιστά λαθρεμπορική πράξη η εξαγωγή προϊόντων ως δήθεν ελληνικών: Συνιστά λαθρεμπορική πράξη, δηλαδή, τέχνασμα προς αποφυγή της καταβολής των δασμών & λοιπών φόρων η εξαγωγή προϊόντων προέλευσης τρίτης χώρας τα οποία εξάγονται προς άλλη χώρα - μέλος ΕΟΚ ως ελληνικά, ενώ δεν έχουν καταβληθεί στην Ελλάδα οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι λόγω έκδοσης μη νομίμου παραστατικού εσωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης, το οποίο βεβαιεί αναληθώς ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι ελληνικά.

(Όμοια η ΣτΕ 317/1998)

...................................................................................

2. Επειδή στην παράγραφο 2 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα (Ν.1165/1918, ΦΕΚ τ.Α 73), η οποία προσετέθη με το άρθρο 3 του Α.Ν. 1514/ 1950, που κυρώθηκε με το Ν.1591/1950, ορίζεται ότι "Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης, η καθ' οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας". Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 97 του ίδιου Κώδικα, η οποία προσετέθη με το άρθρο 4 του Α.Ν. 1514/1950, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 23 του Ν.495/1976 (ΦΕΚ τ. Α 337), "Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις του άρθρου 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους", κατά δε το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου 97 "Η πληρωμή του πολλαπλού τέλους δεν απαλλάσσει από την υποχρέωσιν της πληρωμής των ανηκόντων δασμών και λοιπών φόρων, εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ' ην κατάσχεται και δημεύεται το αντικείμενον της λαθρεμπορίας". Περαιτέρω, το άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα, στην μεν παράγραφο 1 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2081/1939, ορίζει ότι "Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ορισμένον παρ' αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στέρηση το Δημόσιον των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον", στη δε παράγραφο 1 του επόμενου άρθρου 101 ορίζεται ότι "Η κατά την παρ. 1 (...) του προηγουμένου άρθρου γραπτή άδεια της αρμόδιας αρχής δεν αποκλείει την λαθρεμπορίαν, όταν η άδεια εξεδόθη χωρίς να υπάρχει νόμιμος περίπτωσις ή χωρίς να ενεργηθώσιν αι κατά νόμον προαπαιτούμεναι της εκδόσεως αυτής διατυπώσεις και πληρωμαί".

3. Επειδή, στο άρθρο 36 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΟΚ 222/77 της 13-12-1976 (ΕΕΚ Ειδική Έκδοση N38/1 σελ. 3), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορίζεται ότι: 1. Όταν διαπιστούται ότι, κατά την διάρκεια ή επ' ευκαιρία πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως, διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία σε συγκεκριμένο Κράτος μέλος, τότε αυτό εισπράττει τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις που είναι ενδεχομένως απαιτητές, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές του διατάξεις, με την επιφύλαξη της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Περαιτέρω δε με τα άρθρα 68 έως 81 του Κανονισμού ΕΟΚ 223/1977 (ΕΕΚ Ειδική Έκδοση N38/20 σελ. 7) εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος Κανονισμού 222/77, ρυθμίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ελέγχου του παραστατικού εσωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως Τ2L που εκδίδεται για τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 3 περιπτώσεις α και β του Κανονισμού 222/77.

4. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι "συνιστά λαθρεμπορική πράξη, δηλαδή τέχνασμα προς αποφυγή της καταβολής των δασμών και λοιπών φόρων, η υπό το καθεστώς εσωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως που προβλέπεται από τους Κανονισμούς ΕΟΚ 222/77 και 223/77 εξαγωγή προϊόντων προελεύσεως τρίτης χώρας, τα οποία εξάγονται προς άλλη χώρα - μέλος ΕΟΚ ως ελληνικά, ενώ δεν έχουν καταβληθεί στην Ελλάδα οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι, λόγω εκδόσεως μη νομίμου παραστατικού εσωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως, το οποίο βεβαιεί αναληθώς ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι ελληνικά, δηλ. βεβαιεί είτε ότι παρήχθησαν στην Ελλάδα είτε ότι προέρχονται μεν από τρίτη χώρα, κατεβλήθησαν όμως στην Ελλάδα, οι αναλογούντες δασμοί και φόροι (πρβλ. ΣτΕ 2312/92 επταμ., 3915-20/95).

