Απόφ.Πρωτοδικείου 84/2003 (01/01/2003)

Καταγγελία σύμβασης εργασίας - ομαδικές απολύσεις-εργάτες χάρτου.

Πρωτοδικείο Δράμας
Αριθ. απόφασης: 84/2003
Πρόεδρος: Δ. Σίσκου
Δικηγόροι: Ε. Διβανίδου, Δ. Βερβεσός,
Δ. Αναστασιάδης, Γ. Φιλιώτης

Καταγγελία σύμβασης εργασίας - ομαδικές απολύσεις-εργάτες χάρτου.

• Περίπτωση άκυρης καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένων ή μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων, επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι που προβλέπονται στο Ν. 1264/82.

• Συνταγματική κατοχύρωση συνδικαλιστικής ελευθερίας και της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την θέσπιση Σ.Σ.Ε.

• Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζομένους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της νομοθεσίας, ήτοι: α) τέσσερις εργαζόμενοι για επιχειρήσεις που απασχολούν 20-100 άτομα, β) ποσοστό 2-3% του προσωπικού και μέχρι τριάντα άτομα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από πενήντα εργαζομένους.

[...] Με την ένδικη αγωγή, όπως παραδεκτά, κατ΄ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ., συμπληρώθηκε, διευκρινίσθηκε και διορθώθηκε, οι ενάγοντες, κατά τα συναφώς εκτιθέμενα σ΄ αυτήν ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη εταιρία, που έχει ως επιχειρηματικό αντικείμενο την παραγωγή και επεξεργασία χαρτιού διατηρεί για την επίτευξη των επιχειρηματικών οικονομικών σκοπών της τρία συγκροτήματα εργοστασίων (το ένα στην Α. με αντικείμενο την παραγωγή χαρτιού τισσουέ, το άλλο στο Μ.Π. με αντικείμενο την επεξεργασία χαρτιού και το τρίτο στα Κ.Δ. με αντικείμενο την παραγωγή χαρτιού γραφής και εκτύπωσης και μοριοσανίδων), ότι απασχολεί συνολικά 1.200 εργαζομένους, από τους οποίους οι 420 εργάζονταν στην παραγωγική μονάδα και τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της Δ., και ότι στις 23/8/2002, προέβη σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας 417 ατόμων, (μεταξύ των οποίων οι 223 ενάγοντες) οι οποίοι απασχολούνταν στην παραπάνω μονάδα της Δ., με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, επικαλούμενη προσχηματικά οικονομικούς λόγους και συγκεκριμένα παθητικό και αρνητική οικονομική πορεία της εταιρίας. Οτι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη διότι: α) δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Ν. 1387/1983, καίτοι επρόκειτο περί ομαδικών απολύσεων και β) αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, ότι η καταγγελία των υπ΄ αριθμ. 4, 7, 10, 43, 44, 45, 68, 73, 74, 90, 119, 127, 181, 222 εναγόντων είναι άκυρη, διότι αυτοί είναι νομίμως εκλεγμένα μέλη των ΔΣ των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων της εναγόμενης επιχείρησης με τις αναφερόμενες στην αγωγή ιδιότητες και απολύθηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του Ν. 1264/1982 "Για τον Εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των Συνδικαλιστικών Ελευθεριών των Εργαζομένων". Διώκουν δε: α) ν΄ αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της εργασιακής τους σύμβασης, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη, να τους καταβάλλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία των καταγγελιών των συμβάσεων τους μέχρι και 24/3/2003 τα αναφερόμενα στην αγωγή αναφορικά με τον καθένα χρηματικά ποσά, ανερχομένου του μεγαλύτερου ποσού έως και 19.378,16 ευρώ. Αλλως, σε περίπτωση που κριθεί ως έγκυρη η καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα την διαφορά αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας ανερχομένης σε ποσόν από 377,57 ευρώ έως και 7.070,57 ευρώ κατά περίπτωση για τον καθένα. Επίσης, ζητούν να τους καταβληθεί αύξηση ίση με ποσοστό 9,8% επί του συνόλου των καταβαλλομένων αποδοχών τους και εφάπαξ παροχή κουπονιών αξίας 150 ευρώ από 1/1/2002 μέχρι 23/8/2002, παροχές που χορηγήθηκαν στους εργαζόμενους της επιχείρησης με την από 26/9/2002 επιχειρησιακή ΣΣΕ, η οποία καταρτίστηκε κατά τους όρους και τη διαδικασία του νόμου 1876/1990 "Ελεύθερες διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις" και της οποίας κατά κατάχρηση δικαιώματος και εξουσίας της εναγομένης αυθαίρετα η ισχύς αρχίζει από 1/11/2002, ώστε έτσι να εξαιρούνται αυτοί (ενάγοντες) από την εφαρμογή της (άνω επιχειρησιακής ΣΣΕ) ενώ κατά πάγια επιχειρησιακή συνήθεια η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων της επιχείρησης και η εναγόμενη εργοδοτική πλευρά συνήπταν κάθε έτος επιχειρησιακή ΣΣΕ στην οποία προσεδίδονταν με ειδική ρήτρα αναδρομική ισχύς έως την ημέρα της λήξης της προηγούμενης αντίστοιχης συλλογικής σύμβασης εργασίας, από την οποία άρχιζε να υπολογίζεται και η διάρκειά της, ήτοι αφετηρία της έναρξης ισχύος λαμβάνονταν η πρώτη εκάστου έτους, η πάγια δε αυτή πρακτική δημιούργησε κατά το άρθρο 361 ΑΚ συμβατική υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή τους. Τα παραπάνω ζητούν με τους νόμιμους τόκους από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, διώκουν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο, πριν από την έναρξη της συζήτησης, παραδεκτά (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ.), οι ενάγοντες περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 5.900 ευρώ για έκαστο και έτρεψαν το υπόλοιπο σε αναγνωριστικό.

