Απόφ. 5459/2007 (27/12/2007)

Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ν.Π.Δ.Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ 5/459/27.12.2007
του Διοικητικού Συμβουλίου
ΘΕΜΑ:

Πιστωτικός Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Λαμβάνοντας υπόψη:

α) την παράγραφο 2 του άρθρου 72 και το άρθρο 81 του Ν. 3601/1.8.2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α/178/1.8.2007),

β) τα Παραρτήματα III και IV της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων,

γ) την Οδηγία 2006/49/ΕΚ σχετικά με την επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των Επιχειρήσεων Επενδύσεων και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων,

δ) το άρθρο 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α/98/2005),

ε) την ανάγκη ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2006/49/ΕΚ και των Παραρτημάτων III και IV της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ στο Ελληνικό δίκαιο.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΟΜΟΦΩΝΑ

Aρθρο 1
Κατηγορίες συναλλαγών

Οι συναλλαγές που δημιουργούν πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου είναι:

α. συναλλαγές εξω-χρηματιστηριακών πράξεων επί παραγώγων μέσων, που αναφέρονται στο Παράρτημα II της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση»,

β. συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, που περιλαμβάνει τις συναλλαγές επαναγοράς, δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και τις συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου,

γ. συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

Aρθρο 2
Επιλογή μεθόδου για τον προσδιορισμό της αξίας του ανοίγματος

1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας Απόφασης με χρήση μιας από τις μεθόδους που περιγράφονται στα Παραρτήματα I έως IV της παρούσας Απόφασης.

2. Η τυχόν χρήση από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών της Μεθόδου του Εσωτερικού Υποδείγματος, που περιγράφεται στο Παράρτημα IV της παρούσας Απόφασης, για τον προσδιορισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τις συναλλαγές, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

3. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών στις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/459/27.12.2007 «Πλαίσιο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών», δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 για τον κίνδυνο αγοράς, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τη Μέθοδο του Αρχικού Ανοίγματος, που περιγράφεται στο Παράρτημα II της παρούσας Απόφασης.

4. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του Αρχικού Ανοίγματος για το καθορισμό της αξίας του ανοίγματος που προκύπτει από συναλλαγές σε παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο Παράρτημα II, παρ. 3, της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».

5. Με την επιφύλαξη της παρ. 6 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η συνδυασμένη χρήση των μεθόδων που περιγράφονται στα Παραρτήματα I έως IV της παρούσας Απόφασης στο εσωτερικό ενός ομίλου.

6. Δεν επιτρέπεται η συνδυασμένη χρήση των μεθόδων που περιγράφονται στα Παραρτήματα I έως IV της παρούσας Απόφασης στο εσωτερικό της ίδιας νομικής οντότητας.

7. Επιτρέπεται σε κάθε μια χωριστή νομική οντότητα στο εσωτερικό ενός ομίλου η συνδυασμένη χρήση των μεθόδων, που περιγράφονται στα Παραρτήματα I έως IV της παρούσας Απόφασης, όταν μια από τις μεθόδους χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο Παράρτημα III παρ. 32 της παρούσας Απόφασης.

Aρθρο 3

Αξία ανοίγματος

1. Η αξία ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου ισούται με μηδέν στις εξής περιπτώσεις:

α. Πιστωτικά παράγωγα, για τα οποία η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αγοράζει προστασία για τη μείωση

i. του πιστωτικού κινδύνου για τα στοιχεία εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, όπως αυτό ορίζεται στην Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» ή

ii. του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για το αντισταθμιζόμενο στοιχείο σύμφωνα με την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση» ή την ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων», κατά περίπτωση.

β. Πιστωτικά παράγωγα, για τα οποία η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πωλεί προστασία, με την προϋπόθεση ότι αυτά υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο επί του συνόλου του ονομαστικού ποσού της πιστωτικής προστασίας.

γ. Ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές του άρθρου 1 της παρούσας Απόφασης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και αποτελούν στοιχεία είτε του χαρτοφυλακίου συναλλαγών είτε στοιχεία εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i. δεν έχουν απορριφθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

ii. παραμένουν ανεξόφλητες από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

iii. τα ανοίγματα από πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου καλύπτονται πλήρως με εξασφαλίσεις σε καθημερινή βάση από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία διακανονισμού.

2. Για όλες τις μεθόδους που περιγράφονται στα Παραρτήματα I έως IV της παρούσας Απόφασης, η αξία ανοίγματος έναντι ενός αντισυμβαλλομένου ισούται με το άθροισμα των αξιών ανοίγματος σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο.

3. Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που εφαρμόζουν την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων, σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2589/20.8.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων», μπορούν να εφαρμόζουν σταθμίσεις σύμφωνα με την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», σε μόνιμη βάση και ανεξάρτητα από το βαθμό σημαντικότητας των θέσεων αυτών.

4. Οι μέθοδοι που περιγράφονται στα Παραρτήματα I και II της παρούσας Απόφασης μπορούν να χρησιμοποιηθούν εφόσον το ονομαστικό ποσό που λαμβάνεται υπόψη είναι σε στενή αντιστοιχία με τον κίνδυνο που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν π.χ. η σύμβαση προβλέπει πολλαπλές ταμειακές ροές, το ονομαστικό ποσό πρέπει να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλών αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.

Aρθρο 4
Υποβολή στοιχείων

Τα στοιχεία υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/459/27.12.2007 «Πλαίσιο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών».

Aρθρο 5
Τελικές διατάξεις

1. Τα επισυναπτόμενα Παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας Απόφασης.

2. Η ισχύς της παρούσας Απόφασης αρχίζει από την 1/1/2008.

3. Από τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

4. Η Απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β΄).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Μέθοδος Αποτίμησης με βάση Τρέχουσες Τιμές Αγοράς (Mark to Market Method)

1. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία Αποτίμησης με βάση Τρέχουσες Τιμές Αγοράς, η αξία του ανοίγματος για κάθε σύμβαση υπολογίζεται ως το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης της σύμβασης, εφόσον είναι θετικό, και του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος (potential future credit exposure).

2. Το τρέχον κόστος αντικατάστασης της σύμβασης είναι η τρέχουσα αγοραία αξία της σύμβασης.

3. Η αξία του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος υπολογίζεται, ανεξάρτητα εάν το τρέχον κόστος αντικατάστασης είναι θετικό ή αρνητικό, πολλαπλασιάζοντας τα ονομαστικά ποσά των συμβάσεων με τα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 1.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Εναπομένουσα διάρκεια Συμβάσεις επιτοκίου Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό Συμβάσεις που αφορούν μετοχές Συμβάσεις που αφορούν πολύτιμα μέταλλα εκτός από το χρυσό Συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων
Κάτω του έτους 0 % 1 % 6 % 7 % 10 %
Ένα έως πέντε έτη 0,5 % 5 % 8 % 7 % 12 %
Πάνω από πέντε έτη 1,5 % 7,5 % 10 % 8 % 15 %

4. Κατά τον υπολογισμό της αξίας του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος ισχύουν τα ακόλουθα:

α. Δεν υπολογίζεται δυνητικό μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για θέσεις σε συμβάσεις ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα. Για τις θέσεις αυτές υπολογίζεται μόνο τρέχον κόστος αντικατάστασης.

β. Οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν σε μία από τις κατηγορίες του ανωτέρω πίνακα, θα αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις της κατηγορίας «εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων».

γ. Για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το αντίστοιχο ποσοστό θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη σύμβαση.

δ. Για τις συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί με σκοπό να διακανονίζονται τα εκκρεμή ανοίγματα που προκύπτουν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται, έτσι ώστε η αγοραία τιμή της σύμβασης να είναι μηδέν στις εν λόγω ημερομηνίες, η εναπομένουσα προθεσμία λήξης (residual maturity) θα είναι ίση με το χρόνο που απομένει μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου που πληρούν τα κριτήρια αυτά και έχουν υπολειπόμενη προθεσμία πάνω από ένα έτος, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 0,5%.

5. Για να υπολογισθεί το ύψος δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος για συμβάσεις τύπου "total return swap" ή "credit default swap" του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται με τα ποσοστά του Πίνακα 2.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Αγοραστής προστασίας Πωλητής προστασίας
Total return swap
Στοιχεία που κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας
5 % 5 %
Στοιχεία που δεν κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 10 % 10 %
Credit default swap
Στοιχεία που κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας
5 % 5 %
Στοιχεία που δεν κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 10 % 10 %

6. Τα στοιχεία που κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας ορίζονται στο Παράρτημα I, Τμήμα Γ, παρ. 5 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς».

7. Αν σε σύμβαση τύπου "credit default swap" το άνοιγμα που προκύπτει αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (πωλητής προστασίας) έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει ποσοστό 0% για το δυνητικό μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, εκτός αν η σύμβαση υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης λόγω αφερεγγυότητας του αγοραστή προστασίας, έστω και αν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης.