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ο Εμ... Κων.... ως ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστής της εταιρίας με την επωνυμία "Ε... Κων... και Σία Ε.Ε." (ΜΑΝ...), η οποία είχε αντικείμενο εργασιών και την "επί προμήθεια μεσολάβηση σε εξαγωγές προϊόντων και την αντιπροσώπευση οίκων εσωτερικού και εξωτερικού", ύστερα από συνεννόηση με γερμανική εισαγωγική εταιρία και ειδικότερα τη WUN... CO... (οδός DEKHS STRASSE Ν.II Αμβούργο), μεσολάβησε για την εισαγωγή από την Κίνα στη Δ. Γερμανία μανιταριών σε κονσέρβες. Έτσι τα είδη αυτά, σε συσκευασία 300.000 χαρτοκιβωτίων, βάρους μικτών χιλιόγραμμων 4.108.500 και αξίας 4.659.600 δολαρίων, δασμ. κλάσης 07.0ΙΠΙ, φορτώθηκαν (το Δεκέμβριο 1980) στο πλοίο SOPHIE RICMERS Σιγκαπούρης, με προορισμό το Αμβούργο της Δ. Γερμανίας. Το πλοίο αυτό, στις 29.12.1980, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά και παρέμεινε εκεί χωρίς να εκφορτωθεί το παραπάνω εμπόρευμα μέχρι τη 2.1.1981 οπότε απέπλευσε με τελικό προορισμό το Αμβούργο της Δ. Γερμανίας. Κατά το χρόνο που το πλοίο βρισκόνταν στο λιμάνι του Πειραιά, ο προαναφερόμενος Εμ... Κων... με τη συνεργασία του εκτελωνιστή Νικ... Δεβ... επεδίωξε το χαρακτηρισμό των μανιταριών σαν Ελληνικών δηλαδή, παραγωγής χώρας μέλους της Ε.Ο.Κ., πράγμα το οποίο πέτυχε με την αλλαγή ή αλλοίωση των φορτωτικών εγγράφων και ειδικά με τη λήψη από το Γ' Τελωνείο Πειραιά, με ποινικώς κολάσιμες πράξεις (πλαστογραφία, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης), πιστοποιητικού παραγωγής τύπου T2L-GR (Νο 003750/ 2.1.1981), το οποίο προβλεπόταν να εκδίδεται μόνο για εμπορεύματα ελληνικής παραγωγής ή για εμπορεύματα τα οποία προέρχονταν από τρίτη χώρα (εκτός Ε.Ο.Κ), για τα οποία όμως είχαν καταβληθεί οι νόμιμοι δασμοί και λοιποί φόροι. Μετά τη διαπίστωση των παραπάνω, ο Διευθυντής του Γ' Τελωνείου υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, μηνυτήρια αναφορά με την οποία ζήτησε να κηρυχθούν ο διαχειριστής της εταιρίας και ο Νικ... Δεβ... ένοχοι λαθρεμπορίας, πλαστογραφίας και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης. Στην υπόθεση αυτή εκδόθηκε αρχικά το 596/1983 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά με το οποίο οι παραπάνω παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο για τα πιο πάνω αδικήματα, αλλά με το 87/1984 βούλευμα (αμετάκλητο) του Συμβουλίου Εφετών, απαλλάχτηκαν της κατηγορίας της λαθρεμπορίας. Από το άλλο μέρος, η Τελωνειακή Αρχή θεώρησε ότι τα παραπάνω περιστατικά συνιστούν τελωνειακή παράβαση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 89 και της παραγράφου 1 (περίπτωση β') του άρθρου 100 του τελωνειακού Κώδικα, γι' αυτό και, αφού τήρησε τη νόμιμη προδικασία, αρχικά, εξέδωκε την 77/27.11.1981 πράξη της. Με την πράξη αυτή υπολόγισε τους δασμούς, με βάση τους συντελεστές που προβλέπει το Κοινό Εξωτερικό Δασμολόγιο (ΚΕΔ), στο ποσό δραχμών 34.798.000 και καταλόγισε πολλαπλούν τέλος, για λαθρεμπορία, δραχμών 100.000.000 (πλέον τέλη χαρτοσήμου δραχ. 1.000.000 και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. δραχ. 200.000). Το συνολικό αυτό ποσό επιμερίστηκε και καταλογίστηκε ως εξής: Στον Εμ... Κων... δραχ. 38.456.000, στον Νικ... Δεβ... το ποσό δραχμών 60.720.000 και στα λοιπά μέλη της πιο πάνω εταιρίας, Μ... Κων..., Μ... Μιχ..., Ελ... Πην... τα ποσά δραχμών 506.000, 506.000 και 1.012.000, αντίστοιχα. Ακόμη κήρυξε αλληλέγγυα συνυπεύθυνους όλους τους παραπάνω για την πληρωμή ολόκληρων των προαναφερόμενων ποσών δασμών και πολλαπλού τέλους. Στη συνέχεια, η Τελωνειακή Αρχή έκρινε ότι έπρεπε για την πιο πάνω περίπτωση να λάβει υπόψη τους δασμούς και λοιπούς φόρους με βάση το Ελληνικό δασμολόγιο και όχι το Κοινό Εξωτερικό Δασμολόγιο. Με βάση το Ελληνικό Δασμολόγιο οι δασμοί υπολογίστηκαν από την τελωνειακή Αρχή, στο ποσό δραχ. 65.326.632, δηλαδή σε ποσό μεγαλύτερο, κατά 30528.832 δραχμές, από το ποσό που υπολογίστηκαν με την αρχική πράξη (77/27.11.1981). Ύστερα από τον υπολογισμό αυτό, ο πιο πάνω Δ/ντής Τελωνείου εξέδωκε, στις 10.9.1982, την 77/1981/10.9.1982 συμπληρωματική πράξη πολλαπλού τέλους με την οποία καταλόγισε διαφορά πολλαπλού τέλους δραχμών 96.000.000 πλέον χαρτόσημο 960.000 και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α, χαρτοσήμου δραχ. 192.000 δηλαδή συνολικά ποσό δραχ. 97.152.000. Το ποσό αυτό επιμέρισε μεταξύ των προαναφερόμενων προσώπων, μεταξύ των οποίων και στον Νικ... Δεβ... στον οποίο καταλόγισε το ποσό δραχμών 58.291.200, ο οποίος ακόμη, κηρύχτηκε αλληλέγγυα υπεύθυνος, μαζί με τους λοιπούς για την πληρωμή και των ποσών δασμών και λοιπών φόρων που καταλογίστηκαν και στους λοιπούς συνυπαιτίους. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή του Ν. Δεβ... και ακύρωσε την προαναφερθείσα συμπληρωματική πράξη της τελωνειακής αρχής. Το Διοικητικό Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του αφού έλαβε υπόψη του α) ότι τα μεταφερόμενα με το πλοίο εμπορεύματα (μανιτάρια), όπως δεν αμφισβητείται από την Τελωνειακή Αρχή, δηλώθηκαν και παρέμειναν ΤRΑΝΖΙΤ από τη στιγμή που το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά (29.12.1980) μέχρι και την ημέρα που απέπλευσε (2.1.1981) και επομένως δεν έλαβε χώρα εισαγωγή των ειδών αυτών στην Ελληνική Επικράτεια, αλλά ούτε και απόπειρα εισαγωγής τους, β) ότι τα πιο πάνω εμπορεύματα προέρχονταν από την Κίνα και προορίζονταν για το Αμβούργο της Δ. Γερμανίας και γ) ότι σκοπός του διαχειριστή της εταιρίας Εμ... Κων... και των συνεργατών του, μεταξύ των οποίων και ο Ν. Δεβ... ήταν η μη καταβολή εισαγωγικών δασμών στην Γερμανία και επομένως η αποστέρηση του Γερμανικού και όχι του Ελληνικού Δημοσίου των οφειλόμενων κατά την εισαγωγή δασμών και λοιπών φόρων καθώς και δ) ενδεικτικώς το ότι ο Ν. Δεβ... ποινικά, δεν κατηγορήθηκε, τελικά, για λαθρεμπορία αφού απαλλάχτηκε της σχετικής κατηγορίας τελεσίδικα, με το 87/84 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών έκρινε κατ' απόρριψη του λόγου εφέσεως του Δημοσίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έλαβε χώρα η τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας ή απόπειρά της, με τη σκέψη ότι ναι μεν έλαβαν χώρα παράνομες ενέργειες, όπως η αλλαγή των φορτωτικών εγγράφων και η έκδοση ψευδούς πιστοποιητικού Τ2L - GR, με το οποίο τα εμπορεύματα χαρακτηρίσθηκαν ως ελληνικά, πλην όμως οι ενέργειες αυτές δεν έγιναν κατά την εισαγωγή ή την προσπάθεια εισαγωγής των εμπορευμάτων στην Ελλάδα, αφού αυτά παρέμειναν στο πλοίο υπό καθεστώς ΤRANSIT και δεν αποσκοπούσαν στο να στερήσουν το Ελληνικό Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς, αλλά για να καταστήσουν δυνατή την εισαγωγή τους χωρίς καταβολή δασμών σε άλλο κράτος (Γερμανία). Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα και των Κανονισμών ΕΟΚ 222/77 και 223/77 αφού όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη για τη στοιχειοθέτηση της λαθρεμπορίας αρκεί το ότι με τις ενέργειες που περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ψευδές πιστοποιητικό Τ2L-GR) επιδιώχθηκε η αποφυγή της καταβολής των δασμών και λοιπών φόρων που θα ωφείλοντο αν είχε τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία εκδόσεως του πιστοποιητικού εσωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως. Για το λόγο δε αυτό που προβάλλεται βασίμως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση επί της ουσίας.