Απόφ. Αρείου Πάγου 791/2004 (02/05/2004)

Αποζημίωση μισθωτού για εργασία εκτός έδρας.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 791/2004
Προεδρεύων: Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος
Αρεοπαγίτες: Λέαν. Ρακιντζής, Ιωάν. Δαβίλλας,
Πολ. Βούλγαρης και Γεώρ. Αμελαδιώτης

Αποζημίωση μισθωτού για εργασία εκτός έδρας.

• Κατά την ΚΥΑ 21091/46 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, στο προσωπικό που αποστέλλεται προσωρινά να εργαστεί εκτός έδρας, καταβάλλεται εκτός από τα οδοιπορικά και πρόσθετη αποζημίωση, η οποία είναι ίση προς το εκάστοτε νόμιμο ημερομίσθιο ή το 1/25 του εκάστοτε μηνιαίου μισθού.

• Εφαρμογή Α.Κ. 656 παρ. 1.

[...] Ι. Κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός άλλων στοιχείων, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Σε αντίθετη περίπτωση είναι αόριστη και το δικαστήριο υποχρεούται να την απορρίψει εξ αυτού του λόγου, έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας, στον οποίο στηρίζεται το προσβαλλόμενο αίτημα. Εξάλλου, κατά την υπ΄ αριθ. 21091/1946 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, στο εκτός έδρας αποστελλόμενο προσκαίρως για εργασία υπαλληλικό, υπηρετικό και εργατοτεχνικό προσωπικό όλων των επιχειρήσεων και εργασιών καταβάλλεται, εκτός από τα οδοιπορικά έξοδα, και πρόσθετη αποζημίωση για κάθε εκτός έδρας διανυκτέρευση, ίση προς το εκάστοτε νόμιμο ημερομίσθιο ή προς το 1/25 του εκάστοτε νομίμου μηνιαίου μισθού για τους αμειβομένους με μηνιαίο μισθό. Επίσης, είναι επιτρεπτό (άρθρο 361 ΑΚ) με τη σύμβαση εργασίας να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους μισθωτούς του τα οδοιπορικά έξοδα και ημερήσια αποζημίωση για μεταβάσεις εκτός έδρας, έστω και εάν δεν επακολουθεί διανυκτέρευση εκτός έδρας. Έτσι η αγωγή, με την οποία ο εργαζόμενος αξιώνει την επιδίκαση οδοιπορικών εξόδων και πρόσθετης αποζημίωσης για εκτός έδρας διανυκτερεύσεις ή ημερήσια αποζημίωση, προβλεπομένη από τη σύμβαση εργασίας για ημερησία απασχόλησή του εκτός έδρας, για να είναι ορισμένη πρέπει να εκτίθενται σ΄ αυτή: α) Η κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, β) Ο συμφωνηθείς όρος περί καταβολής ημερήσιας αποζημίωσης για εκτός έδρας απασχόληση χωρίς διανυκτέρευση, γ) Ο τρόπος υπολογισμού αυτής, δηλαδή εάν προσδιορίζεται με βάση το νόμιμο ή καταβαλλόμενο μισθό ή ημερομίσθιο, δ) Το ύψος του νομίμου ή καταβαλλομένου ημερομισθίου ή μισθού, ε) Τον αριθμό των ημερών της εκτός έδρας ημερήσιας απασχόλησης και το ποσό της αποζημίωσης για κάθε μία από αυτές και στ) Το ποσό των οδοιπορικών εξόδων για κάθε εκτός έδρας μετάβαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 656 παρ. 1 του Αστ. Κωδ., εάν ο εργοδότης περιήλθε σε υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, έχει την υποχρέωση να του καταβάλλει το μηνιαίο μισθό του και τις πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές τις οποίες σταθερώς και τακτικώς κατέβαλε κατά μήνα κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του μισθωτού και τις οποίες ο τελευταίος με πιθανότητα θα ελάμβανε εάν ο εργοδότης απεδέχετο τις υπηρεσίες του. Στην περίπτωση αυτή για να είναι ορισμένη η αγωγή, ο εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει σ΄ αυτήν, εκτός από τα παραπάνω αναφερόμενα στοιχεία, τον αριθμό των ημερησίων εκτός έδρας απασχολήσεώς των, τις οποίες, ενόψει και του αριθμού αυτών που πραγματοποιούσε κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα πραγματοποιούσε κατά το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης του δεν απεδέχετο τις υπηρεσίες του. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με την από 9/12/1999 αγωγή τους (την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο `Αρειος Πάγος - άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως από αυτή προκύπτει, ισχυρίσθηκαν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσέλαβε τους αναιρεσείοντες, πτυχιούχους γεωπόνους, ως υπαλλήλους του, προκειμένου να εργασθούν ως πραγματογνώμονες - εκτιμητές αγροτικών ζημιών προκαλουμένων από κινδύνους, που κάλυπτε ασφαλιστικώς ο αναιρεσίβλητος και να καλύψουν πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες αυτού. Οι εργασιακές αυτές συμβάσεις παρατάθηκαν και ανανεώθηκαν κατ΄ επανάληψη και χωρίς διακοπή και οι αναιρεσείοντες εργάζονταν στο αναιρεσίβλητο και κατά την έναρξη της ισχύος (21/12/1994) του Κανονισμού του. Με τις οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις υπ΄ αριθμ. α) 10221/1998 του Εφετείου Αθηνών και β) 3505/1997 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγιναν δεκτά με δύναμη δεδικασμένου: α) Ότι οι αναιρεσείοντες, ως έκτακτο προσωπικό, καλύπτουν μόνιμες, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου και β) Ότι ο τελευταίος είχε την υποχρέωση να εντάξει αυτούς στο μόνιμο προσωπικό του και σε οργανικές θέσεις του Κλάδου ΠΕ Ι Γεωπόνων και στην οικεία βαθμολογική κλίμακα με βάση το χρόνο προϋπηρεσίας των ως εκτάκτων υπαλλήλων. Ο αναιρεσίβλητος δεν συνεμορφώθη προς τις παραπάνω δικαστικές αποφάσεις και αρνήθηκε να εντάξει τους αναιρεσείοντες στο μόνιμο προσωπικό του και από τις αρχές του έτους 1995 τους απασχολούσε περιοδικώς και όχι διαρκώς και στη συνέχεια από τις αρχές του έτους 1999 έπαυσε να τους απασχολεί έστω και περιοδικώς και αρνείτο να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους, τις οποίες εκείνοι προσέφεραν πραγματικώς και προσηκόντως. Έτσι ο αναιρεσίβλητος κατέστη υπερήμερος περί την αποδοχή των υπηρεσιών των αναιρεσειόντων ως μονίμου υπαλλήλων του του κλάδου ΠΕ Ι Γεωπόνων και οφείλει να τους καταβάλει α) Τη διαφορά μεταξύ των υπερτέρων αποδοχών, τις οποίες οι αναιρεσείοντες εδικαιούτο ως μόνιμο προσωπικό και των υποδεεστέρων, που τους κατέβαλε ως έκτακτο προσωπικό, για το χρονικό διάστημα που τους απασχολούσε περιοδικώς και β) Το σύνολο των αποδοχών για το χρονικό διάστημα που αρνείτο παντελώς να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους. Στη συνέχεια οι αναιρεσείοντες επισυνάπτουν στο δικόγραφο της αγωγής φωτοαντίγραφα μισθολογικών καταστάσεων των ετών 1995, 1996, 1998 και 1999 για τον καθένα από αυτούς. Στις καταστάσεις αυτές περιέχονται, εκτός των άλλων και οι ενδείξεις "Οδοιπορικά που πληρώθηκαν", "Οδοιπορικά που έπρεπε να πληρωθούν" και "Διαφορές Οδοιπορικών" και έναντι εκάστης ένδειξης σημειώνονται στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών, τις οποίες αξιώνουν. Τα κονδύλια αυτά για διαφορές οδοιπορικών εξόδων είναι ολοσδιόλου αόριστα, γιατί δεν αναφέρονται στην αγωγή τα παραπάνω αναγκαία για το ορισμένα αυτής γεγονότα και ιδίως α) εάν οι αναιρεσείοντες, κατά τη χρονική περίοδο που εργάζονταν διακεκομμένα, πραγματοποίησαν μεταβάσεις εκτός έδρας και πόσες κατά μήνα, ώστε να δικαιούνται οδοιπορικών εξόδων και β) εάν κατά τη χρονική περίοδο που ο αναιρεσίβλητος δεν απεδέχετο καθόλου τις υπηρεσίες τους, αυτοί με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα πραγματοποιούσαν ορισμένο αριθμό κατά μήνα μεταβάσεων εκτός έδρας και θα ελάμβαναν για κάθε μία ορισμένο χρηματικό ποσό για οδοιπορικό. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε το κεφάλαιο (κονδύλιο) αυτό της αγωγής ως αόριστο και άρα απαράδεκτο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Γι΄ αυτό, ο περί του αντιθέτου και από τον αριθμό αυτό πρώτος λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος.

