Απόφ. Αρείου Πάγου 456/2005 (10/10/2005)

Συμβιβασμός. Εκπροσώπηση Α.Ε. Έννοια συμβιβασμού. Πότε επιτρέπεται σε εργατικές διαφορές.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 456/2005
Δικαστής: Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Θεόδ. Αποστολόπουλος, Ι. Δαβίλλας,
Γεώρ. Αμελαδιώτης και Νίκη Γιαννακάκη

Συμβιβασμός. Εκπροσώπηση Α.Ε. Έννοια συμβιβασμού. Πότε επιτρέπεται σε εργατικές διαφορές.

[...] Επειδή ο λόγος αναιρέσεως του αριθ. 1 του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου, είτε προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 18 παρ. 1 και 2 του Ν. 2190/1920 η ανώνυμη εταιρεία, όπως είναι και η αναιρεσίβλητη Τράπεζα εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως από το διοικητικό της συμβούλιο, που ενεργεί συλλογικώς, μπορεί δε το καταστατικό να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρεία εν γένει, ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι με αυτές ρυθμίζεται θέμα που προβλέπεται και από τα άρθρ. 65, 67, 68 και 70 Α.Κ. και αφορά την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, με τον καθορισμό του οργάνου, το οποίο εκφράζει τη βούληση του νομικού τούτου προσώπου στις έννομες σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό ενώπιον του δικαστηρίου και αποφασίζει περί της διοικήσεως και της διαχειρίσεως της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο δε όργανο ορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, το οποίο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρ. 22 του Ν. 2190/1920 να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας ή τη διαχείριση της περιουσίας της, με εξαίρεση μόνο τις αποφάσεις εκείνες οι οποίες κατά διάταξη νόμου ή του καταστατικού υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσώπησης της εταιρείας, εφόσον επιτρέπει το καταστατικό της, μπορεί, κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 18 να ανατεθεί από το διοικητικό συμβούλιο και σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έτσι δικαιούνται να ασκήσουν τις ως άνω εξουσίες που ανήκουν στο διοικητικό συμβούλιο, είτε εν όλω είτε εν μέρει, ανάλογα με την έκταση της επιτραπείσης υποκαταστάσεως. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος στον οποίο μεταβιβάστηκε η εξουσία του Δ.Σ. είναι υποκατάστατο αυτού, ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό (Α.Π. 1215/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 871 Α.Κ. με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις την έριδα ή αβεβαιότητα για υφιστάμενη έννομη σχέση αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, διότι τότε η σύμβαση του συμβιβασμού θεωρείται ως μη γενομένη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά την συζήτηση της αγωγής του αναιρεσείοντος δια της οποίας εδίωκε την καταβολή μισθών υπερημερίας, λόγω ακυρότητος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου, κ.λπ., η τελευταία προέβαλε την ανατρεπτική ένσταση του συμβιβασμού μεταξύ τους, η οποία έλαβε χώρα στις 14/1/2000, την οποία και ερεύνησε κατ΄ ουσίαν και δέχθηκε ότι την ανωτέρω ημερομηνία και ενώ επρόκειτο να αρχίσει η εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς της υποθέσεως με κατηγορούμενο τον αναιρεσείοντα συνεπεία ασκηθείσης σε βάρος του ποινικής δίωξης για αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται και συγκεκριμένα για ηθική αυτουργία σε αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, χρήση πλαστών εγγράφων σε βαθμό κακουργήματος και ψευδή βεβαίωση κατ΄ εξακολούθηση, πράξεις που φέρονται ότι τις τέλεσε σε βάρος της αναιρεσιβλήτου, όταν ασκούσε τα καθήκοντά του στο κατάστημά της του Πειραιά ως Υποδιευθυντής Β΄ κατά το χρονικό διάστημα από 9/4/1996 έως 2/5/1996, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσιβλήτου .........., ο οποίος είχε διοριστεί με την υπ΄ αριθ. 2471/5-12-1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσιβλήτου να παραστεί και την εκπροσωπήσει ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της, που υπέστη από τη δυσφήμιση και τη μείωση του κύρους της και της εμπορικής της πίστεως, εξαιτίας των αποδιδομένων ως άνω αξιοποίνων πράξεων στον αναιρεσείοντα υπάλληλό της, τελικώς μετά από συνεννόησή του με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και αυτού ως και των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσιβλήτου, που έδωκαν συγκεκριμένες και σαφείς εντολές προέβησαν σε συμβιβασμό εξώδικο και συμφώνησαν ειδικότερα η μεν αναιρεσίβλητη να μη δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο, αλλά δια δηλώσεώς της να παραιτηθεί από την εν γένει επιδίωξη της χρηματικής της ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής της βλάβης, ο δε αναιρεσείων να προβεί και προέβη σε συγκεκριμένη δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του ανωτέρω ποινικού δικαστηρίου προ της ενάρξεως της κατ΄ ουσίαν ερεύνης της υποθέσεως, στην οποίαν, πλην άλλων, δήλωσε ότι η αναιρεσίβλητη απόλυτα δικαιολογημένα προέβη στην καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως, την οποία αναγνωρίζει ως έγκυρη και ισχυρή, ότι παραιτείται του δικογράφου και του δικαιώματος της κρινομένης αγωγής του, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη αξίωση που τυχόν πηγάζει από την λυθείσα εργασιακή σχέση προς δε και του τυχόν δικαιώματός του για άσκηση αγωγής κατ΄ αυτής