Απόφ. Αρείου Πάγου 366/2007 (10/11/2007)

Υπερημερία εργοδότη.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 366/2007
Δικαστής: Σπυρίδωνας Κολυβάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ανδρέας Μαρκάκης, Ηλίας Γιαννακάκης,
Αθανάσιος Θεμέλης, Σπυρίδωνας Ζιάκας

Υπερημερία εργοδότη.

Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως, υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός η οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται τους μισθούς υπερημερίας (Ομοια με ΑΠ 362/2007).

[...] Με την υπ΄ αριθμ. 1170/2006 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης από 29/5/2005 αιτήσεως αναιρέσεως λόγω μη κλητεύσεως του προσθέτως υπέρ του ενάγοντος παρεμβάντος, κατά την κατ΄ έφεση δίκη, σωματείου με την επωνυμία "Σύν.... Υπ.... Καφ.... και Κατ.... Αν.... και Εσ.... Αθ.... - Πρ....". Ήδη, όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... , αντίγραφο της από 11/9/2006 κλήσεως, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχή της παρούσας αναφερόμενη, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στο πιο πάνω σωματείο. Τούτο, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως, δεν εμφανίστηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση, παρά την απουσία του, σαν να ήταν και αυτό παρόν (άρθρα 568, παρ. 4 και 576, παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως, υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται τους μισθούς υπερημερίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσέφερε την εργασία του, ως σερβιτόρος, στο εκμεταλλευόμενο από την πρώτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητη ζαχαροπλαστείο - εστιατόριο Α΄ κατηγορίας με το διακριτικό τίτλο "... " στη .... , από 1/10/1974 μέχρι 31/12/2001, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας του λόγω καταγγελίας αυτής με προμήνυση την 1/3/2000, η οποία, όμως, ήταν άκυρη, διότι έγινε καταχρηστικά και συγκεκριμένα από εμπάθεια και εκδικητικότητα των εναγομένων, εξαιτίας της αρνήσεώς του να καταθέσει ως μάρτυρας υπέρ αυτών σε δίκη με τον εργαζόμενο στην ίδια επιχείρηση .... , που είχε εγείρει κατά της πρώτης των εναγομένων την από 31/3/1994 αγωγή. Στη συνέχεια, το Εφετείο δέχτηκε ότι ο ενάγων, ηλικίας 54 ετών και πτυχιούχος σχολής τουριστικών επαγγελμάτων με πολυετή εμπειρία ως σερβιτόρος, ενόψει του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν υπάρχει στην περιοχή Αθηνών ιδιαίτερο πρόβλημα ανεργίας στους σερβιτόρους, θα μπορούσε με ευχέρεια να ανεύρει εργασία με τον ίδιο μισθό σε άλλο εργοδότη μετά την πάροδο έξι μηνών από τη λύση της συμβάσεως εργασίας του, δηλαδή μετά την 1/7/2002. Όμως, από κακοβουλία και αδικαιολόγητα απέφυγε να ανεύρει τέτοια εργασία με πρόθεση να αποκομίσει αδικαιολόγητη ωφέλεια με ζημιά της πρώτης των εναγομένων. Κάτω δε από αυτές τις συνθήκες η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος για τη λήψη των αιτούμενων μισθών υπερημερίας από 1/7/2002, είναι καταχρηστική κατά παραδοχή ως εν μέρει κατ΄ ουσία βάσιμης της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο αφενός μεν δεν παραβίασε με κακή ερμηνεία ή εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 656 και 281 ΑΚ, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως υπό την επίκληση των αριθ. 1, 10 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αληθώς, όμως, από τους αριθμούς 1 και 19 του ιδίου άρθρου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 653 κα 656 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης, διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει κατ΄ αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών του δεν έχει κατά τις διατάξεις αυτές, άλλες συνέπειες από εκείνες που ορίζουν οι ως άνω διατάξεις και ειδικότερα αυτή του άρθρου 656 ΑΚ, εκτός αν η απόκρουση των προσφερομένων υπηρεσιών είναι παράνομη όπως όταν γίνεται υπό περιστάσεις που υπερβαίνουν προφανώς τα τιθέμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια ή που συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ), ή όταν εκ προθέσεως ζημιώνεται ο εργαζόμενος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) ή προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές γεννάται αξίωση του εργαζομένου για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (ΑΠ 1354/2001). Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε το αγωγικό αίτημα του αναιρεσείοντος - ενάγοντος να υποχρεωθεί η πρώτη των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως εις βάρος των λοιπών αναιρεσιβλήτων-ομορρύθμων μελών της πρώτης, για την περίπτωση αρνήσεώς τους να αποδέχονται την εργασία του, διότι δέχτηκε ότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να θεμελιώνουν το εν λόγω αίτημα, δεν παραβίασε ευθέως τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε αυτή του άρθρου 23, παρ.2 του Ν. 1264/1982, το οποίο δεν αφορά την προκειμένη περίπτωση και δεν άφησε αδίκαστο το σχετικό αγωγικό αίτημα του αναιρεσείοντος. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, με τους οποίους προβάλλεται η περί του αντιθέτου αιτίαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.