8. Όταν πρόκειται για σύμβαση τύπου «nth to default swap», το ποσοστό του Πίνακα 2 που πρέπει να εφαρμοσθεί καθορίζεται από την υποχρέωση με τη νιοστή χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι εγκεκριμένο στοιχείο.

9. Οι επιπτώσεις του συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον ικανοποιούνται οι προβλεπόμενες στο Παράρτημα V της Παρούσας Απόφασης προϋποθέσεις, έχουν ως εξής:

α. Όσον αφορά τις συμβάσεις ανανέωσης οφειλής, επιτρέπεται να σταθμίζονται, αντί των μεικτών, τα καθαρά ποσά που καθορίζονται από τις εν λόγω συμβάσεις. Συνεπώς, το τρέχον κόστος αντικατάστασης και τα ονομαστικά ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων θα υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις συμβάσεις ανανέωσης.

β. Όσον αφορά τις λοιπές συμβάσεις συμψηφισμού:

(1) Το τρέχον κόστος αντικατάστασης για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να υπολογισθεί λαμβάνοντας υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία. Όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης θεωρείται ότι είναι μηδενικό.

(2) Το ποσό του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος, για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού, μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

PFEred = 0,4 * PFEgross +0,6 * NGR * PFEgross

όπου:

PFEred = το μειωμένο δυνητικό μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού.

PFEgross = το άθροισμα των δυνητικών μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού, τα οποία υπολογίζονται αν πολλαπλασιαστούν τα πλασματικά ονομαστικά ποσά με τα ποσοστά του Πίνακα 1.

NGR = Δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο (net-to-gross ratio).

(3) Ο Δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο (NGR) υπολογίζεται ως:

(α) είτε το πηλίκο του καθαρού κόστους αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο (παρονομαστής),

(β) είτε το πηλίκο του αθροίσματος του καθαρού κόστους αντικατάστασης που υπολογίζεται σε διμερή βάση για όλους τους αντισυμβαλλομένους, λαμβανομένων υπόψη όλων των συμβάσεων που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (αριθμητής), προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (παρονομαστής).

Η μέθοδος που θα επιλεγεί πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια.

(4) Για τον υπολογισμό των δυνητικών μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον ανωτέρω τύπο, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις, που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μια σύμβαση, με πλασματικό ονομαστικό ποσό ίσο προς τις καθαρές εισροές. Πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις θεωρούνται τα συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος ή παρεμφερείς συμβάσεις, στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, εφόσον οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και είναι εκπεφρασμένες πλήρως ή εν μέρει στο ίδιο νόμισμα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Μέθοδος Αρχικού Ανοίγματος (Original Exposure Method)

1. Για τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που δύνανται να χρησιμοποιούν τη Μέθοδο Αρχικού Ανοίγματος, η αξία του ανοίγματος υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ονομαστικό ποσό κάθε σύμβασης με τα αντίστοιχα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 3.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Αρχική διάρκεια Συμβάσεις επιτοκίου Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό
Κάτω του έτους 0,5 % 2 %
Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη 1 % 5 %
Για κάθε επιπλέον έτος 1 % 3 %

2. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορούν, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα προθεσμία.

3. Οι επιπτώσεις του συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον ικανοποιούνται οι προβλεπόμενες στο Παράρτημα V της παρούσας Απόφασης προϋποθέσεις, έχουν ως εξής:

α. Όσον αφορά τις συμβάσεις ανανέωσης οφειλής, επιτρέπεται, αντί των μεικτών, να σταθμίζονται τα καθαρά ποσά, που καθορίζονται από τις εν λόγω συμβάσεις. Συνεπώς, για τον υπολογισμό του ονομαστικού ποσού λαμβάνονται οι συμβάσεις ανανέωσης και χρησιμοποιούνται τα ποσοστά του Πίνακα 3.

β. Όσον αφορά τις λοιπές συμβάσεις συμψηφισμού:

(1) Οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις, που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού, είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση, με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Τα ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του Πίνακα 3.

(2) Προκειμένου περί οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων, που περιλαμβάνονται σε συμφωνία συμψηφισμού, τα εφαρμοστέα ποσοστά είναι δυνατό να ελαττωθούν σύμφωνα με τον Πίνακα 4:

ΠΙΝΑΚΑΣ 4
Αρχική διάρκεια Συμβάσεις επιτοκίου Συμβάσεις τιμών συναλλάγματος
Κάτω του έτους 0,35 % 1,50 %
Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη 0,75 % 3,75 %
Για κάθε επιπλέον έτος 0,75 % 2,25 %

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Τυποποιημένη Μέθοδος (Standardized Method)

1. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύνανται να χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο του παρόντος Παραρτήματος για τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας Απόφασης.

2. Η αξία ανοίγματος υπολογίζεται χωριστά για κάθε συμψηφιστικό σύνολο και μετά την αφαίρεση των εξασφαλίσεων, ως εξής:

Description: http://www.e-forologia.gr/webTexts/docsImages/EE/2007/EE_gr_5459_20071227/EE_gr_5459_20071227_1.jpg

CMV = τρέχουσα αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου του συνόλου των συναλλαγών που ανήκουν σε συμψηφιστικό σύνολο με τον αντισυμβαλλόμενο.

CMVi = τρέχουσα αγοραία αξία κάθε συναλλαγής i.

CMC = τρέχουσα αγοραία αξία των εξασφαλίσεων που μεταβιβάζονται στο συμψηφιστικό σύνολο.

CMC = τρέχουσα αγοραία αξία κάθε εξασφάλισης.

i = δείκτης που απεικονίζει τη συναλλαγή i.

j = δείκτης που απεικονίζει το αντισταθμιστικό σύνολο j. Κάθε αντισταθμιστικό σύνολο αντιστοιχεί σε παράγοντες κινδύνου, για τους οποίους μπορεί να γίνει συμψηφισμός των θέσεων με αντίθετο πρόσημο, ώστε να προκύψει μια καθαρή θέση κινδύνου, στην οποία βασίζεται στη συνέχεια η μέτρηση του ανοίγματος.

I = δείκτης εξασφάλισης Ι.

RPTij = θέση κινδύνου από τη συναλλαγή i σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j. Νοείται ως η αντιστοίχηση κάθε συναλλαγής με τους αντίστοιχους συντελεστές κινδύνου.

RPCj = θέση κινδύνου από εξασφάλιση I σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j.

CCRMj = πολλαπλασιαστής (CCR Multiplier) του Πίνακα 5 της παραγράφου 7 του παρόντος Παραρτήματος, σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j.

β = εποπτική τιμή του συντελεστή ίση με 1,4.

3. Εξασφάλιση που λαμβάνεται από αντισυμβαλλόμενο έχει θετικό πρόσημο, ενώ εξασφάλιση που παρέχεται σε αντισυμβαλλόμενο έχει αρνητικό πρόσημο. Οι εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται για την τυποποιημένη μέθοδο του παρόντος Παραρτήματος πρέπει να είναι αποδεκτές, με βάση το Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση».

4. Στην περίπτωση εξω-χρηματιστηριακού παραγώγου που έχει συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, κάθε χρηματοοικονομικό μέσο και βασικό εμπόρευμα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ως αποδεκτή εξασφάλιση.

5. Τα χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα, τα οποία αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση με βάση την παρ. 4 ανωτέρω, αλλά χαρακτηρίζονται ως μη αποδεκτά με βάση το Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση» και για τα οποία η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών χρησιμοποιεί τους εποπτικούς συντελεστές προσαρμογής ως προς τη μεταβλητότητα, με βάση την προαναφερόμενη απόφαση, αντιμετωπίζονται, ως προς τους συντελεστές προσαρμογής για μεταβλητότητα, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι μετοχές, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη και είναι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

6. Αν οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών χρησιμοποιούν τη δική τους προσέγγιση για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας, με βάση τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», τότε οι προσαρμογές μεταβλητότητας πρέπει να υπολογίζονται για κάθε στοιχείο χωριστά.

7. Οι πολλαπλασιαστές πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCRM) για τις διάφορες κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων παρατίθενται κατωτέρω στον πίνακα 5.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5
Κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων CCRM
1 Επιτόκια 0.2 %
2 Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που αποτελούν υποκείμενο μέσο σύμβασης μεταφοράς κινδύνου αθέτησης και στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μικρότερη του 1,60% σύμφωνα με την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς», Παράρτημα 1 Τμήμα Γ 0.3 %
3 Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους ή χρεωστικούς τίτλους αναφοράς, στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μεγαλύτερη του 1,60%, σύμφωνα με την Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς», Παράρτημα 1 Τμήμα Γ 0.6 %
4 Συναλλαγματικές ισοτιμίες 2.5 %
5 Ηλεκτρική ενέργεια 4.0 %
6 Χρυσός 5.0 %
7 Μετοχές 7.0 %
8 Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού) 8.5 %
9 `Αλλα βασικά εμπορεύματα (εκτός των πολυτίμων μετάλλων και ηλεκτρικής ενέργειας) 10.0 %
10 Υποκείμενα μέσα εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες 10.0 %