Η αγωγή που ασκήθηκε μέσα στην τρίμηνη προθεσμία που τάσσει ο νόμος (άρθρο 6, παρ. 1 του Ν. 3198/1955), αρμοδίως φέρεται στο δικαστήριο τούτο, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 664 επ. του Κ.Πολ.Δ.) και είναι νόμιμη (άρθρα 70, 219, 907, 908, 910 περ. 4, 176 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρα 3, 174, 178, 180, 281, 361, 648 επ., 656, 341, 345, 346, 349, 350 του ΑΚ, 1 επ., 6 παρ. 1 του Ν. 1387/1983, 14, 15, 24 του Ν. 1264/1982, 5 Ν. 3198/1955). Μη νόμιμη όμως και συνεπώς απορριπτέα είναι η αξίωση των εναγόντων για καταβολή μεγαλυτέρων των νομίμων αποδοχών βάσει σιωπηρής συμφωνίας κατ΄ εφαρμογή επιχειρησιακής συνήθειας, καθόσον δεν μπορούσε να δημιουργηθεί τέτοια επιχειρησιακή συνήθεια που αναφέρεται σε ζητήματα σχετικά με τα χρονικά όρια ισχύος των συλλογικών συμβάσεων (άρθρα 9, παρ. 1, 2 και 3, Ν. 1876/1990) στηρίζουσα αντίστοιχη υποχρέωση της εναγομένης, ως αντίθετη με τις διατάξεις των άρθρων 22, παρ. 2 και 23, παρ. 1 του Συντάγματος, με τις οποίες καθιερώνεται ως συνταγματικός θεσμός η συλλογική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και κατοχυρώνεται το δικαίωμα των ελεύθερων διαπραγματεύσεων, διότι έτσι περιορίζεται το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης της εναγομένης επιχείρησης για ελεύθερες διαπραγματεύσεις και σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1071/1981 ΝοΒ 1982,653). Σημειώνεται ότι η συλλογική αυτονομία συνιστά δικαίωμα, το δικαίωμα για συλλογική αυτόνομη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, που συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα για συλλογικές ελεύθερες διαπραγματεύσεις, που είναι το αναγκαίο προστάδιο για τη συλλογική ρύθμιση. Ως προς το περιεχόμενο της, βασική αρχή της συλλογικής αυτονομίας αποτελεί η ελεύθερη επιλογή των θεμάτων προς διαπραγμάτευση, με τον περιορισμό ότι πρόκειται για θέματα που εμπίπτουν στην εξουσία των διαπραγματευόμενων μερών και εξυπηρετούν τους όρους εργασίας και απασχόλησης και τα εν γένει συμφέροντα, για τα οποία κατοχυρώνεται η συνδικαλιστική ελευθερία. Στον ελεύθερο καθορισμό του περιεχομένου εντάσσεται και ο ελεύθερος καθορισμός της χρονικής δέσμευσης των συλλογικών συμβάσεων που απαγορεύει ακόμη και την αναγκαστική επέκταση των χρονικών ορίων δέσμευσης (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές σχέσεις, τόμος 2ος). Τέλος, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, επειδή οι ενάγοντες επικαλούνται έγκυρη σύμβαση εργασίας.

Επομένως η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα, για το πέραν των 5.900 ευρώ ποσού (άρθρο 71, Ν. 2479/1997), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 81, 231, 666, παρ. 1, 669, παρ. 2 και 674, παρ. 2, προκύπτει ότι κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις ή επιμελητήρια, έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η παρέμβαση ασκείται προφορικά κατά τη δικάσιμο, εφόσον στη διαδικασία αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου.

Εν προκειμένω, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου στο ακροατήριο, κατά την έναρξη της διαδικασίας ασκούν πρόσθετη, υπέρ των εναγόντων, παρέμβαση: 1) το Σωματείο Υπαλλήλων και Εργατοτεχνιτών Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας Νομού Δ., 2) το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Δ., εκ των οποίων το μεν πρώτο αποτελεί πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, μέλη του οποίου είναι οι ενάγοντες το δε δεύτερο είναι δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία μετέχει η ως άνω πρωτοβάθμια οργάνωση. Επομένως, οι ως άνω πρόσθετες υπέρ των εναγόντων παρεμβάσεις είναι παραδεκτές και νόμιμες και πρέπει να συνεκδικασθούν με την αγωγή (άρθρο 246, Κ.Πολ.Δ.).

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή και για να την αντικρούσει ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες δεν προστατεύονται από το νόμο για τις ομαδικές απολύσεις ούτε και από το νόμο για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών, διότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας έγινε λόγω της πλήρους και οριστικής διακοπής της αυτοτελούς εκμετάλλευσης της επιχειρήσεως της εναγομένης και συγκεκριμένα του εργοστασίου παραγωγής χαρτιού γραφής και εκτύπωσης στα Κ.Δ. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Κατά την διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1387/1983 "Ελεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις", όπως αυτός ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 15 του Ν. 2739/1999, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου. Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: "α) τέσσερις (4) εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως διακόσια (200) άτομα, β) Ποσοστό 2-3% του προσωπικού και μέχρι τριάντα άτομα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από πενήντα εργαζόμενους".

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του ιδίου νόμου "ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Ο εργοδότης οφείλει: α) να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως: αα) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, ββ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων, γγ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, δδ) το χρονικό διάστημα, στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις, εε) τα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από την επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη...".

Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 5 του νόμου αυτού η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης, καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων...".

