Απόφ.ΣΤΕ 593/2000 (01/01/2000)

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης (Ν. 2717/1999, άρθρα 200 επ. του Κ.Δ.Δ.).

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 240 Τριμ.)
Αριθ.απόφασης: 593/2000
Δικαστές: Παν. Τσατσάνη - Αντιπάτη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Γεωργ. Σηφάκης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Μαρ. Λαμέρα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Δικηγόρος: Χρήστος Νικολακόπουλος

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης (Ν. 2717/1999, άρθρα 200 επ. του Κ.Δ.Δ.).

Αναστολή εκτέλεσης πράξεων προβεβαίωσης ποσοστού 30% Φ.Π.Α. και προστίμου. Έννοια ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης: Βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς δυναμένη να επανορθωθεί συνιστά ο κίνδυνος, λόγω της εκτέλεσης της πράξης, να αδυνατεί ο αιτών την αναστολή να αντεπεξέλθει στην ικανοποίηση των οικονομικών υποχρεώσεών του ή να υποστεί τέτοιο κλονισμό από την εκτέλεση της πράξης ώστε σε συνδυασμό με την όλη οικονομική του κατάσταση, να παρεμποδίζεται σοβαρά η ικανοποίηση των βασικών οικονομικών και βιοτικών αναγκών του και να μειώνεται η φήμη του.

Όμοιες οι 535-538/2000, 577-578/2000, 594-596/2000 αποφάσεις.

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, η αιτούσα ζητά "να ανασταλεί εξ ολοκλήρου η καταβολή του ως άνω βεβαιωθέντος ποσού δρχ. 1.181.067, που αφορά στο ποσοστό 30% της συνολικής επιβάρυνσης για Φ.Π.Α. πρόστιμο για διαχ. χρήση 16.6 - 31.12.1994". Όμως, ενόψει του ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η αιτούσα έχει ασκήσει ανακοπή κατά της σχετικής πράξης ταμειακής βεβαίωσης του παραπάνω ποσού ( άρθρο 217 παρ. 1 περ. α' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας - Κ.Δ.Δ.), η αίτηση αυτή πρέπει, καθ' ερμηνεία του περιεχομένου της, να εξετασθεί ως αίτηση του άρθρου 200 του Κ.Δ.Δ., με την οποία η αιτούσα ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση των 58/1999 και 47/1999 πράξεων επιβολής Φ.Π.Α. και προστίμου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Λαυρίου, κατά το μέρος που η εκτέλεση των πράξεων αυτών δεν έχει ανασταλεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 69 παρ. 2 του παραπάνω Κώδικα (δηλαδή ως προς το ποσοστό 30% του αμφισβητούμενου Φ.Π.Α. - προστίμου, που βεβαιώνεται μετά από την άσκηση προσφυγής κατά τα άρθρα 43 παρ. 4 του Ν.1642/1986 και 11 παρ. 17 του Ν.2386/1996). Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία.

Επειδή, στο προαναφερόμενο άρθρο 69 του Ν.2717/1999 με τον τίτλο "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" (Φ.Ε.Κ. 97 Α') ορίζεται, ειδικότερα, ότι:

"1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.

2. Κατ' εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ.

3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200, 201, 202, 203, 204, 205". Περαιτέρω, στο άρθρο 278 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: "Σε δίκες εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα, οι διαδικαστικές πράξεις που δεν έχουν συντελεστεί διενεργούνται κατά τις διατάξεις τούτου", ενώ στο άρθρο 202 αυτού ορίζεται ότι:

"1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής.

2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη".

Επειδή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς δυνάμενη να επανορθωθεί, η οποία δικαιολογεί την αναστολή εκτέλεσης της πράξης που έχει εκδοθεί σε βάρος εκείνου που ζητά την αναστολή, συνιστά ο κίνδυνος, λόγω της εκτέλεσης της πράξης, να αδυνατεί ο παραπάνω να αντεπεξέλθει, στην ικανοποίηση των οικονομικών υποχρεώσεών του ή να υποστεί τέτοιο κλονισμό από την εκτέλεση της πράξης ώστε σε συνδυασμό με την όλη οικονομική του κατάσταση, να παρεμποδίζεται σοβαρά η ικανοποίηση των βασικών οικονομικών και βιοτικών αναγκών του και να μειώνεται η φήμη του.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με τις 58/1999 και 47/1999 πράξεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Λαυρίου επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας Φ.Π.Α. και πρόστιμο 3.936.890 δραχμών συνολικά. Στη συνέχεια, λόγω άσκησης προσφυγής κατά των καταλογιστικών αυτών πράξεων βεβαιώθηκε ταμειακώς σε βάρος της ποσοστό 30% του παραπάνω ποσού από 1.181.068 δραχμές και εκδόθηκαν σχετικά η 570/1999 και 571/1999 ατομικές ειδοποιήσεις της ίδιας Δ.Ο.Υ. Όπως προαναφέρθηκε, με την κρινόμενη αίτησή της, η αιτούσα ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση των πιο πάνω καταλογιστικών πράξεων, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει ανασταλεί από το νόμο, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της προσφυγής, καθ' όσον, όπως ισχυρίζεται, η προσφυγή της θα ευδοκιμήσει. Περαιτέρω, η αιτούσα προβάλλει ότι αδυνατεί να καταβάλλει το ποσό των 10.218.704 δραχμών, στο οποίο θα ανέλθει η συνολική επιβάρυνση αν εκτελεστούν όλες οι καταλογιστικές πράξεις που, ταυτοχρόνως, εκδόθηκαν σε βάρος της (φύλλα ελέγχου κ.α.) και κατά των οποίων έχει ασκήσει σχετικές προσφυγές, καθόσον τα εισοδήματα αυτής (από ατομική επιχείρηση λιανικής πώλησης ετοίμων ενδυμάτων, που ασκεί σε μισθωμένο χώρο 60 τ.μ. στην Ανάβυσσο Αττικής) και του συζύγου της (από μισθωτές υπηρεσίες) είναι πενιχρά (2.635.680 δρχ. και 5.170.145 δρχ. αντιστοίχως για το έτος 1997) και, σε περίπτωση καταβολής του παραπάνω ποσού, δεν θα επαρκούν για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της τετραμελούς οικογένειάς της, προσκομίζει δε προς απόδειξη των ισχυρισμών της, μεταξύ άλλων, και τα οικεία εκκαθαριστικά φόρου εισοδήματος.

Επειδή, συνακόλουθα με τα παραπάνω, ενόψει του ότι η απειλούμενη υλική ή ηθική βλάβη της αιτούσας προσδιορίζεται κυρίως από τις προσωπικές συνθήκες, οι οποίες συνάπτονται προς αναγκαίες και αναπόφευκτες δαπάνες, που διασφαλίζουν το ελάχιστο όριο συντήρησης αυτής βάσει των κοινωνικών δεδομένων που κάθε φορά υπάρχουν, και λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη α) το ύψος του συνολικού ποσού, για το οποίο κατά τα παραπάνω δεν έχει ανασταλεί η εκτέλεση (10.218.704 δραχμές) και β) ότι η αιτούσα και ο σύζυγός της διαθέτουν εισοδήματα (βλ. τα προσαγόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα) που, κατά κοινή πείρα, στοιχειωδώς καλύπτουν τις βασικές βιοτικές ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση για την καταβολή του παραπάνω ποσού θα επιφέρει στην αιτούσα υλική ή ηθική βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής κατά των οικείων καταλογιστικών πράξεων γιατί θα παρεμποδίσει σοβαρά την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών της αναγκών και θα μειώσει τη φήμη της στον κοινωνικό της περίγυρο. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η ολική αναστολή εκτέλεσης των 58/1999 και 47/1999 πράξεων επιβολής Φ.Π.Α. - προστίμου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Λαυρίου, κατά το μέρος που η εκτέλεσή της δεν έχει ανασταλεί από το νόμο, δηλαδή, ως προς το ποσοστό 30% του ποσού του φόρου και προστίμου που επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας, μέχρι να δημοσιευτεί οριστική απόφαση για την προσφυγή που ασκήθηκε κατά των πράξεων αυτών