Απόφ. Αρείου Πάγου 805/2006 (10/11/2006)

Καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης - Ακυρη απόλυση - Μισθοί υπερημερίας.

`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 805/2006
Δικαστής: Θεόδωρος Αποστολόπουλος, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ι. Δαβίλλας, Γεώρ. Καράμπελας,
Εμμ. Καλούδης και Μάριος - Φώτιος Χατζηπανταζής

Καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης - Ακυρη απόλυση - Μισθοί υπερημερίας.

Είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία προβλέπεται ότι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμες και παράνομες υπερωρίες καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει από τις αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς πέρα από τα ισχύοντα εκάστοτε για κάθε κατηγορία όρια. Αναιρείται απόφαση του Εφετείου που δέχτηκε ότι στις τακτικές αποδοχές του μισθωτού κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα περιλαμβάνεται και η αμοιβή του για υπερωριακή εργασία 12 ωρών την εβδομάδα, ενώ κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αυτός πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία 19 ωρών την εβδομάδα. Εσφαλμένος υπολογισμός της αποζημίωσης απόλυσης που δεν καταβλήθηκε πλήρης επάγεται ακυρότητα της καταγγελίας και υποχρέωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας.

[...] Επειδή κατά το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/59 κάθε συμφωνία, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμες και παράνομες υπερωρίες καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει από τις αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς πέρα από τα ισχύοντα εκάστοτε για κάθε κατηγορία όρια είναι άκυρη. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 679, 653 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/55 υπ΄ αριθ. 95/49 διεθνούς συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου", 3, παρ. 1 και 3 Α.Ν. 539/45, 3, παρ. 16 και 17 του Ν. 4504/66, 5, παρ. 2 του Ν. 133/75, 1, παρ. 1 του Ν. 435/76, 1, παρ. 2 του Ν. 1082/80 και του άρθρου 2 των εκδοθεισών κατά καιρούς Υπουργικών Αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Περαιτέρω, ως τακτικές αποδοχές κατά την έννοια του άρθρου 5, παρ. 1 του Ν. 3198/1955 για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως, θεωρούνται ο μισθός ή το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που χορηγείται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Με βάση τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές υπολογίζεται, τέλος, και η κύρια αμοιβή για την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες (8900/1946 ΥΑ, άρθρο 2, Ν. 435/1976). Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων προσελήφθη την 23/3/1999 με σύμβαση μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη αναιρεσίβλητη κοινοπραξία τεχνικών εταιρειών, την οποία απαρτίζουν οι λοιπές αναιρεσίβλητες τεχνικές εταιρείες ως μηχανοτεχνίτης, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο έργο κατασκευής οδού, που είχε αναλάβει η κοινοπραξία να εκτελέσει στη Ρουμανία, προσέφερε δε τις υπηρεσίες του από την 23/3/1999 έως την 15/1/2001, οπότε η πρώτη αναιρεσίβλητη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας. Ο μισθός του αναιρεσείοντος ορίστηκε σε 350.000 δρχ. μηνιαίως, συμφωνήθηκε δε επίσης ότι οι αξιώσεις του για τυχόν υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τα Σάββατα θα καλύπτεται με την επιπλέον καταβολή του ποσού 390.000 δρχ. μηνιαίως. Η συμφωνία όμως αυτή, κατά το μέρος που αφορά την κάλυψη της αμοιβής από τις προαναφερόμενες αιτίες είναι άκυρη, ως προς μεν την αμοιβή για υπερωριακή εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959, ως προς δε την αμοιβή για την υπερεργασία και την αμοιβή για την εργασία του Σαββάτου, λόγω του ότι δεν προσδιορίζεται το καταλογιζόμενο στην πρώτη και στη δεύτερη από τις αμοιβές αυτές τμήμα του ως άνω ποσού. Αντιθέτως, η εν λόγω συμφωνία, κατά το μέρος που αφορά την καταβολή του ποσού τούτου (390.000 δρχ.) επιπλέον του μισθού του αναιρεσείοντος είναι έγκυρη. Παρά τα συμφωνηθέντα, όμως, δεν προέκυψε η καταβολή του εν λόγω ποσού κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τακτική αποδοχή προσαυξάνουσα το μισθό του αναιρεσείοντος για την εργασία του εντός του νομίμου ωραρίου του. Ενόψει αυτών, το Εφετείο που δεν υπολόγισε το ανωτέρω ποσό για την εξεύρεση του ωρομισθίου της υπερεργασίας και υπερωρίας, της αμοιβής για την εργασία σε ημέρα Κυριακής ή αργίας, των αποδοχών και επιδομάτων αδείας, των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, των μισθών υπερημερίας και της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/59, ο δε περί του αντιθέτου από το άρθρο 559, παρ. 1, ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επειδή κατά το άρθρο 1, παρ. 2 του Ν. 435/1976 οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης ίσης προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα σε αυτό ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης, χωρίς νόμιμη αιτία και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου τους. Νόμιμη θεωρείται και η υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε στην αλλοδαπή, όπου δεν υπάρχει δυνατότητα τηρήσεως των διατυπώσεων του άρθρου 1 του Ν.Δ. 515/1970. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κυρώθηκε με το Ν. 133/1975 και της από 14/2/1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, που δημοσιεύθηκε στην Ε.τ.Κ με την 11770/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄81/1984), για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες μόνο ημέρες της εβδομάδος απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζόμενους με το σύστημα εργασίας των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες, ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι τη συμπλήρωση 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως, έστω και αν με την απασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωριακής απασχολήσεως με τις ολιγότερες ώρες απασχολήσεως σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομάδος. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εκτός αν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερησίας απασχολήσεως, το οποίο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9, παρ. 1 του Ν.Δ. 1037/71 καθορίστηκε σε οκτώ (8) ώρες. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, αναφορικά με την υπερωριακή απασχόληση του αναιρεσείοντος, δέχτηκε τα ακόλουθα: Κατά τους όρους της σύμβασης ο αναιρεσείων θα εργαζόταν επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και για 40 ώρες εβδομαδιαίως, αλλά παρά τα συμφωνηθέντα εργαζόταν επί έξι ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Σάββατο και επί δύο Κυριακές κάθε μήνα, ειδικότερα δε κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Σάββατο από ώρα 07.00΄ έως 19.00΄, δηλαδή επί 12 ώρες ημερησίως, τις δε Κυριακές από ώρα 07.00΄έως 15.00΄, δηλαδή επί 8 ώρες.