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 2736/1999 προστέθηκε στη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 1387/1983 πέμπτη παράγραφος κατά την οποία "η διαδικασία ομαδικών απολύσεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στους εργαζομένους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης". Βέβαια κατά τη διατύπωση του παραπάνω άρθρου η διακοπή των εργασιών της εκμεταλλεύσεως πρέπει να γίνεται "κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως." Η διάταξη όμως αυτή δεν αναφέρει τον τρόπο και τη διαδικασία της εκδόσεώς της. Τούτο οφείλεται στο ότι ο νόμος μετέφερε αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1, παρ. 2, εδαφ. δ, της 75/129/17-25-1975 Οδηγίας της ΕΟΚ, χωρίς όμως να την προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα. Πράγματι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η διάλυση μιας επιχειρήσεως προϋποθέτει έκδοση σχετικής αποφάσεως του Εμποροδικείου ή των τακτικών δικαστηρίων. Στην Ελλάδα όμως ούτε το εμπορικό δίκαιο, με εξαίρεση μόνο το Ν. 146/1914 ούτε το κοινό αστικό δίκαιο περιέχουν για το θέμα αυτό σχετικές διατάξεις. Συνεπώς η διάταξη, κατά το μέρος που απαιτεί ως προϋπόθεση της έκδοσης πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως για τη βεβαίωση της διαλύσεως της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, είναι ανεφάρμοστη (ΕΘ 257/1989 ΔΕΝ 46, 364). Τέλος στο άρθρο 6, παρ. 1 του ως άνω Ν. 1387/1983 ορίζεται ότι οι ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου είναι άκυρες ενώ στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσεως και την καταβλητέα αποζημίωση απολύσεως. Συνεπώς, είναι άκυρες οι ομαδικές απολύσεις των εργαζομένων που έγιναν είτε γιατί ο εργοδότης δεν τήρησε τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες είτε γιατί δεν εγκρίθηκε η πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων (άρθρο 174, 180 ΑΚ) (βλ. και ΑΠ 176/2000, Μ.Πρ.Αθ. 705/2002 ΕΕργΔ 2002,284, Μ.Πρ.Θεσ. 622/1997 ΔΕΝ 54,227). Με τις διατάξεις αυτές που αποβλέπουν στην προστασία των εργαζομένων με τον επιβαλλόμενο έλεγχο στις περιπτώσεις των ομαδικών αυτών απολύσεων, αναφέρεται ο νομοθέτης στην εργοδότρια επιχείρηση σαν αυτοτελή οικονομική μονάδα με ποικίλες δραστηριότητες που ανάγονται κυρίως στην παραγωγή ή την κυκλοφορία αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, των οποίων η πραγματοποίηση αποτελεί και τον απώτερο σκοπό της λειτουργίας της. Στα πλαίσια δε της επιχειρήσεως τοποθετείται η εκμετάλλευση που αποτελεί την οργανική ενότητα προσώπων, τεχνικών μέσων ή εγκαταστάσεων και αυλών αγαθών, προς επιδίωξη ορισμένου εργασιακού - τεχνικού (δηλαδή παραγωγικού) σκοπού. Με τον όρο επιχείρηση προστίθεται στην έννοια της εκμεταλλεύσεως ο πέραν από τον εργασιακό - τεχνικό σκοπό επιδιωκόμενος απώτερος κερδοσκοπικός ή εν γένει οικονομικός σκοπός (πρβλ. Καλομοίρη, Βασικαί έννοιαι του Ελληνικού Εργατικού Δικαίου εκδ. 1973 ΑΠ Ολ 12/1987 ΔΕΝ 43,754).

Οταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο, δηλαδή είναι οργανωμένη σε μία παραγωγική μονάδα, τότε οι έννοιες επιχείρηση και εκμετάλλευση συμπίπτουν, τότε η επιχείρηση είναι συγχρόνως και μία εκμετάλλευση. Όταν όμως η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά τρόπο αποκεντρωτικό, δηλαδή είναι οργανωμένη σε περισσότερες αυτόνομες παραγωγικές μονάδες, τότε επιχείρηση και εκμετάλλευση δεν ταυτίζονται, γιατί η επιχείρηση αποτελείται από περισσότερες εκμεταλλεύσεις.

