Απόφ. Αρείου Πάγου 118/2007 (05/07/2007)

Εργασιακές σχέσεις - Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών μισθωτού - Εξαναγκασμός σε παραίτηση.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 118/2007
Δικαστής: Στέφανος Γαβράς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Γεώρ. Καράμπελας, Εμμ. Καλούδης,
Χρ. Αλεξόπουλος και Ειρ. Αθανασίου

Εργασιακές σχέσεις - Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών μισθωτού - Εξαναγκασμός σε παραίτηση.

Μέσα απόδειξης ισχυρισμών - Η καθυστέρηση καταβολής των νομίμων αποδοχών της μισθωτής από την αναιρεσείουσα εργοδότριά της δεν οφείλεται σε οικονομικά προβλήματα αυτής, αλλά έγινε με σκοπό τον εξαναγκασμό της πρώτης σε παραίτηση και αποχώρηση από την εργασία της, όπως αποδείχθηκε από τις μαρτυρικές καταθέσεις και από όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά έγγραφα.

[...] Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη 11778/20-5-2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ηρακλείου .... προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη, η οποία όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242, παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης (άρθρο 576, παρ. 2 ΚΠολΔ).

Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 559, αριθμ. 19 ΚΠολΔ, δημιουργείται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος, λόγο του αναιρετηρίου, υπό την επίκληση του άρθρου 559, αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο εφετείο η αιτίαση ότι κατά το σχηματισμό της κρίσεώς του περί του ότι η από του Δεκεμβρίου 1999 έως και το Δεκέμβριο του 2000 καθυστέρηση καταβολής των νομίμων αποδοχών της αναιρεσίβλητης από την αναιρεσείουσα εργοδότριά της έγινε με σκοπό τον εξαναγκασμό της πρώτης σε παραίτηση και αποχώρηση από την εργασία της, δεν αναφέρει το γεγονός της δόλιας και τείνουσας προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας. Όμως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο ρητώς και ειδικώς διαλαμβάνει το ως άνω γεγονός της δόλιας, προς εξαναγκασμό της αναιρεσίβλητης σε παραίτηση και αποχώρηση από την εργασία της, επί το ανωτέρω μακρό χρονικό διάστημα, καθυστερήσεως καταβολής από την αναιρεσείουσα των νόμιμων αποδοχών της αναιρεσίβλητης. Ως προς την αιτίαση συνεπώς αυτή, ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος. Τέλος, ως προς την αιτίαση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθεται ούτε δικαιολογείται "γιατί η καθυστέρηση αυτή στην καταβολή του μισθού της αναιρεσίβλητης δεν οφείλετο σε οικονομικά προβλήματα της αναιρεσείουσας", ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, διότι αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο έχει διατυπωθεί με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από το καθόλον περιεχόμενο της τελευταίας αυτής προκύπτει. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 11, περ. γ΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. δημιουργείται, αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως, αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα έγγραφα, που παραδεκτώς και νομίμως προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (Ολομ. ΑΠ 42/2002). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ΄ ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα έγγραφα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ΄ αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και, ιδίως, από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναιρέσεως. Στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την αγωγή της αναιρεσίβλητης, έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων που περιέχονταν στα 317/2-4-2001 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη βεβαίωση αυτή, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα που η αναιρεσείουσα προσκόμισε και επικαλέσθηκε, ήτοι τα 317/2-4-2001 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που περιείχαν τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων, και την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου με αριθμό 718/2001 αίτηση συντηρητικής κατασχέσεως της αναιρεσίβλητης κατά της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται στο εφετείο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα δύο ως άνω έγγραφα και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559, αριθμ. 11 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την εκ του άρθρου 559, αριθμ. 10 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δέχθηκε πως η καθυστέρηση καταβολής των νόμιμων αποδοχών απ΄ αυτή στην αναιρεσίβλητη έγινε προς το σκοπό να εξαναγκασθεί η τελευταία αυτή σε παραίτηση και αποχώρηση από την εργασία της και ότι δεν οφείλετο σε δικά της (της αναιρεσείουσας) οικονομικά προβλήματα, χωρίς να έχει προσκομισθεί σχετικώς κανένα αποδεικτικό μέσο και χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία άντλησε την πραγματική αυτή διαπίστωση. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο σχημάτισε την ως άνω κρίση από τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και από όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά έγγραφα. Επομένως, ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.