Απόφ. Αρείου Πάγου 1792/2005 (10/11/2005)

Ο εργοδότης - οικοπεδούχος έχει τη νομή του οικοπέδου και των χώρων της οικοδομής κατά τη διάρκεια εκτελέσεως συμβάσεως ανεγέρσεως οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ ο εργολάβος ασκεί νομή μόνον επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που του μεταβιβάζονται, με οριστικό συμβόλαιο, ως αμοιβή του.

Ο εργοδότης - οικοπεδούχος έχει τη νομή του οικοπέδου και των χώρων της οικοδομής κατά τη διάρκεια εκτελέσεως συμβάσεως ανεγέρσεως οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ ο εργολάβος ασκεί νομή μόνον επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που του μεταβιβάζονται, με οριστικό συμβόλαιο, ως αμοιβή του.

Α.Π. 1792/2005 (Τμ. Γ' Πολ.)

Προεδρεύων: ΣΠΥΡ. ΓΚ1ΑΦΗΣ, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: ΧΑΡ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Αρεοπαγίτης

Από τη διάταξη του άρθρου 559, αριθμ, 1, Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε αν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή αν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνηση της.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984, παράγ. 1, 989 και 993 Α. Κ. προκύπτει, ότι η προσβολή της νομής, αν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα, παρέχει στον τελευταίο αγωγή που τείνει σε αποκατάσταση της πριν από την προσβολή κατάστασης.

Κατά δε το άρθρο 997 ιδίου Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης διατάραξης της νομής πράγματος ή δικαιώματος ή αποβολής από αυτήν έχει κατά των τρίτων τις αγωγές της νομής και εκείνος, που απέκτησε την κατοχή του πράγματος ή του δικαιώματος από το νομέα ως μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση.

Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι για την προστασία του κατόχου απαιτείται να έχει αποκτήσει αυτός την κατοχή του πράγματος ή του δικαιώματος από το νομέα, δυνάμει ορισμένης μεταξύ τους ενοχικής σχέσης, η οποία απαιτείται να είναι έγκυρη και ισχυρά. Τέτοια σχέση, ενόψει του ότι το άρθρο 997 Α. Κ. αναφέρει ενδεικτικά τη μίσθωση και παρακαταθήκη, μπορεί να θεωρηθεί και η σύμβαση μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει, αντί συμφωνηθείσης αντιπαροχής, να κατασκευάσει σε οικόπεδο του πρώτου οικοδομή, ο δε οικοπεδούχος υπόσχεται να μεταβιβάσει κατά κυριότητα αναλόγως με την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών ορισμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου του προς τον εργολάβο ή τον από αυτόν υποδειχθησόμενο τρίτο.

Κατά τη διάρκεια της σύμβασης αυτής, που θεωρείται σύμ βαση έργου, ο εργοδότης οικοπεδούχος έχει τη νομή του οι κοπέδου και των διαμερισμάτων, καταστημάτων κ.λπ. της οι κοδομής. Η νομή αυτή ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 980 Α. Κ. για το νομέα οικοπεδούχο από τον κάτοχο εργολάβο.

Νομή ασκεί ο εργολάβος, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, μόνο στις οριζόμενες ιδιοκτησίες, που του μεταβιβάζονται με οριστικό συμβόλαιο ως αμοιβή του. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 980 και 982 Α. Κ. συνάγεται, ότι, όταν η νομή ασκείται μέσω άλλου προσώπου, ήτοι αντιπροσώπου νομής, ο τελευταίος θεωρείται απλός κάτοχος και τεκμαίρεται, ότι, όσο διατηρεί την κατοχή, ασκεί αυτήν επ' ονόματι του νομέα, αν δε αυτός θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή, δεν την αποκτά πριν λάβει γνώση της αντιποιήσεως ο μέχρι τότε νομέας. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 991 Α. Κ., που ορίζει, ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα, που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα παρά μόνο, αν το δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σ' αυτόν και τον ενάγοντα, σαφώς συνάγεται, ότι ο εναγόμενος με τις αγωγές περί διαταράξεως ή αποβολής από τη νομή δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος ενστάσεις ανατρεπτικές, που στηρίζονται σε δικαίωμα ιδίας αυτού κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου πράγματος ή σε προσωπικά περί αυτού δικαιώματα, δυνάμει των οποίων ο εναγόμενος θα μπορούσε να αξιώσει την παράδοση του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσεως του σε αυτόν.

Από τη διάταξη όμως αυτή δεν συνάγεται και ότι απαγορεύεται στον εναγόμενο να αντιτάξει τη δική του νομή επί του επιδίκου πράγματος, καθόσον ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, που μπορεί να αποδειχθεί ανταποδεικτικώς, οπότε οδηγεί στην απόρριψη αυτής.

Το εν λόγω δικαστήριο με αυτά που δέχθηκε, χωρίς όμως να δεχθεί, επί πλέον, ότι κατά το χρόνο μεταβίβασης της νομής του επιδίκου από την εργολήπτρια, αντιπρόσωπο των εναγομένων στη νομή τούτου, στην ενάγουσα είχαν εκπληρωθεί οι όροι του εργολαβικού συμβολαίου που αφορούσαν την κατά στάδια μεταβίβαση της κυριότητας και, άρα (κατά τις παραδοχές του ίδιου δικαστηρίου) και της νομής του επιδίκου και των λοιπών διαμερισμάτων, που προορίζονταν για την κάλυψη της εργολαβικής αμοιβής, και έτσι που εκείνο το δικαστήριο αποφάσισε, εσφαλμένα εφάρμοσε και έτσι παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις.

Επομένως οι 2ος, μέρος γ', και 5ος, μέρος γ', λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή από τον αριθμό 1 του άρθρου 559, Κ. Πολ. Δ., είναι παραδεκτοί και βάσιμοι και γι' αυτό πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580, παραγρ. 3, του Κ.Πολ.Δ., στο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή.