Απόφ.ΣΤΕ 366/2000 (01/01/2000)

Κ.Β.Σ. (Π.Δ.186/1992)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β΄)
Αριθ. απόφασης 366/2000
Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου,
Σύμβουλος Εισηγητής: Ι. Γράβαρης,
Πάρεδρος Δικηγόρος: Παν. Κιούσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Κ.Β.Σ. (Π.Δ.186/1992)

Απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Χρόνος έκδοσής της: Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 13 και 12 παρ. 5 του Κ.Β.Σ., σε κάθε περίπτωση είσπραξης αμοιβής για παροχή υπηρεσιών πρέπει να εκδίδεται σχετική απόδειξη. Η αναφορά στο νόμο της ολοκλήρωσης της παροχής ως χρόνου έκδοσης της απόδειξης (με εξαίρεση τους ελεύθερους επαγγελματίες) αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει μεσολαβήσει είσπραξη αμοιβής.

.................................................................

3. Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ΄ αριθ. 8427 Ε και 8428 Ε/24.12.1998 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηρακλείου Γ. Χουστουλάκη, στην αναιρεσίβλητη, η οποία δεν παρέστη κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 12.8.1998 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού. Υπό τα δεδομένα αυτά, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, η δε υπό κρίσιν αίτηση, παραδεκτώς και κατά τα λοιπά ασκούμενη, είναι τύποις δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω.

4. Επειδή, στο άρθρο 13 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, Α΄ 84), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 παρ. 9 και 10 του Ν. 2214/1994 (Α΄ 75), ορίζονται τα εξής: «1. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε ... παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ... εκδίδει απόδειξη ... παροχής υπηρεσιών ... 2. Στην απόδειξη ... αναγράφεται κατά συντελεστή Φ.Π.Α. και ... το ποσό της αμοιβής .. 3. Η απόδειξη εκδίδεται ... επί παροχής υπηρεσιών στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 12 για το τιμολόγιο, με εξαίρεση την απόδειξη παροχής υπηρεσιών των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, η οποία εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη.». Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 15 του άρθρου 12 του ίδιου Κώδικα, «Στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας το τιμολόγιο εκδίδεται με την ολοκλήρωση της παροχής. Όταν η παροχή υπηρεσίας διαρκεί, εκδίδεται τιμολόγιο κατά το χρόνο που καθίσταται απαιτητό μέρος της αμοιβής, για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Πάντως, το τιμολόγιο δεν μπορεί να εκδοθεί πέραν της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία.».

5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε κάθε περίπτωση εισπράξεως αμοιβής για παροχή υπηρεσιών πρέπει να εκδίδεται σχετική απόδειξη η δε αναφορά στο νόμο της ολοκληρώσεως της παροχής ως χρόνου εκδόσεως της αποδείξεως (εξαιρέσει των ελευθέρων επαγγελματιών) αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει μεσολαβήσει είσπραξη αμοιβής.

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ένδικο πρόστιμο επεβλήθη στην αναιρεσίβλητη, που έχει την εκμετάλλευση λούνα παρκ στο Ηράκλειο Κρήτης, για παραβάσεις των προμνημονευθεισών διατάξεων και συγκεκριμένα διότι την 14.7.1995, κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου στις εγκαταστάσεις της, διαπιστώθηκε ότι ο υπεύθυνος της επιχειρήσεως εισέπραξε από δύο πελάτες 300 και 150 δραχμές, αντιστοίχως, για τη συμμετοχή των παιδιών τους σε παιχνίδια, χωρίς να εκδώσει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Το διοικητικό πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έκρινε ότι δεν είχαν συντελεσθή οι ως άνω παραβάσεις, με τη σκέψη ότι επί επιχειρήσεως λούνα παρκ, όπως εν προκειμένω, η παρεχομένη υπηρεσία δεν ολοκληρώνεται και, επομένως, η υποχρέωση εκδόσεως σχετικής αποδείξεως δε γεννάται πριν από τη χρήση από τον πελάτη των διαφόρων παιχνιδιών, στις ένδικες δε ως άνω περιπτώσεις δεν προέκυπτε ότι είχε γίνει τέτοια χρήση. Η κρίση όμως αυτή δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Διότι, κατά εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, εφ΄ όσον, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, είχαν, πάντως, εισπραχθή από την αναιρεσίβλητη τα ως άνω ποσά ως αμοιβές για τις παρεχόμενες υπηρεσίες της, ανέκυπτε, κατ΄ αρχήν, εκ μόνης της εισπράξεως, υποχρέωση της προς έκδοση σχετικών αποδείξεων. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, εμμέσως προβαλλόμενο με την υπό κρίσιν αίτηση, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.