Απόφ.ΣΤΕ 176/2002 (01/01/2002)

Προσωπική κράτηση (Κ.Δ.Δ. Άρθρα 231-243).

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος ΣΤ?)
Αριθ. απόφασης 176/2002
Πρόεδρος: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Ιωάν. Παπανδρουλάκης,
Βασ. Παπαθεοδώρου,
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Προσωπική κράτηση (Κ.Δ.Δ. `Αρθρα 231-243).

Προσωπική κράτηση οφειλετών του Ι.Κ.Α.: Υπό το καθεστώς του νέου Κ.Δ.Δ. δεν είναι, πλέον, δυνατή, δικονομικώς, η υποβολή αίτησης για προσωποκράτηση οφειλετών των Ν.Π.Δ.Δ. (μεταξύ των οποίων και του Ι.Κ.Α.), με συνέπεια για τα πρόσωπα αυτά να έχει καταργηθεί η δυνατότητα να ζητήσουν την προσωποκράτηση των οφειλετών τους. Η νεότερη ρύθμιση του Κ.Δ.Δ., η οποία δεν προβλέπει την προσωποκράτηση υπέρ του Ι.Κ.Α., ως ευνοϊκότερη για τους οφειλέτες, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών ενώπιον των πρωτοβαθμίων ή δευτεροβαθμίων δικαστηρίων (και μειοψηφία).

Λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος η υπόθεση παραπέμπεται στο Τμήμα με επταμελή σύνθεση.

..................................................................................

2. Eπειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ' αριθμ. 76/2000 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει μόνο δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 9/1999 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και εμειώθει ο χρόνος προσωποκρατήσεώς του για χρέη ανωνύμου εταιρείας, της οποίας ο αναιρεσείων διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. από δύο μήνες σε 40 ημέρες.

3. Επειδή ο Νόμος 2717/1999 "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" (Α' 97) ορίζει τα εξής: "Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 δημόσιων εσόδων διατάσσεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Δημοσίου .... (άρθρο 231, παρ. 1). Αρμόδιος να διατάξει την προσωπική κράτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδίκων ή ο από αυτόν οριζόμενος πρωτοδίκης, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η αρχή που, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, υποβάλλει την, κατά το προηγούμενο άρθρο αίτηση (άρθρο 232). Η αίτηση υποβάλλεται από το Δημόσιο, εκπροσωπούμενο της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου. Η αίτηση στρέφεται κατά του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του νομικού προσώπου ή, αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, κατά του νόμιμου αντιπροσώπου τους (άρθρο 233 παρ. 1-2). Προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον: α) πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 και β) το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές ή, αν πρόκειται για οφειλόμενα ποσά από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή από δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές (άρθρο 234 παρ. 1). Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 231-241 υπόκεινται, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά τα άρθρα 81-111 αναλόγως εφαρμοζόμενα, στα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας. Οι προθεσμίες για την άσκηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο ένδικων μέσων είναι πέντε (5) ημερών. Ως προς την έναρξη των προθεσμιών αυτών έχουν ανάλογη εφαρμογή όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 90 (παρ.1), 94 (παρ. 1), 104 και 110 (παρ. 2), οι οποίες και εφαρμόζονται αναλόγως. Η προθεσμία για την άσκηση, καθώς και η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το, κατά το άρθρο 232 αρμόδιο δικαστήριο, όμως, μπορεί, κατ' αίτηση του Δημοσίου, να κηρύξει την απόφασή του προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 80, η οποία και εφαρμόζεται αναλόγως. Αρμόδιος για την εκδίκαση της έφεσης είναι ο πρόεδρος εφετών, ή από αυτόν οριζόμενος εφέτης του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο, όπου ανήκει ο κατά το άρθρο 232 δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 242 παρ. 1-4). Σε δίκες εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα, οι διαδικαστικές πράξεις που δεν έχουν συντελεστεί διενεργούνται κατά τις διατάξεις τούτου (άρθρο 278). Η άσκηση ένδικων μέσων κατ' αποφάσεων που δημοσιεύονται μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του (άρθρο 279). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν ρητώς δεν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 98 παρ. 3). Όπου στον Κώδικα αυτόν γίνεται παραπομπή σε διατάξεις άλλων νομοθετημάτων, οι παραπομπές γίνονται στις διατάξεις αυτές, όπως εκάστοτε ισχύουν. Όπου από την κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε οικονομικές διατάξεις που καταργούνται σύμφωνα με το άρθρο 285, η παραπομπή θεωρείται ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα (άρθρο 284 παρ. 1-2). Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. Κατ' εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επί μέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δημοτικής - κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους μέσω της ΔΕΗ, γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάμεσα στο φορολογούμενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του Ν.Δ.118/1973, στ) του άρθρου 1 του Ν.Δ.4600/ 1980 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του Ν.2679/1998 (άρθρο 285 παρ. 1-2).

4. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατέθηκαν, προκύπτει, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ότι μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ρυθμίζονται κατά τρόπο αποκλειστικώς και εξαντλητικώς από το νομοθέτημα αυτό τα δικονομικά θέματα, τόσο της γενικής διαδικασίας, όσο και των ειδικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η διαδικασία της προσωποκρατήσεως ως μέσου εισπράξεως των δημοσίων εσόδων κατά το Ν.Δ.356/1974. Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 233 παρ. 1 ορίζεται ρητώς ποιοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην υποβολή της σχετικής αιτήσεως και αναφέρονται μόνο όργανα του Δημοσίου (Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου) και όχι άλλων Ν.Π.Δ.Δ. Η ρύθμιση αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά την τροποποίηση του καθεστώτος της προσωποκρατήσεως με τον Ν.1867/89, (με τον οποίο θεσπίστηκε το πρώτον η λήψη του μέτρου αυτού με δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως των δικαιουμένων προς τούτο Δημοσίου και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία κατονομάζει στο άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου αυτού) προεβλέφθη ρητώς και το όργανο του δικαιουμένου Ν.Π.Δ.Δ. που υποβάλλει τη σχετική αίτηση προς το δικαστήριο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπό το καθεστώς του νέου Κ.Δ.Δ. δεν είναι πλέον δυνατή δικονομικώς η υποβολή αιτήσεως για προσωποκράτηση οφειλετών των Ν.Π.Δ.Δ. για χρέη προς αυτά και ότι συνεπώς για τα πρόσωπα αυτά έχει καταργηθεί η δυνατότητα να ζητήσουν την προσωποκράτηση των οφειλετών τους. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και εκ του ότι υπό το καθεστώς των παλαιοτέρων νομοθετημάτων του ΝΕΔΕ και τον ΚΕΔΕ, η προσωποκράτηση ερυθμίζετο ρητώς μόνο υπέρ του Δημοσίου και δεν ηδύνατο ερμηνευτικώς να συναχθεί επέκτασή της και υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ., των οποίων τα έσοδα εισεπράττοντο κατά τον ΝΕΔΕ ή του ΚΕΔΕ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις που θίγουν το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας έπρεπε να ερμηνεύονται στενώς. Εξάλλου, δεν δύναται να συναχθεί αντίθετο επιχείρημα εκ του ότι στα άρθρα 217-230 του Κ.Δ.Δ. που ρυθμίζουν την λοιπή διαδικασία διοικητικής εκτελέσεως πλην της προσωποκρατήσεως γίνεται μνεία ως νομιμοποιουμένου μόνον του Δημοσίου, ώστε να θεωρηθεί ότι και τα λοιπά μέτρα του ΚΕ.ΔΕ. δεν ισχύουν υπέρ των εξομοιουμένων προς το Δημόσιο Ν.Π.Δ.Δ., και τούτο διότι στις περιπτώσεις των λοιπών μέτρων διοικητικής εκτελέσεως η πρωτοβουλία προσφυγής στο δικαστήριο ανήκει, κατά κανόνα στον οφειλέτη, κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο και όχι στο Δημόσιο ή στα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Περαιτέρω δε, εφόσον η νεωτέρα ρύθμιση του Κ.Δ.Δ. είναι ευνοϊκότερη για τους οφειλέτες του Ι.Κ.Α., εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών ενώπιον των πρωτοβαθμίων ή δευτεροβαθμίων δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ 896/2000, 4973/98). Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Φ. Αρναούτογλου, με τον νέο Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ο νομοθέτης, αναφερόμενος στο άρθρο 234 παρ. 1 ΔΚΚ στη δυνατότητα μόνον του Δημοσίου να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του, δεν θέλησε την μέσω ενός κατ' εξοχήν δικονομικού νομοθετήματος κατάργηση της δυνατότητας που παρέχει η νομοθεσία του Ι.Κ.Α. και στα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ., προς ουσιαστική προστασία των εσόδων τους, αλλά εκφράσθηκε στενώτερα στα περί προσωποκρατήσεως άρθρα του Κ.Δ.Δ. επισημαίνοντας ότι με αυτά αποδίδεται η έως τότε ισχύουσα ρύθμιση που προέβλεπε και την προσωποκράτηση των οφειλετών του Ι.Κ.Α.

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Ι.Κ.Α. κατέθεσε στις 3-8-1995 αίτηση για προσωποκράτηση του αναιρεσείοντος, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του Δ.Σ. της ΑΕ ΕΞΟΔΟΣ για ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρίας προς αυτό συνολικού ύψους 71.614.413 δραχμών στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου. Η αίτηση αυτή εξεδικάσθη στις 21-9-1999 και διετάχθη η προσωποκράτηση του αναιρεσείοντος για διάστημα δύο (2) μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ησκήθη η από 28-2-2000 έφεση συμπληρωθείσα παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων στις 13-6-2000, η οποία εξεδικάσθη από τον κατά τον Ν.2717/1999 (άρθρο 242 παρ. 4) αρμόδιο πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Ο τελευταίος απέρριψε τον προβληθέντα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι μετά τον Ν.2717/99 καταργήθηκε η δυνατότητα του ΙΚΑ να ζητεί την προσωποκράτηση οφειλετών του με τη σκέψη ότι ανεξαρτήτως του εάν αυτό πράγματι συνέβαινε, δεν ήτο δυνατόν να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή του, εφόσον η σχετική αίτηση κατετέθη προ του Ν.2717/1999 ήτοι στις 3-8-1995. Η κρίση αυτή δεν είναι σύμφωνα με την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη ορθή, εφόσον και επί των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. δικών και σε δεύτερο βαθμό τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί προσωποκρατήσεως του Κ.Δ.Δ., οι οποίες δεν προβλέπουν πλέον την προσωποκράτηση υπέρ του ΙΚΑ και συνεπώς, θα έπρεπε για τον λόγο αυτό βασίμως προβαλλόμενο η απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς να αναιρεθεί. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος εάν διά του Ν.2717/99 κατηργήθη η δυνατότητα του ΙΚΑ να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση κατ' άρθρο 14 παρ. 5 του Π.Δ.18/89 (Α' 8) κατά την δικάσιμο της 1ης Απριλίου 2002 και εισηγητή τον Πάρεδρο Ε. Αντωνόπουλο.