ΙΙ. Με το πρώτο μέρος του δεύτερου λόγου του αναιρετηρίου προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες των αριθμών 8, 9, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι ότι: α) Δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα μη προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, β) Επεδίκασε ποσά αποδοχών υπερημερίας και διαφορων αποδοχών μη αιτηθέντα άλλως μη προταθέντα από τον αναιρεστίβλητο γ) Παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο άλλως ακυρότητα και δ) Περιέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Και με το δεύτερο μέρος του ιδίου λόγου οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο υπέπεσε επίσης στις πλημμέλειες των αριθμών 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι ότι δεν απέρριψε ως αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη την ένσταση του αναιρεσιβλήτου περί συμψηφισμού - καταλογισμού και ότι το κεφάλαιο της απόφασης, που αφορά την ένσταση αυτή, περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες. Οι αιτιάσεις αυτές είναι παντελώς αόριστες, γιατί δεν παρατίθενται στο αναιρετήριο: α) Ποια πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, που δεν είχαν προταθεί, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, β) Ποια συγκρεκριμένα χρηματικά ποσά ζήτησαν οι αναιρεσείοντες και ποια τους επεδίκασε το Δικαστήριο, γ) Ποιο συγκεκριμένο απαράδεκτο και ακυρότητα δεν κήρυξε το Δικαστήριο στην πρώτη περίπτωση (1ο μέρος) και ποια η ιστορική βάση και το αίτημα της ενστάσεως του αναιρεσιβλήτου περί συμψηφισμού - καταλογισμού και ποια τα ελλείποντα στοιχεία αυτής που την καθιστούσαν αόριστη και δ) Δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών της προσβαλλομένη απόφασης και από ποια αντιτιθέμενα μέρη προκύπτει, δεν καθορίζονται σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, δηλαδή ποιο το ελλείπον στοιχείο που ήταν αναγκαίο για την επάρκειά τους καθώς και ποια ζητήματα, που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφορούν η αντίφαση και ανεπάρκεια των αιτιολογιών. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου είναι αόριστος και άρα απαράδεκτος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων, που ηττώνται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).