Για να θεωρηθεί μία παραγωγική μονάδα ως αυτοτελής εκμετάλλευση, πρέπει να συντρέχουν ορισμένα ελάχιστα δεδομένα. Ειδικότερα πρέπει να πρόκειται για ένα οργανωμένο σύνολο κεφαλαιουχικών αγαθών ή τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο επιδιώκει την πραγματοποίηση οποιουδήποτε παραγωγικού αποτελέσματος (βλ. ΑΠ Ολ 81/1977 ΕΕργΔ 36,360,12/1987 ό.π., ΣτΕ Ολ 3191/1978 ΕΕργΔ 38,82). Ως ισχυρή ένδειξη αυθυπαρξίας εκλαμβάνεται το γεγονός ότι η μονάδα διαθέτει αυτοτελές και αυτοδύναμο στάδιο παραγωγής καθώς και δική της οργάνωση κοστολόγησης των προϊόντων και εξαγωγής ιδίου αποτελέσματος, έστω και αν σε τελικό στάδιο επέρχεται συνένωση των αποτελεσμάτων, από τη δράση και των λοιπών μονάδων, με τη συγκέντρωση κατά περιόδους σε ενιαίο λογιστικό λογαριασμό των κερδών και των ζημιών για την εξαγωγή κοινού αποτελέσματος (ΑΠ Ολ 12/1987 ό.π.). Εκτός όμως από τον ιδιαίτερο τεχνολογικό εξοπλισμό, που συνίσταται σε ιδιαίτερες εγκαταστάσεις, χρησιμοποίηση ιδιαίτερης πρώτης ύλης, και τη χρησιμοποίηση ιδιαίτερου εργατικού προσωπικού, για την αυτονομία της εκμετάλλευσης απαιτείται να υφίσταται ιδιαίτερη διεύθυνση και ειδικότερα αυτονομία στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, έστω και αν η λήψη ορισμένων ιδιαίτερα κρίσιμων αποφάσεων επί των εργασιακών ζητημάτων εξακολουθεί να ανατίθεται στη γενική διεύθυνση της επιχειρήσεως (βλ. Λεβέντη, Ομαδικές απολύσεις ΔΕΝ 48, 1217 και επ. ΑΠ 175/2000 ΕλΔ 2000,735, Εφ.Θεσ. 1084/2001 ΔΕΝ 2002, 121).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των τριών μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ένας από κάθε πλευρά και ένας από την πλευρά των προσθέτως παρεμβαινόντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συνεδρίασης του, τις ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Δ. βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγόντων Α.Γ. του Δ. και Ν.Α. του Π. καθώς επίσης και τις (...) ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Α. βεβαιώσεις μαρτύρων της εναγομένης Σ.Π. του Ι., Μ.Β. του Π., Σ.Τ. του Ν. και Ν.Β. του Γ., που εξετάστηκαν νόμιμα σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 671, περ. 1, εδ. δ, του Κ.Πολ.Δ. και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία κάθε είδους χαρτιού. Οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί από ετών και εργάζονταν με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στο εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού γραφής και εκτυπώσεως και μοριοσανίδων, κοινών και επενδεδυμένων που η εναγομένη εταιρία λειτουργούσε στα Κ.Δ. με την αναφερόμενη στην αγωγή για τον καθένα ειδικότητα, την οποία δεν αμφισβητεί η εναγομένη και τις νόμιμες αποδοχές. Το εργοστάσιο αυτό, στο οποίο εργάζονταν 420 άτομα αποτελούσε μία από τις τρεις αυτόνομες μονάδες παραγωγής χαρτιού της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης. Η δεύτερη αφορά την παραγωγή και εμπορία μαλακού χαρτιού κουζίνας, υγείας, σάκους απορριμμάτων κ.λπ. Για την παραγωγή των άνω προϊόντων ίδρυσε και έθεσε σε λειτουργία εργοστασιακό συγκρότημα στον Β.Α., όπου και η έδρα της. Η τρίτη αφορά την επεξεργασία μαλακού χαρτιού σε εργοστάσιο που διατηρεί στο Μ.Π.Α. Συνολικά, η εναγομένη εταιρία απασχολεί 1.200 εργαζομένους. Η αυτονομία των μονάδων της έγκειται στο γεγονός ότι ήταν στεγασμένες σε τρεις ανεξάρτητους από πλευράς τοπικής εγκατάστασης χώρους με ιδιαίτερο μηχανολογικό εξοπλισμό και η κάθε μία απασχολούσε δικό της εργατοτεχνικό προσωπικό. Η λειτουργία της κάθε μονάδας δεν επηρεαζόταν από τη λειτουργία ή μη της άλλης. Αυτό όμως ήταν και το όριο της αυτονομίας τους. Οι αποφάσεις για κάθε μονάδα, για την αγορά υλικών, τα γενικότερα έξοδα λειτουργίας, την διάθεση των προϊόντων τους (υπάρχει ένα τμήμα πωλήσεων και παραγγελιών) την κοστολόγηση των παραγομένων προϊόντων που δεν γινόταν χωριστά για κάθε μονάδα, λαμβάνονταν ενιαία από την διοίκηση της εναγομένης επιχείρησης χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερη διεύθυνση και αυτονομία στην λήψη των αποφάσεων από τον διευθύνοντα υπάλληλο της μονάδας παραγωγής, ο οποίος φρόντιζε για την καλή εκτέλεση της εργασίας, την τήρηση των κανόνων ασφαλείας, την καλή λειτουργία των μηχανημάτων κ.