Απόφ.ΣΤΕ 221/2001 (01/01/2001)

Κώδικας φορολογικής δικονομίας (Άρθρα 168, 173 και 174) και κώδικας φορολογικών στοιχείων (Άρθρο 45).

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β')
Αρ. απόφασης: 221/2001
Προεδρεύων: Θ. Χατζηπαύλου, Σύμβουλος
Εισηγήτρια: Ε. Αναγνωστοπούλου, Πάρεδρος
Δικηγόρος: Θεόδωρος Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Κώδικας φορολογικής δικονομίας (`Αρθρα 168, 173 και 174) και κώδικας φορολογικών στοιχείων (`Αρθρο 45).

Ι. Προσβολή με ένα δικόγραφο προσφυγής περισσοτέρων πράξεων: Η νομική αυτή πλημμέλεια (εσφαλμένη κρίση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που έκρινε ότι συνέτρεχε περίπτωση συναφείας κατ' άρθρο 28 του Κ.Φ.Δ.) δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

ΙΙ. Κ.Φ.Σ. Επίδοση αντιγράφου της έκθεσης κατάσχεσης στον φορολογούμενο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο): Συνιστά ουσιώδη διατύπωση για την έκδοση, με βάση τα κατασχεθέντα στοιχεία, της σχετικής πράξης της φορολογικής αρχής, η έλλειψη της οποίας καθιστά την πράξη ακυρωτέα ως νομικώς πλημμελή.

ΙΙΙ. Κ.Φ.Δ. Υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος και από τους δύο συζύγους. `Ασκηση ίδιας προσφυγής από τη σύζυγο κατά των πράξεων που περιέχουν το δικό της εισόδημα: Η σύζυγος έχουσα ιδίαν και αυτοτελή φορολογική υποχρέωση για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημά της που περιέχεται στην κοινή (με τον σύζυγό της) δήλωση, έχει δικαίωμα άσκησης ίδιας προσφυγής κατά των εκδιδομένων καταλογιστικών πράξεων (εκκαθαριστικού σημειώματος ή φύλλου ελέγχου) κατά το μέρος αυτών που περιέχουν το δικό της εισόδημα.

IV. Εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. επί αγροτικών συναλλαγών: Ο προσδιορισμός των συναλλαγών αυτών για την επιβολή της εισφοράς είναι ανεξάρτητος από τον καθορισμό των ακαθαρίστων εσόδων του επιτηδευματία στη φορολογία εισοδήματος.

.................................................................................

4. Επειδή, η αίτηση αυτή νομίμως εισάγεται προς εκδίκαση στο Β' Τμήμα, καθόσον το Τμήμα αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως κατά πράξεων που αφορούν καταλογισμό τελών χαρτοσήμου (άρθρο 2 παρ. 2 Π.Δ.309/1986, Α' 136), η δε ένδικη πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου προτάσσεται στην πράξη της φορολογικής αρχής, όπως αυτή περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 2461/1993 Ολομ.).

5. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 168 παρ. 1, 173 παρ. 2 και 174 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, που ορίζουν, η πρώτη, ότι το έγγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει, εκτός από άλλα, τους λόγους της εφέσεως, η δεύτερη, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της εφέσεως και αν την κρίνει παραδεκτή προβαίνει στην εξέταση των λόγων της και η τρίτη, ότι αν κριθεί βάσιμος κάποιος από τους λόγους της εφέσεως, το εφετείο εξαφανίζει ή μεταρρυθμίζει, κατά περίπτωση, την απόφαση του πρωτοδικείου, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει μόνον τα παράπονα που διατυπώθηκαν κατά της πρωτόδικης αποφάσεως με την έφεση, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί το διοικητικό εφετείο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης αποφάσεως, για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος εφέσεως, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή που ασκήθηκε απαραδέκτως. Επομένως, στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι συνέτρεχε περίπτωση συναφείας, κατ' άρθρο 28 του Κ.Φ.Δ. και ότι παραδεκτώς προσβλήθηκαν με ένα δικόγραφο προσφυγής περισσότερες πράξεις, η πλημμέλεια αυτή δεν είναι αυτεπαγγέλτως ληπτέα υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΣτΕ 1158/1986). Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 3 του Κ.Φ.Δ. περί συναφείας δέχθηκε εμμέσως το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι παραδεκτώς προσβάλλονται με μια προσφυγή πράξεις καταλογισμού που ανάγονται σε διαφορετικές χρήσεις ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι παραδεκτώς προσβάλλεται μόνον η πρώτη, καθώς και ότι η πλημμέλεια αυτή έπρεπε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, μολονότι δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος εφέσεως από το Δημόσιο,

6. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ.99/1977, Α' 34), αντίστοιχες προς τις οποίες ήταν και οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του Ν.Δ.3848/1958, "εάν κατά την ενέργειαν του φορολογικού ελέγχου υποπέσουν εις την αντίληψιν του ενεργούντος τον έλεγχον βιβλία, έγγραφα και λοιπά στοιχεία σχετιζόμενα προς τον έλεγχον, εκ των οποίων είναι ενδεχόμενον να προκύπτη απόκρυψις φορολογητέας ύλης, κατάσχονται υπό του ενεργούντος τον φορολογικόν έλεγχον και παραδίδονται εις τον αρμόδιον οικονομικόν έφορον, όστις, εφόσον βάσει τούτων ενεργείται φορολογική εγγραφή, φυλάττει ταύτα μέχρι της τελεσιδικίας ταύτης ... Επί των κατασχέσεων της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου", σύμφωνα δε με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, "περί της ερεύνης και της κατασχέσεως συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπό των ενεργούντων ταύτην, αντίγραφον δε ταύτης επιδίδεται εις τον υπόχρεον. Ο υπόχρεος δικαιούται εις την λήψιν αντιγράφου ή φωτοτυπίας κατασχεθέντων βιβλίων, εγγράφων και λοιπών στοιχείων δαπάναις του". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η επίδοση αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως στο φορολογούμενο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), η οποία αποβλέπει στο να γνωστοποιήσει τη γενόμενη κατάσχεση, συνιστά ουσιώδη διατύπωση για την έκδοση, με βάση τα κατασχεθέντα στοιχεία της σχετικής πράξεως της φορολογικής αρχής. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του ΚΦΔ, αν ο φορολογούμενος δεν βρεθεί από τον επιδίδοντα εκεί όπου ασκεί το επάγγελμά του ή την εργασία του, η επίδοση γίνεται σε ένα από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παραπάνω διάταξη (διευθυντή, συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες).

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, σε βάρος της αναιρεσίβλητης που ασκεί ατομική επιχείρηση οινοποιίας στο Κορωπί, εκδόθηκε η ένδικη πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου αγοράς αγροτικών προϊόντων, εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α, και ειδικής εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α, για τα έτη 1980, 1981 και 1982. Η πράξη αυτή για το έτος 1980 εκδόθηκε με βάση τα ανεπίσημα στοιχεία της αναιρεσίβλητης που κατασχέθηκαν στην επιχείρησή της κατά τη διάρκεια ελέγχου, για την κατάσχεση δε αυτή συνετάγη η από 10.10.1980 έκθεση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακύρωσε την πράξη ως νομικώς πλημμελή ως προς το έτος αυτό, με την αιτιολογία ότι εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας καθόσον το αντίγραφο της εκθέσεως κατασχέσεως επιδόθηκε ακύρως στον σύζυγο της αναιρεσίβλητης. Την κρίση αυτή επικύρωσε το δικάσαν διοικητικό εφετείο.

8. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι εσφαλμένως το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη την ανωτέρω πλημμέλεια της ένδικης πράξεως ως προς το έτος 1980, ενώ έπρεπε να αποβλέψει μόνο στον αντίστοιχο τίτλο της φορολογίας εισοδήματος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε προηγούμενη σκέψη, η επίδοση αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως στο φορολογούμενο, συνιστά ουσιώδη διατύπωση για την έκδοση, με βάση τα κατασχεθέντα στοιχεία, της σχετικής πράξεως της φορολογικής αρχής, και, επομένως, η παράλειψη της επιδόσεως αυτής συνιστά αυτοτελή νομική πλημμέλεια της ένδικης πράξεως.

9. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν ήταν νόμιμη η υπογραφή της εκθέσεως κατασχέσεως από τον σύζυγο της αναιρεσίβλητης. Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, όπως ορθά δέχθηκε το δικάσαν εφετείο, η επίδοση της εκθέσεως κατασχέσεως στο σύζυγο της φορολογουμένης υπό μόνη την ιδιότητά του αυτή δεν αποτελεί έγκυρη επίδοση.

10. Επειδή, στο άρθρο 15γ παρ. 1 του Κώδικα των Νόμων περί των τελών χαρτοσήμου (Κ.Ν.Τ.Χ.), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 3 παρ. 1 του Ν.Δ.4535/1966 και 3 παρ. 2 του ΑΝ.Ν.29/1967, ορίζεται ότι σε τέλος 1% "επί του ολικού αντιτίμου της αγοράς υπόκειται το τιμολόγιον ή οιονδήποτε έτερον έγγραφον αγοράς εγχωρίων αγαθών εκ των παραγόντων ταύτα γεωργών, κτηνοτρόφων ... υπό: α) παντός επιτηδευματίου, δια την άσκησιν του επιτηδεύματός του, β) ...". Εξάλλου, κατά την παρ. 5 του άρθρου 10 του Ν.4169/1961 (Α' 81), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ.4575/1966, "Αγροτικά προϊόντα ή τα εκ τούτων υποπροϊόντα, περί ων το παρόν άρθρον, ευρισκόμενα εις τα καταστήματα, αποθήκας κλπ. επιτηδευματίου ή πωληθέντα υπ' αυτού, των οποίων η προέλευσις δεν αποδεικνύεται δια τιμολογίων ή ετέρων στοιχείων του Κ.Φ.Σ., θεωρούνται, κατ' αμάχητον τεκμήριον, ως αγορασθέντα εκ παραγωγών και οφείλεται επί της αξίας αγοράς των προϊόντων τούτων η κατά το παρόν άρθρον εισφορά και το τιμολογιακόν τέλος χαρτοσήμου". Στο δε άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.Δ.4535/1966 ορίζεται ότι το παραπάνω τέλος "οφείλεται και οσάκις, κατά παράβασιν των κειμένων διατάξεων, δεν εκδίδονται τιμολόγια, αποδείξεις ή έτερα έγγραφα ή τα τυχόν εκδιδόμενα είναι ανακριβή. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το τέλος τούτο υπολογίζεται λαμβανομένων υπ' όψιν των ακαθαρίστων εσόδων εκ των τοιούτων συναλλαγών, ως ταύτα προσδιορίζονται δια την επιβολήν του φόρου εισοδήματος".

11. Επειδή, εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, "δικαίωμα προσφυγής έχει ο αμέσως βαρυνόμενος εκ της πράξεως, ως και ο εις ον ειδικώς παρέχεται τοιούτον δικαίωμα υπό του ουσιαστικού νόμου". Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ.3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" (Α' 214), όπως ίσχυε κατά το κρινόμενο έτος μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 του ΑΝ.Ν.239/1967 (Α' 240) και, στη συνέχεια, με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.814/1978 (Α' 144), ορίζονται τα εξής:

"Συνεστώτος του γάμου οι σύζυγοι υποχρεούνται όπως υποβάλλωσι κοινήν δήλωσιν των εισοδημάτων των, εφ' ων ο φόρος υπολογίζεται κεχωρισμένως, εκάστου τούτων ευθυνόμενου δια το αναλογούν επί του εισοδήματός του ποσόν φόρου. Εις την περίπτωσιν ταύτην, τυχόν αρνητικόν αποτέλεσμα του εισοδήματος της συζύγου δεν συμψηφίζεται προς τα εισοδήματα του συζύγου", στη δε παρ. 4 του άρθρου 12 του ίδιου Ν.Δ.3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.1160/1981 (Α' 147), ορίζεται ότι "Η δήλωσις συντάσσεται επί εντύπου το οποίον παρέχεται δωρεάν υπό του Δημοσίου και υπογράφεται υπό του δηλούντος και της συζύγου του, εφόσον δια ταύτης δηλούνται και εισοδήματα της συζύγου...". Περαιτέρω, στο άρθρο 52 παρ. 1 εδ. α' του Ν.Δ.3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν.Δ.4444/1964 (Α' 221) ορίζεται ότι "εις έκαστον των υποχρέων κοινοποιείται αντίγραφον του εκδοθέντος φύλλου ελέγχου μετά της σχετικής εκθέσεως ελέγχου..." και, τέλος, στην παρ. 1 του άρθρου 59 του ίδιου Ν.Δ.3323/1955 ορίζεται ότι "Ο Οικονομικός Έφορος προβαίνει εις την βεβαίωσιν του προσήκοντος φόρου, αρχικού και, κατά περίπτωσιν, προσθέτου: α) επί τη βάσει των υποβαλλομένων δηλώσεων ...". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση υποβολής κοινής δηλώσεως φόρου εισοδήματος και από τους δύο συζύγους, η οποία περιέχει και εισοδήματα της συζύγου, η σύζυγος, έχουσα ιδίαν και αυτοτελή φορολογική υποχρέωση για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημά της που περιέχεται στη δήλωση και τον φόρο που βεβαιώνεται με το εκκαθαριστικό σημείωμα ή το φύλλο ελέγχου και ευθυνόμενη ευθέως γι' αυτόν, έχει δικαίωμα ασκήσεως ιδίας προσφυγής κατά των ως άνω πράξεων κατά το μέρος που περιέχουν το δικό της εισόδημα, ως βαρυνόμενη αμέσως από αυτές κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, (βλ. ΣτΕ 3642-4/1992, 2430/1996 κ.ά.).

12. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.4169/1961 "Περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (Α' 81), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ.4575/1966 (Α' 227) ορίζονται τα εξής: "Υπέρ του Ο.Γ.Α., Δήμων και Κοινοτήτων επιβάλλεται εισφορά 3% επί της αξίας των υπό των παραγωγών φυσικών ή νομικών προσώπων, εξαιρέσει μόνον του Δημοσίου, πωλουμένων χονδρικώς προϊόντων γης εν γένει ή των εκ τούτων υποπροϊόντων...". Στο δε άρθρο 1 της υπ' αριθ. 248.000/22.12.1961 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας "περί παρακρατήσεως εισφοράς 3% Ν.4169/1961 επί των πωλουμένων αγροτικών κ.λ.π. προϊόντων" (Α' 458), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 9 του Ν.4169/1961 και κυρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ.4575/1966 "περί καταργήσεως της αμέσου ασφαλιστικής εισφοράς των αγροτών κλπ." (Α' 227), ορίζονται τα ακόλουθα: "Από 1ης Ιανουαρίου 1962 και εφεξής φυσικά ή νομικά πρόσωπα αγοράζοντα χονδρικώς δι' ίδιον λογαριασμόν ή δια λογαριασμόν τρίτων αγροτικά κλπ. προϊόντα, πλην καπνού, εκ των προσώπων των ασχολουμένων με τα εν άρθρω 2 του Ν.4169/1961 αναγραφόμενα επαγγέλματα ή πωλούντα τοιαύτα προϊόντα δια λογαριασμόν των αυτών ως άνω προσώπων, υποχρεούνται όπως παρακρατώσιν εκ των πωλητών ποσοστόν 3% επί της καταβλητέας εις αυτούς αξίας των αγροτικών τούτων προϊόντων. Το παρακρατούμενον ποσόν αναγράφεται, κατά περίπτωσιν, επί των κατά τας διατάξεις των άρθρων 24 και 30 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, εκδιδομένων υπ' αυτών, αντί των πωλητών, τιμολογίων και εκκαθαρίσεων". Με το άρθρο 2 της ίδιας υπουργικής αποφάσεως ορίζεται ο τρόπος της καταβολής στο Δημόσιο της ως άνω εισφοράς με την υποβολή στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα σε κάθε μήνα, από τους υποχρέους σε παρακράτηση, καταστάσεων των τιμολογίων ή εκκαθαρίσεων που έχουν εκδοθεί από αυτούς κατά τον αμέσως προηγούμενο μήνα με αποδεικτικό καταβολής της εισφοράς 3%. Εξάλλου, με το άρθρο 10 παρ. 5 του Ν.4169/1961, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ.4575/1966, ορίστηκε ότι "Αγροτικά προϊόντα ή τα εκ τούτων υποπροϊόντα, περί ων το παρόν άρθρον, ευρισκόμενα εις τα καταστήματα, αποθήκας κλπ., επιτηδευματίου ή πωληθέντα υπ' αυτού, των οποίων η προέλευσις δεν αποδεικνύεται δια τιμολογίων ή ετέρων στοιχείων του Κ.Φ.Σ., θεωρούνται κατ' αμάχητον τεκμήριον ως αγορασθέντα εκ παραγωγών και οφείλεται επί της αξίας αγοράς των προϊόντων τούτων η κατά το παρόν άρθρον εισφορά και το τιμολογιακόν τέλος χαρτοσήμου". Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ίδιου Ν.Δ.4575/1966 ορίζονται τα εξής: "1. Εις περίπτωσιν καθ' ην ο υπόχρεος εις καταβολήν της κατά το άρθρον 10 του Ν.4169/1961 εισφοράς, ως τούτο αντικατεστάθη δια του άρθρου 3 του παρόντος Ν. Διατάγματος, παραλείψει να καταβάλει ή καταβάλει ταύτην εκπροθέσμως ή ελλιπώς εις το δημόσιον ταμείον, καταλογίζονται εις βάρος αυτού πλην της εισφοράς και προσαυξήσεις, υπολογιζόμεναι κατά τας διατάξεις των άρθρων 67 και 70 του Ν.Δ.3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" ως αύται ισχύουσιν αναλόγως της περιπτώσεως. Ο καταλογισμός ενεργείται δια πράξεως του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου καθ' ης επιτρέπονται τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα τα προβλεπόμενα υπό του Ν.4125/1960, εφαρμοζομένων κατ' αναλογίαν των διατάξεων του άρθρου 65 του Ν.Δ.3323/1955. 2. Η εκδίκασις των διαφορών των αναφυομένων κατά την εφαρμογήν των διατάξεων περί επιβολής της κατά τα ανωτέρω εισφοράς επί των αγροτικών προϊόντων υπέρ του Ο.Γ.Α. Δήμων και Κοινοτήτων ανατίθεται εις τα τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια. 3. Αι περί διοικητικής επιλύσεως των φορολογικών διαφορών διατάξεις του άρθρου 53 του Ν.Δ.3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος", ως αύται ισχύουσιν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περί ων η προηγουμένη παράγραφος διαφορών 4. ...". Τέλος, στο άρθρο 3 του Ν.1066/1980 (Α' 183) ορίζονται τα εξής: "1. α) Επιβάλλεται υπέρ του ΟΓΑ από της 25 Μαΐου 1980 ειδική εισφορά 2,50% επί της αξίας των χονδρικώς πωλουμένων υπό των περί ων το άρθρον 10 του Νόμου 4169/1961, ως ισχύει, φυσικών και νομικών προσώπων, περιλαμβανομένου και του Δημοσίου, προϊόντων και υποπροϊόντων του αυτού άρθρου....β)...2. Ως προς την φορολογητέαν αξίαν, δια την επιβολήν της εισφοράς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρου 10 του Νόμου 4169/1961, ως ισχύει. 3. Η κατά τα ανωτέρω εισφορά βαρύνει, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, τον αγοραστήν των προϊόντων ή υποπροϊόντων φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον περιλαμβανομένου και του Δημοσίου και καταβάλλεται εις το Δημόσιον Ταμείον υπό του υποχρέου δια την καταβολήν της εισφοράς του άρθρου 10 του Ν.4169/1961, ως ισχύει...4. ...Η εισφορά αύτη συμβεβαιούται και συνεισπράττεται μετά της εισφοράς του άρθρου 10 του Ν.4169/1961, ως ισχύει. 5...6...".