Ακολούθως το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη μόνο την εργασία του αναιρεσείοντος κατά τις εργάσιμες ημέρες, έκρινε ότι αυτός πραγματοποιούσε κάθε εβδομάδα 60 ώρες εργασίας (5Χ12), από τις οποίες 8 ώρες υπερεργασίας (από την 41η μέχρι και την 48η) και 12 ώρες νόμιμης υπερωρίας (από τη 49η μέχρι και την 60η), στη συνέχεια δε, αφού εξαφάνισε κατά το αντίστοιχο μέρος την πρωτόδικη απόφαση, δέχτηκε την αγωγή ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών για το ποσό των 3.836.700 δρχ. (12 ώρες εβδομαδιαίως Χ 87 εβδομάδες εργασίας = 1.044 ώρες Χ 3.675 ωρομίσθιο). Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις ευθέως και εκ πλαγίου αναφορικά με τον καθορισμό των ωρών υπερωριακής απασχόλησης του αναιρεσείοντος, οι οποίες ανέρχονται σε 19 την εβδομάδα και συγκεκριμένα σε 15 κατά τις ημέρες από Δευτέρα έως και Παρασκευή (5 Χ 3) και σε 4 για το Σάββατο. Επιπλέον, το Εφετείο περιέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα αυτό, αφού ενώ δέχτηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων εργασία πέντε ημερών την εβδομάδα, στη συνέχεια υπολόγισε τον αριθμό των ωρών της υπερεργασίας που πραγματοποίησε ο αναιρεσείων, σύμφωνα με το σύστημα της εργασίας των έξι ημερών εβδομαδιαίως (από τη 41η έως την 48η ώρα). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ΄ ουσίαν, ο δεύτερος και ως προς τα δύο μέρη του λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ.

Επειδή ο τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 559, αριθ. 8 του ΚΠολΔ, για λήψη υπόψη από το Εφετείο ουσιωδών πραγμάτων, που δεν προτάθηκαν νομίμως, ήτοι της ένστασης εξοφλήσεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του έτους 2000, που προέβαλαν οι αναιρεσίβλητες, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Εφετείου οι αναιρεσίβλητες, ισχυρίστηκαν αυτές ότι ο αναιρεσείων, για όλο το χρονικό διάστημα που προσέφερε τις υπηρεσίες του, εδικαιούτο το συνολικό ποσό των 14.854.948 δρχ. για μισθό, αμοιβή υπερεργασίας, υπερωριών, εργασίας κατά το Σάββατο και την Κυριακή, Δώρα εορτών Χριστουγέννων - Πάσχα και επίδομα αδείας και ότι αυτές του κατέβαλαν για τις ανωτέρω αιτίες συνολικά ποσό 16.820.629 δρχ., όπως αυτό αναλύεται ειδικότερα, αφενός με καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του και αφετέρου με μετρητά στο ρουμανικό νόμισμα Lei. Μεταξύ των χρηματικών ποσών, που ανέφεραν οι αναιρεσίβλητες στις ανωτέρω προτάσεις τους ότι κατέβαλαν στον αναιρείοντα με σχετική τραπεζική κατάθεση στον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό του, περιλαμβάνεται και ποσό 755.502 δρχ., που φέρεται ότι καταβλήθηκε στις 14/7/2000. Τα περιστατικά αυτά αρκούσαν για το ορισμένο της σχετικής ενστάσεως των αναιρεσίβλητων από το άρθρο 416 ΑΚ περί εξοφλήσεως των απαιτήσεων του αναιρεσείοντος για αποδοχές και επίδομα αδείας του έτους 2000 και το Εφετείο που δέχτηκε, ότι πράγματι καταβλήθηκε το ποσό αυτό την ως άνω ημερομηνία σε μερική εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεων, ανερχομένων συνολικά σε 975.780 δρχ., δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ο ίδιος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αρ. 11, ΚΠολΔ, κατά τον οποίο το Εφετείο έλαβε υπόψη χωρίς επίκληση έγγραφο, ήτοι την από 14/7/2000 τραπεζική κατάθεση είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων που κατέθεσαν οι αναιρεσίβλητες στο Πρωτοδικείο και το Εφετείο, ρητώς επικαλέστηκαν την καταβολή του ποσού των 755.502 δρχ. με την κατάθεσή του σε αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό του αναιρεσείοντος την ανωτέρω ημερομηνία.