λπ., θέματα δηλαδή πρακτικά που έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσαν άσκηση διευθυντικού δικαιώματος. Εξάλλου, κατά την διαδικασία της οικονομικής τους λειτουργίας υπήρχε ένα και μοναδικό οργανωμένο λογιστήριο (στην Αθήνα) το οποίο, πλην των άλλων, εξήγαγε την μισθοδοσία του προσωπικού και τα αποτελέσματα κέρδους και ζημίας και συνέτασσε έναν ενιαίο ετήσιο ισολογισμό και η διεύθυνσή τους ήταν ενιαία, κατά τρόπο ώστε να μη δικαιολογείται η αυθυπαρξία και ανεξαρτησία της μίας από την άλλη. Το πλέον σημαντικό, είναι ότι λαμβάνονταν ενιαία όλες οι αποφάσεις που αφορούσαν τις εργασιακές σχέσεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές η μονάδα παραγωγής γραφής και εκτυπώσεως στη Δ. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτοτελής εκμετάλλευση. Η διακοπή της λειτουργίας της δεν επιτρέπει στην εναγομένη να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας των απασχολουμένων στη μονάδα αυτή μισθωτών, χωρίς να τηρήσει τις διατάξεις των νόμων περί ομαδικών απολύσεων και περί προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών. Η εναγομένη ωστόσο στα πλαίσια του δικαιώματός της να λαμβάνει συγκεκριμένες επιχειρηματικές αποφάσεις, επέλεξε την παύση της λειτουργίας της μονάδας αυτής επειδή κατά τους ισχυρισμούς της εμφάνιζε μεγάλο παθητικό και παρέσυρε σε ζημιογόνο αποτέλεσμα ολόκληρη την επιχείρηση της. Συγκεκριμένα στις 18/7/2002 το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης εταιρίας αποφάσισε την οριστική διακοπή της παραγωγικής λειτουργίας του εργοστασίου της στα Κ.Δ. λόγω κακής οικονομικής πορείας του, καθώς και την απόλυση όλων των εργαζομένων (417 ατόμων) στο εργοστάσιο αυτό (βλ. υπ΄ αριθμ.... πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης εταιρίας). Επίσης, με απόφαση του το Δ.Σ. ανέλαβε την πρωτοβουλία για την κίνηση της διαδικασίας πληροφόρησης και των διαβουλεύσεων με τους νομίμους εκπροσώπους των εργαζομένων και προέβη σε σχετική πρόσκληση προς αυτούς. Στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν την 2/8/2002 και 13/8/2002 δεν επετεύχθη συμφωνία. Στο πλαίσιο της ανωτέρω υποχρεώσεώς της, η εναγομένη δεν παρείχε όπως όφειλε (άρθρο 3, παρ. 1, στοιχ. α) στους εκπροσώπους των εργαζομένων πληροφορίες περί των λογαριασμών της (εταιρίας) και δεν έθεσε στην διάθεσή τους τις τελευταίες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της, προς απόδοσης της πιστής εικόνας της περιουσίας, της οικονομικής καταστάσεως και των αποτελεσμάτων της εταιρίας, ώστε να μπορέσουν αυτοί να διατυπώσουν συγκεκριμένες εποικοδομητικές προτάσεις (βλ. πρακτικά διαβουλεύσεων). Μόνη η συμμετοχή της εναγομένης στις προκείμενες διαβουλεύσεις δεν αίρει την υποχρέωσή της για πληροφόρηση των εργαζομένων. Αντίθετα, υπήρξε καλόπιστη αναζήτηση πρακτικών εναλλακτικών λύσεων από πλευράς των εργαζομένων. Σ΄ αυτό το στάδιο, εφόσον δεν υπήρξε συμφωνία, ο Υπουργός Εργασίας, μετά από αίτηση των εργαζομένων, αφού έλαβε υπόψη του τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτίμησε τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας παρέτεινε με την υπ΄ αριθμ. πρωτ. 31373/20-8-2002 απόφασή του τις διαβουλεύσεις για 20 (είκοσι) επιπλέον ημέρες, ώστε να τους δοθεί δυνατότητα για επανεξέταση του θέματος. Πλην όμως η εναγομένη εργοδότρια αρνήθηκε να προσέλθει και να συμμετάσχει σε νέες διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ισχυριζόμενη ότι εξαιρείται από την τήρηση των οριζομένων από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 1387/1983 υποχρεώσεων καθόσον έχει διακόψει τη λειτουργία του εργοστασίου της στα Κ.Δ. το οποίο αποτελούσε ανεξάρτητη και αυτοτελή εκμετάλλευση της όλης επιχειρήσεως - ενώ αυτό όπως αναφέρθηκε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα - και ότι η εκμετάλλευση εκείνη, η οποία διακόπτει τις εργασίες υποχρεούται μόνον να τηρήσει την υποχρέωση του άρθρου 3 του Ν. 1387/1983, δηλαδή να προέλθει πριν από τις απολύσεις και με ποινή ακυρότητας αυτού σε διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων απαλλασσόμενη της υποχρέωσης του άρθρου 5 του ίδιου νόμου (βλ. σχετ. την από 21/8/2002 εξώδικη δήλωση της εναγομένης προς τους προέδρους των σωματείων των εργαζομένων της εταιρίας). Ακολούθως την 23/8/2002 η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις των απασχολουμένων στην μονάδα αυτή παραγωγής αφού προηγουμένως είχε διακόψει την λειτουργία του εργοστασίου της.

Από τα παραπάνω αποδειχθέντα προκύπτει σαφώς ότι εν προκειμένω τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του προαναφερθέντος στο νομικό μέρος της παρούσας Ν. 1387/1983 "περί ομαδικών απολύσεων". Η μη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 5 του νόμου αυτού καθώς επίσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεών τους, η δε εναγομένη περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας περί την αποδοχή των προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών των εναγόντων και οφείλει σ΄ αυτούς μισθούς υπερημερίας (άρθρο 349 και 656 ΑΚ), οι οποίοι για το χρονικό διάστημα από 24/8/2002 έως 24/3/2003 ανέρχονται στα αιτούμενα με την αγωγή ποσά. Να σημειωθεί ότι η εναγομένη δεν αμφισβητεί ειδικά το ύψος των αιτουμένων ποσών, καθώς και τον τρόπο διαμόρφωσής τους. Ενόψει των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών σωρευμένων βάσεων της αγωγής, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και μαζί με αυτήν και οι συνεκδικαζόμενες πρόσθετες παρεμβάσεις των εναγόντων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες από 5.900 ευρώ στον καθένα με το νόμιμο τόκο για κάθε μηνιαία παροχή από τη λήξη του οικείου ημερολογιακού μηνός και ν΄ αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να καταβάλει τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα πληρωμής κάθε επί μέρους κονδυλίου. Η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά την καταψηφιστική της διάταξη, καθόσον αφορά καθυστερούμενους μισθούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι μισθοί υπερημερίας (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, β έκδοση, υπ άρθρο 910), αφού αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής και τρεις μήνες πριν από αυτήν. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικαστεί σε ανάλογο με την έκταση της ήττας της μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων (άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ.).