για ακύρωση της καταγγελίας. Στη συνέχεια δέχθηκε ότι αποδείχθηκε η λήψη αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου, ήτοι του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσιβλήτου για την σύναψη της ανωτέρω συμφωνίας συμβιβασμού και ότι η αναιρεσίβλητη έδωκε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον ανωτέρω δικηγόρο της να παραιτηθεί για λογαριασμό της βεβαίως της πολιτικής αγωγής, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής από τον αναιρεσείοντα της σχετικής του δηλώσεως που καταχωρήθηκε, νομίμως υπογεγραμμένη, και περιελήφθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του ποινικού δικαστηρίου προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, την οποίαν δήλωση του απέστειλε η αναιρεσίβλητη με τηλεομοιοτυπία, λόγω του περιορισμένου χρόνου που μεσολαβούσε μεταξύ των διαπραγματεύσεων και της ενάρξεως της ποινικής δίκης. Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ΄ ουσίαν την ανωτέρω ένσταση που αποτελούσε λόγο εφέσεως, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απέρριψε κατ΄ ουσίαν την αγωγή. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ότι το Εφετείο παραβίασε και εσφαλμένως εφήρμοσε τις διατάξεις του Ν. 2190/1920 περί Δ.Σ. (άρθρ. 18 επομ. αυτού), άρθρ. 8 του Ν. 2112/1920 όπως ισχύει, 8 παρ. ... του Ν.Δ. 4020/1959, 2 και 5, παρ. 3 του Ν. 3198/1920 και άρθρ. 871 και 872 Α.Κ. δια της παραλείψεώς του να εξετάσει εάν υπήρξε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσιβλήτου, η οποία απαιτείται για την σύναψη εγκύρου συμβιβασμού, συνεπεία δε της εσφαλμένης εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων κατέληξε στην ουσιαστική παραδοχή της επιδίκου ενστάσεως και την εντεύθεν κατ΄ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, πρέπει ν΄απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, δεδομένου ότι ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις με την παραδοχήν της υπάρξεως αποφάσεως του Δ.Σ. δια την σύναψη του συμβιβασμού (Α.Π. 1204/2000). Επειδή ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 8 του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ΄ όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ.Α.Π. 3/1997). Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου αυτό έλαβε υπ΄ όψη του και απέρριψε τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό για ακυρότητα του συμβιβασμού, διότι δεν υπήρχε απόφαση του Δ.Σ. της αναιρεσιβλήτου προς σύναψή του, επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίθετος δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. Επειδή κατά το άρθρ. 871 Α.Κ. με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις την έριδα ή αβεβαιότητα για υφιστάμενη έννομη σχέση αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, διότι τότε η σύμβαση του συμβιβασμού θεωρείται ως μη γενομένη. Ο συμβιβασμός μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρά, αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του (Α.Π. 467/96). Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όπου όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε ως προς την έννοια των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές οπότε δεν αντιβαίνει ο συμβιβασμός στη δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρ. 679 του Α.Κ. (Α.Π. 333/2000). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επί της προταθείσης ενώπιόν του αντενστάσεως υπό του αναιρεσείοντος, ότι ο επίδικος συμβιβασμός για κάθε είδους εργατικών αξιώσεων είναι άκυρος και δη στην προκειμένη περίπτωση από το άρθρ. 179 Α.Κ. διότι η εργοδότρια-αναιρεσίβλητη εκμεταλλεύεται την ανάγκη, κουφότητα και απειρία του για να επιτύχει τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς έκρινε ότι είναι παντελώς αόριστη, διότι δεν αρκεί μόνο η επίκληση του άρθρ. 179 Α.Κ., αλλά πρέπει να καθορίζονται και να εκτίθενται τα συγκεκριμένα περιστατικά, στα οποία βασίζεται η επικαλουμένη από αυτόν απειρία του, η κουφότητά του ή η ανάγκη, πλην όμως αυτός ουδέν διαλαμβάνει στις προτάσεις, αρκούμενος μόνο και μόνο στην επίκληση της προμνησθείσης διατάξεως γενικώς και αορίστως χωρίς καν ν΄ αναφέρει την ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών τους πολύ περισσότερο λόγω της ιδιαζούσης φύσεως τούτου, για την εκτίμηση της υπάρξεως ή μη δυσαναλογίας μεταξύ των εκατέρωθεν υποχωρήσεων ή παροχής και αντιπαροχής, δεδομένου ότι δεν θα ληφθεί υπ΄ όψη αποκλειστικά και μόνο το ύψος των προβαλλομένων αξιώσεων, από τις οποίες επέρχεται παραίτηση και οι οποίες δυνατόν να είναι όχι μόνο υπερβολικές αλλά και αβάσιμες, αλλά και η πιθανότητα ευδοκίμησής τους, που εξαρτάται τόσο από το βαθμό της βασιμότητάς τους, όσο και από το επισφαλές ή μη αυτών και έτσι εξ αυτού του λόγου απέρριψε την αντένσταση αυτή. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. ότι το Εφετείο εσφαλμένως ερμήνευσε και παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ. 679 και 179 Α.Κ. πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμος, ανεξάρτητα του ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού ο αναιρεσείων ως ανωτέρω ανεγνώρισε την γενομένη από την αναιρεσίβλητη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ως έγκυρη και ισχυρή και ως εκ τούτου δεν έχει απαίτηση κατ΄ αυτής δια μισθούς υπερημερίας του δια το επίδικο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα.