Απόφ. Αρείου Πάγου 114/2007 (20/01/2007)

Ο χρηματιστής ασκεί το δημόσιο λειτούργημα της χρηματιστηριακής παραγγελίας -ειδικότερης μορφής της εμπορικής παραγγελίας.

Ο χρηματιστής ασκεί το δημόσιο λειτούργημα της χρηματιστηριακής παραγγελίας -ειδικότερης μορφής της εμπορικής παραγγελίας.

Ο χρηματιστής ευθύνεται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τού αντικριστού και μετά την ανάκληση της εντολής και με υποχρέωση να αποδώσει το ποσό, που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής.

Α.Π. 114/2007 (Τμ. Α1 Πολ.)

Προεδρεύων και Εισηγητής: ΒΑΣ. ΡΗΓΑΣ, Αρεοπαγίτης

ΕΠΕΙΔΗ κατά το άρθρο 559, αρ. 1, και 19, Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, καθώς και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς επί ζητήματος, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Εξάλλου, επί της χρηματιστηριακής παραγγελίας, αποτελούσης ειδικότερη μορφή της εμπορικής παραγγελίας, που προβλέπεται και ρυθμίζεται υπό των άρθρων 90 επ. Εμπ.Ν., εφαρμόζονται συμπληρωματικώς οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επ. Α.Κ., περιεχόμενο δε της χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι η εκτέλεση χρηματιστηριακών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγρ. 1, του ν. 1806/1988, αντικατάστησαν το άρθρο 16 του ν. 3632/1928, ήτοι η αγορά και η πώληση χρηματιστηριακών αξιών και κάθε δικαιοπραξία συναφής προς τη διενέργεια και εκτέλεση των συμβάσεων τούτων.

Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγρ. 1, 2, 6 και 7, του α.ν. 2341/1940, ως είχαν προ της αντικαταστάσεως τους από το άρθρο 19, παράγρ. 3, του ν. 2324/1995, κάθε χρηματιστής δικαιούται να έχει έναν αντικριστή, χαρακτηριζόμενο υπάλληλο και βοηθό του στη διεξαγωγή των χρηματιστηριακών συναλλαγών, ευθυνόμενος για τις πράξεις και παραλείψεις του. Ο εν λόγω αντικριστής μπορεί να είναι και πληρεξούσιος του χρηματιστή, σύμφωνα με τα άρθρα 211 επ. ΑΚ.

Εν προκειμένω, το Εφετείο, εδέχθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του τα ακόλουθα: «Ο εναγόμενος ασκεί από το έτος 1967 το δημόσιο λειτούργημα ( άρθρο 12, παρ. 1, ν. 3632/1928) του χρηματιστή στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και διατηρεί για την άσκηση του άνω λειτουργήματος του Χρηματιστηριακό γραφείο στην Αθήνα, στην οδό Σοφοκλέους. Το έτος 1988 προσέλαβε ως υπάλληλο του γραφείου του το Ψ1, στον οποίο στη συνέχεια ανατέθηκαν νομίμως καθήκοντα "αντικρυστή", δηλαδή προσώπου νομίμως εξουσιοδοτημένου να εισέρχεται στο χώρο του χρηματιστηρίου και να ενεργεί χρηματιστηριακές και άλλες συναφείς πράξεις επ' ονόματι και για λογαριασμό του εναγομένου. Έτσι, με βάση το ειδικό πληρεξούσιο της Συμβ/φου Καλλιθέας, Α.Μ., ο εναγάμενος παρέσχε στον άνω αντικριστή του σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις του άρθρου 14, παρ. 5, του ν. 3632/1928 «Περί χρηματιστηρίου Αξιών», ως έχοντα τα νόμιμα προσόντα, δηλαδή διορισμένο σύμφωνα με το νόμο, το απεριόριστο δικαίωμα, εντολή και εξουσιοδότηση να εκφωνεί στον κύκλο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, να συνάπτει νομίμως για λογαριασμό του εντολέως του χρηματιστή οποιαδήποτε χρηματιστηριακή συναλλαγή, ως και κάθε παρεπόμενη δικαιοπραξία, σχετιζόμενη προς την ενέργεια και εκτέλεση χρηματιστηριακών συναλλαγών επί πάντων των εισαγομένων στο χρηματιστήριο χρεογράφων (μετοχών, ομολογιών και εθνικών δανείων), να παραλαμβάνει για λογαριασμό του άνω εντολέως του και να παραδίδει σε τρίτους χρεόγραφα, μετρητά και επιταγές σε δραχμές και να συμβάλλεται εν γένει στο χρηματιστήριο Αθηνών χρηματιστηριακά, υποσχόμενος και υποχρεούμενος να αναγνωρίσει τις γενόμενες από τον αντικριστή του χρηματιστηριακές και άλλες πράξεις ως νόμιμες και υποχρεούσες αυτόν (εναγόμενο).

Ειδικότερα, η διαχείριση συνίστατο αποκλειστικά στην επένδυση του πιο πάνω χρηματικού ποσού σε κερδοφόρες μετοχές που θα είχαν τη μεγαλύτερη απόδοση, με την υποχρέωση ο, για λογαριασμό του οποίου ο αντικριστής του ενεργούσε, εναγόμενος να αποδώσει στον ενάγοντα, όταν αυτός οποτεδήποτε το ζητούσε, τους αγορασθέντες με τα χρήματα του τίτλους ή το παραπάνω διαχειριζόμενο ποσό. Για την παραλαβή των χρημάτων, ο ***, ενεργώντας με την προαναφερόμενη ιδιότητα του, εξέδωσε τη με αριθμό «απόδειξη εισπράξεως μετρητών», στην οποία με έντυπα στοιχεία σε ελληνική και ξενόγλωσση γραφή, αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του εναγομένου, η ιδιότητα του και η διεύθυνση του γραφείου του με τους αριθμούς των τηλεφώνων του. Επίσης, αναγράφεται ως ημεροχρονολογία συναλλαγής η 4.1.1995 και ώρα 16.11 και επακολουθεί δακτυλογραφημένο κείμενο περί καταβολής από τον ενάγοντα του άνω ποσού με αιτιολογία, "για αγορά μετοχών", φέρει δε υπό την ένδειξη «ο Ταμίας», τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του άνω αντικριστή. Έτσι, κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή, ανάμεσα στον ενάγοντα και, τον, ενεργούντα με τον άνω πληρεξούσιο του, εναγόμενο, καταρτίστηκε χρηματιστηριακή παραγγελία με αντικείμενο της χρηματιστηριακής αυτής συναλλαγής, χρηματιστηριακά πράγματα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 216 και 219 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 200 και 281 Α.Κ., προκύπτει, ότι ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να κάνει χρήση της πληρεξουσιότητας σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και ότι η πληρεξουσιότητα ως δικαίωμα υπόκειται στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως του άρθρου 281 Α.Κ. Τέτοια καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν οι πράξεις που επιχειρήθηκαν από τον αντιπρόσωπο εμπίπτουν μεν μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας, αλλά είναι προφανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου ή το σκοπό με τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, ώστε να προκύπτει ότι ουδέποτε θα επιχειρούσε τη συγκεκριμένη πράξη ο αντιπροσώπευα μένος, την αντίθεση δε αυτή προς το συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου και το σκοπό της πληρεξουσιότητας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο τρίτος με τον οποίο συναλλάχθηκε ο πληρεξούσιος.

Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με όσα στην αρχή έχουν λεχθεί, ο εναγόμενος ως παραγγελιοδόχος της άνω χρηματιστηριακής παραγγελίας, που καταρτίστηκε για λογαριασμό του δια του εξουσιοδοτημένου προς τούτο αντικριστή του, για τις πράξεις και παραλείψεις του οποίου ευθύνεται, μετά την ανάκληση της εντολής, έχει υποχρέωση να αποδώσει στον παραγγελέα ενάγοντα το άνω ποσό που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής.

Κατά συνέπεια, η αγωγή ως προς την κυρία βάση της είναι και κατ' ουσία βάσιμη.