Απόφ.ΣΤΕ 230/2002 (01/01/2002)

Φόρος μεταβίβασης ακινήτων (Φ.Μ.Α.) (Ν. 1249/1982, Άρθρα 41 και 41α)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 230/2002
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Χρ. Μουκίου, Θ. Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.,

Φόρος μεταβίβασης ακινήτων (Φ.Μ.Α.) (Ν. 1249/1982, `Αρθρα 41 και 41α)

Αντικειμενικός τρόπος προσδιορισμού αγοραίας αξίας ακινήτων. Σύνταγμα: Οι διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του Ν. 1249/1982 δεν εμπίπτουν στις απαγορεύσεις των διατάξεων του Συντάγματος, εφόσον με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και η παρεχομένη με αυτές εξουσιοδότηση προς τον Υπ. Οικ/κων δεν αφορά τη ρύθμιση του αντικειμένου του Φ.Μ.Α. και του φόρου κληρονομιών, αλλά τις τιμές εκκίνησης ανά ζώνες και τους συντελεστές αυξομείωσης αυτών. Δηλαδή, ζητήματα ειδικά και τεχνικά αφορώντα την μέθοδο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας.

Απορρίπτεται αίτηση ακύρωσης φορολογουμένου κατά της 1107357/5686/ΔΟΟΤΥ/ΠΟΛ. 1220/16.11. 1999 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών.

10. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του Ν. 1249/1982 θεσπίζεται νέος τρόπος προσδιορισμού της αγοραίας αξίας των επ΄ ανταλλάγματι ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας μεταβιβαζομένων ακινήτων εις τρόπον, ώστε βάσει λεπτομερών και προκαθορισμένων κριτηρίων να προκύπτει για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής και για καθένα από αυτά ορισμένη αξία. Εξάλλου οι ανωτέρω διατάξεις (παρ. 6 άρθρ. 41) παρέχουν στο φορολογούμενο τη δυνατότητα να αποστεί με δική του πρωτοβουλία από την εφαρμογή του ανωτέρω αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας και να ζητήσει με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας με βάση τις προγενέστερες διατάξεις των σχετικών νόμων (όπως ο Α.Ν. 1521/1950 και το Ν.Δ. 118/1973), που προαναφέρθηκαν. Από τα ανωτέρω συνάγεται αφενός μεν ότι με τις ανωτέρω διατάξεις δε θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, αφετέρου δε ότι μ΄ αυτές παρέχεται εξουσιοδότηση προς τον υπουργό Οικονομικών να ρυθμίζει όχι το αντικείμενο των περί ων πρόκειται φόρων, το οποίο καθορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των οικείων νόμων που προβλέπουν τους φόρους αυτούς (Α.Ν. 1521/1950, Ν.Δ. 118/1973) σε συνδυασμό με τα άρθρα 41 και 41α του Ν. 1249/1982, αλλά τις τιμές εκκίνησης ανά ζώνες και τους συντελεστές αυξομείωσης αυτών, δηλαδή ζητήματα ειδικά και τεχνικά αφορώντα την ανωτέρω μέθοδο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας.

11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση είναι ακυρωτέα διότι εκδόθηκε κατ΄ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων, οι οποίες αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 4 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ως προς μεν το πρώτο σκέλος, διότι ο καθιερούμενος με τις ανωτέρω διατάξεις τρόπος προσδιορισμού της αγοραίας αξίας δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος, ενώ εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο των εν λόγω φορολογιών καθορίζεται με τις διατάξεις των νόμων που προαναφέρθηκαν και δεν ανατίθεται ο καθορισμός του στον Υπουργό Οικονομικών με τις επίμαχες εξουσιοδοτικές διατάξεις, ως προς δε το δεύτερο σκέλος, διότι ο καθορισμός των τιμών εκκίνησης κατά ζώνες και των συντελεστών αυξομείωσής τους αποτελεί ζήτημα τεχνικό και ειδικότερο σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που γίνεται με τις παραπάνω διατάξεις των νόμων που προβλέπουν τις οικείες φορολογίες σε συνδυασμό με τα άρθρα 41 και 41α του Ν. 1249/1982.

12. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η προαναφερθείσα ρύθμιση προσδιορισμού της αξίας αντιβαίνει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της (κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974, φ. 259) Συμβάσεως της Ρώμης που ορίζει ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, ...", διότι, με την πάροδο του χρόνου και την επέκταση του αντικειμενικού συστήματος, θα υπάρχει έλλειψη πρόσφορων συγκριτικών στοιχείων η οποία, σε συνδυασμό με τον επαπειλούμενο κίνδυνο επιβάρυνσης του φορολογουμένου με πρόσθετο φόρο ανακρίβειας σε περίπτωση μη ευδοκίμησης του δικαστικού αγώνα, θα καθιστά αδύνατη την προσφυγή των φορολογουμένων στα διοικητικά δικαστήρια. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η επέκταση του ανωτέρω αντικειμενικού συστήματος δεν εμποδίζει το φορολογούμενο να μην αποδεχθεί την εφαρμογή του συστήματος αυτού ασκώντας προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την οποία μπορεί να επικαλεσθεί ως συγκριτικά στοιχεία μεταβιβάσεις παρόμοιων ακινήτων που προκύπτουν μεταξύ άλλων και από συμβόλαια μεταβιβάσεων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 1521/1950 και Ν.Δ. 118/1973 που προαναφέρθηκαν.

13. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει στο άρθρο 26 του Συντάγματος, διότι η εκτελεστική εξουσία υπεισήλθε στο έργο της δικαστικής εξουσίας, εφόσον με τη θέσπιση αμάχητων αντικειμενικών τεκμηρίων απέκλεισε το φορολογούμενο από την προάσπιση των δικαιωμάτων του. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις δεν καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο, αλλά μέθοδος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας την οποία ο φορολογούμενος μπορεί να αποκλείσει προσφεύγοντας στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.

14. Επειδή, προβάλλεται ακολούθως ότι η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος αφενός μεν διότι καθιερώνει παράλληλη εφαρμογή στην ίδια φορολογία δύο διαφορετικών μεθόδων προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας (αντικειμενικό σύστημα σε επίπεδο εφαρμογής από τη διοίκηση και σύστημα αγοραίας αξίας στο επίπεδο προσφυγής στα δικαστήρια), αφετέρου δε διότι η φορολογητέα αξία των περί ων πρόκειται ακινήτων της Μυκόνου που προσδιορίζεται με βάση τις τιμές που καθορίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι υψηλότερη της πραγματικής και ως εκ τούτου αντιβαίνει στα δεδομένα της κοινής πείρας, ενώ εξάλλου υπερβαίνει και την αντικειμενική αξία που καθορίζεται για αντίστοιχες περιοχές άλλων νήσων με ανάλογη τουριστική κίνηση, καθώς και την αντικειμενική αξία γειτνιαζόντων με τα επίμαχα ακινήτων εντεταγμένων στο σχέδιο πόλεως του οικισμού του Δήμου Μυκόνου. Το πρώτο σκέλος του ανωτέρω λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας από την παράλληλη εφαρμογή των ανωτέρω δύο μεθόδων που αποβλέπουν και οι δύο στον προσδιορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των εν λόγω ακινήτων. Εξάλλου και το δεύτερο σκέλος του ανωτέρω λόγου περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικής ισότητας ως προς τη φοροδοτική ικανότητα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο διότι, όπως προαναφέρθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις δε θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας που οδηγεί σε φορολογία πλασματικής φορολογικής ύλης, αλλά τρόπο προσδιορισμού της πραγματικής αγοραίας αξίας τον οποίο μπορεί ο φορολογούμενος να αποκλείσει με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ εξάλλου η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας εκ μόνον του λόγου ότι οι καθοριζόμενες με αυτή αντικειμενικές αξίες της επίμαχης περιοχής τυχόν υπερβαίνουν τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων άλλων νήσων ή γειτνιαζόντων ακινήτων της εντός σχεδίου περιοχής, διότι σημασία έχει ο καθορισμός της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων της επίδικης περιοχής.

15. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των ανωτέρω ακινήτων με αμάχητα αντικειμενικά τεκμήρια πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ως άνω Σύμβασης της Ρώμης που ορίζει ότι: "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ει μη διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων", δεδομένου ότι οδηγεί στην εν τοις πράγμασι αδυναμία καταβολής του φόρου και στην αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως κατ΄ επανάληψη αναφέρθηκε, με το μνημονευμένο τρόπο προσδιορίζεται απλώς η φορολογητέα αξία των ανωτέρω ακινήτων, ενώ το ίδιο το φορολογικό βάρος επιβάλλεται με τους ανωτέρω νόμους (Α. 1521/ 1950, Ν.Δ. 118/1973) για τους οποίους όμως δεν προβάλλεται αντίθεση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης.

16. Επειδή εξάλλου οι κανονιστικές πράξεις, όπως είναι και η ήδη προσβαλλόμενη υφυπουργική απόφαση, δεν χρήζουν αιτιολογίας, αλλά ελέγχονται μόνον από της απόψεως της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως επί τη βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Πλην όμως, προκειμένου να είναι εφικτός ο ανωτέρω έλεγχος, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου και τα υπό της Διοικήσεως εκτιμηθέντα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της εκδόσεως της κανονιστικής απόφασης, τα οποία είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της.

17. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε από την προσβαλλόμενη υφυπουργική απόφαση ούτε από άλλα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από την προαναφερθείσα εισήγηση της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, την οποία μάλιστα δεν αναφέρει στο προοίμιό της η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των τιμών των ανωτέρω μεγεθών (αρχικής βασικής αξίας και ειδικής βασικής αξίας) στη ζώνη 2ε του δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Μυκονίων έγινε με την εκτίμηση στοιχείων που δικοιολογούν αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά, δεν προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης κατά το μέρος που αυτή παραδεκτά προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δηλαδή ως προς την ανωτέρω ζώνη 2ε, ώστε να δύναται να ελεγχθεί αν εξεδόθη εντός των ορίων των παραπάνω νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων που κατά την έννοιά τους επιτάσσουν τον καθορισμό τιμών κατά ζώνες ανταποκρινομένων στην πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων. Εξάλλου, δε δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης το μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου με αριθμ. πρωτ. 840/1/24.7.2000 προς τη Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφέρονται συγκριτικά στοιχεία με αγροτεμάχια εκτός σχεδίου πόλης. Συνεπώς, για το βάσιμο αυτό λόγο ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αναφέρεται στη ζώνη 2ε του Δ.Δ. του Δήμου Μυκονίων και να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ως προς τον αιτούντα Χρήστο Βερώνη. Κατά την, περαιτέρω, γνώμη της Συμβούλου Αικ. Χριστοφορίδου και του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί και κατά το μέρος που αναφέρεται στις λοιπές ζώνες του Δήμου Μυκονίων, διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα και των ρυθμίσεων των σχετικών με τις ζώνες αυτές και, κατόπιν τούτου, θα έπρεπε να γίνει εν όλω δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως όχι μόνο ως προς τον πρώτο αιτούντα, αλλά και ως προς τους λοιπούς αιτούντες που παραδεκτά ομοδικούν με αυτόν σύμφωνα με την προαναφερόμενη γνώμη των εν λόγω Συμβούλου και Παρέδρου. Κατά τη γνώμη των Συμβούλων Γ. Ανεμογιάννη και Ν. Σκλία, εφόσον οι ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις δεν εξαρτούν την έκδοση της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης από ειδικότερες προϋποθέσεις και κριτήρια, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου οι λόγοι που οδήγησαν τη Διοίκηση στην επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, η οποία από τη φύση της δε χρήζει αιτιολογίας εν όψει μάλιστα και της όμοιας κατά περιεχόμενο Εισήγησης της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 και, επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.