Επειδή κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Μεταξύ των λόγων αυτών δεν περιλαμβάνονται και οι παραδρομές κατά τη σύνταξη της απόφασης, εξαιτίας των οποίων έγιναν λάθη γραφικά ή λογιστικά, για τη διόρθωση των οποίων προβλέπουν ειδικώς τα άρθρα 315 επ. του ΚΠολΔ (ΑΠ 1338/1991). Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι περιέχει λογιστικό λάθος ως προς τον υπολογισμό του συνολικού ποσού που δικαιούται ο αναιρεσείων από όλες τις αναφερόμενες στην εν λόγω απόφαση αιτίες και συγκεκριμένα, ότι κατά την άθροιση των επί μέρους ποσών το Εφετείο παρέλειψε να προσθέσει το ποσό των 2.778.685 δρχ., που δέχτηκε ότι δικαιούται αυτός από οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας, ενώ αντιθέτως προσέθεσε το ποσό των 1.581.132 δρχ. που του είχε ήδη καταβληθεί ως αποζημίωση απολύσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού η πλημμέλεια αυτή δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως.

Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 1, Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4558/1930, επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη οφείλει αυτός, - εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονται στο νόμο και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω-, να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση, η οποία κατά το άρθρο 3, παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ορίζεται σε ποσό ίσο με το σύνολο των τακτικών αποδοχών, τις οποίες θα ελάμβανε αυτός κατά το χρόνο πριν από τον οποίο έπρεπε να γίνει η καταγγελία και της οποίας ο υπολογισμός κατά το άρθρο 5, παρ.1 του Ν. 3198/1955 γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ως τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως, θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, που χορηγείται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή, με τις προσαυξήσεις της, για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία. Η μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως καθιστά άκυρη την καταγγελία και ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τους μισθούς υπερημερίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι οι τακτικές αποδοχές του αναιρεσείοντος κατά τον τελευταίο, πριν από την απόλυσή του μήνα, ανέρχονταν στο ποσό των 677.628 δρχ., συμπεριλαμβανομένης και της μηνιαίας αμοιβής και προσαύξησης των υπερωριών, ανερχόμενης σε 188.748 δρχ, με βάση δε το ποσό αυτό υπολόγισε την οφειλόμενη, λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως, αποζημίωση στο ποσό των 1.581.132 δρχ. Ακολούθως, το Εφετείο δέχτηκε ότι από το ποσό αυτό καταβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα κατά την καταγγελία της συμβάσεως (15/1/2001) 811.768 δρχ. και στις 22/5/2001 769.364 δρχ. και ότι από την τελευταία αυτή ημερομηνία επήλθαν τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας, επιδίκασε δε μισθούς υπερημερίας στον αναιρεσείοντα για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (από 15/1/2001 έως 22/5/2001). Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού δέχτηκε ότι στις τακτικές αποδοχές του αναιρεσείοντος κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα περιλαμβάνεται και η αμοιβή του για υπερωριακή εργασία 12 ωρών την εβδομάδα, ενώ κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αυτός πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία 19 ωρών την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να υπολογίσει εσφαλμένα σε μικρότερο ποσό και την αποζημίωση που έπρεπε να του καταβάλουν οι αναιρεσίβλητες. Λόγω μη καταβολής πλήρους της αποζημιώσεως που εδικαιούτο ο αναιρεσείων, η καταγγελία της συμβάσεώς του είναι άκυρη και οι αναιρεσίβλητες οφείλουν να του καταβάλουν τις αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 16/1/2001 έως 16/12/2001, που ζήτησε με την αγωγή του κατά το βάσιμο, από το άρθρο 559, αριθ. 1 του ΚΠολΔ, πέμπτο λόγο της αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα προαναφερόμενα μέρη και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580, παρ. 3, ΚΠολΔ).