13. Επειδή, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι η υποχρέωση παρακρατήσεως εισφοράς υπέρ του Ο.Γ.Α. που επιβάλλεται με την ανωτέρω υπ' αριθ. 248.000/1961 υπουργική απόφαση, προϋποθέτει αγορά πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων από επιτηδευματία για την άσκηση του επιτηδεύματός του από αυτούς που ασχολούνται στις αγροτικές ενασχολήσεις του άρθρου 2 του Ν.4169/1961 και υπάγονται στην ασφάλιση του νόμου, αδιαφόρως της εκδόσεως ή μη τιμολογίου από τον υπόχρεο επιτηδευματία αγοραστή, καθώς και ότι η εν γένει απόδειξη περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για τον καταλογισμό της μη καταβληθείσης ή ελλιπώς καταβληθείσης εισφοράς βαρύνει τη βεβαιωτική αρχή, εφόσον δε η παραπομπή με το άρθρο 6 του Ν.Δ.4575/1966 στη φορολογία εισοδήματος αφορά μόνο τις διατάξεις των άρθρων 53, 65, 67 και 70 του Ν.Δ.3323/1955, ο προσδιορισμός των συναλλαγών για την επιβολή της εισφοράς αυτής είναι ανεξάρτητος από τον καθορισμό των ακαθαρίστων εσόδων του επιτηδευματία για τη φορολογία εισοδήματος, απαιτείται δε κάθε φορά ιδία αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, των διοικητικών δικαστηρίων ως προς το ύψος των συναλλαγών αυτών (ΣτΕ 767/1983 κ.ά.). Το ίδιο δε ισχύει και για την ειδική εισφορά του άρθρου 3 του Ν.1066/1980, η οποία σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη της παραγρ. 4 του εν λόγω άρθρου, συμβεβαιούται και συνεισπράττεται με την εισφορά του άρθρου 10 του Ν.4169/1961.

14. Επειδή, εν προκειμένω, ως προς τα έτη 1981 και 1982, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι τα τέλη χαρτοσήμου, η εισφορά υπέρ ΟΓΑ του άρθρου 10 του Ν.4169/1961 και η ειδική εισφορά υπέρ ΟΓΑ του άρθρου 3 του Ν.1066/1980, έπρεπε να προσδιοριστούν με βάση τον υφιστάμενο τίτλο στη φορολογία εισοδήματος, δηλαδή εν προκειμένω τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τα αντίστοιχα οικονομικά έτη, καθόσον τα εκδοθέντα σχετικώς υπ' αριθ. 841α/1985 και 473β/1985 φύλλα ελέγχου φορολογίας εισοδήματος δεν αποτελούσαν νόμιμο τίτλο για την αναιρεσίβλητη επειδή είχαν εκδοθεί στο όνομα του συζύγου της. Η κρίση αυτή είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, κατά το μέρος μεν που αφορά τις εισφορές, καθόσον κατά τα προεκτεθέντα, ο προσδιορισμός των συναλλαγών για την επιβολή των εισφορών αυτών είναι ανεξάρτητος από τον καθορισμό των ακαθαρίστων εσόδων για τη φορολογία εισοδήματος, κατά το μέρος δε που αφορά τα τέλη χαρτοσήμου, διότι τα ανωτέρω φύλλα ελέγχου έστω και αν είχαν εκδοθεί στο όνομα του συζύγου της αναιρεσίβλητης, αποτελούσαν πάντως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νόμιμο τίτλο γι΄ αυτήν εφόσον περιείχαν και προσδιορισμό δικής της φορολογικής υποχρεώσεως. Επομένως, για τους λόγους αυτούς οι οποίοι βασίμως προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το ανωτέρω μέρος της.

15. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που αφορά την επιβολή τελών χαρτοσήμου, εισφοράς υπέρ ΟΓΑ και ειδικής εισφοράς υπέρ ΟΓΑ για τα έτη 1981 και 1982, να απορριφθεί δε κατά το μέρος που αφορά την επιβολή των ίδιων επιβαρύνσεων για το έτος 1980. Εξάλλου, η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.