Τα υποκείμενα μέσα εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αναφέρονται στο σημείο 10 του Πίνακα 5 υπάγονται σε χωριστά αντισταθμιστικά σύνολα, για κάθε κατηγορία υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Αντιστοίχιση συναλλαγών κινδύνου (εκτίμηση RPT)

Συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου

8. Στις συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου, που προβλέπουν ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής, το σκέλος πληρωμής αναφέρεται σαν θέση σε μετρητά (cash position), ενώ το σκέλος που αναφέρεται στο υποκείμενο μέσο θεωρείται σαν θέση στο μέσο αυτό.

9. Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου, στις οποίες τα υποκείμενα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι μετοχές (περιλαμβανομένων των δεικτών μετοχών), χρυσός, άλλα πολύτιμα μέταλλα ή άλλα εμπορεύματα, αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου στη σχετική μετοχή (ή δείκτη μετοχών) ή στο σχετικό εμπόρευμα (περιλαμβανομένου του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων) και με μία θέση κινδύνου επιτοκίου όσον αφορά το σκέλος πληρωμής. Εάν το σκέλος πληρωμής είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, αντιστοιχίζεται επιπλέον με μια θέση κινδύνου στο αντίστοιχο νόμισμα.

10. Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου, στις οποίες το υποκείμενο μέσο είναι ένας χρεωστικός τίτλος, αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για το χρεωστικό τίτλο και με μία άλλη θέση κινδύνου επιτοκίου για το σκέλος πληρωμής. Εάν ο υποκείμενος χρεωστικός τίτλος είναι εκφρασμένος σε ξένο νόμισμα, τότε αντιστοιχίζεται με μία θέση κινδύνου σε αυτό το νόμισμα. Εάν ένα σκέλος πληρωμής είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, το σκέλος πληρωμής αντιστοιχίζεται με μία θέση κινδύνου σε αυτό το νόμισμα.

11. Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου, που προβλέπουν ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής, περιλαμβανομένων των προθεσμιακών συμφωνιών συναλλάγματος, αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για καθένα από τα σκέλη πληρωμής.

12. Για την αντιστοίχιση των συναλλαγών με παράγοντες κινδύνου, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύναται:

α. να αγνοεί τον κίνδυνο επιτοκίου από σκέλη πληρωμών που απεικονίζουν θέση σε μετρητά με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους και

β. να αντιμετωπίζει ως ενιαία συνολική συναλλαγή τις συναλλαγές που αποτελούνται από δύο σκέλη πληρωμών που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα. Η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα σκέλη πληρωμών εφαρμόζεται στη συνολική συναλλαγή.

13. Η αξία ανοίγματος που αποδίδεται σε μια σύμβαση ανταλλαγής επιτοκίου νομισμάτων (foreign exchange basis swap) είναι μηδέν.

Συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου

14. Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από εξω-χρηματιστηριακό παράγωγο με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης (options) και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions), ισούται με τη δέλτα-ισοδύναμη (delta equivalent) πραγματική ονομαστική αξία του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, εκτός εάν αυτό είναι χρεωστικός τίτλος.

15. Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από εξω-χρηματιστηριακό παράγωγο με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης (options) και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμβάσεων ανταλλαγής (swaptions), με υποκείμενο μέσο ένα χρεωστικό τίτλο ή ένα σκέλος πληρωμής, ισούται με την δέλτα-ισοδύναμη πραγματική ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του σκέλους πληρωμής, πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής αντίστοιχα.

Μέγεθος θέσης κινδύνου

16. Εξαιρουμένων των χρεωστικών τίτλων, το μέγεθος της θέσης κινδύνου από συναλλαγή με γραμμικό προφίλ κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία (αγοραία τιμή πολλαπλασιασμένη με την ποσότητα) σε ευρώ των υποκείμενων χρηματοπιστωτικών μέσων (περιλαμβανομένων των εμπορευμάτων).

17. Για τους χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμών, το μέγεθος της θέσης κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία σε ευρώ των υπολειπόμενων ακαθάριστων πληρωμών (περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού), πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής αντίστοιχα.

18. Το μέγεθος μιας θέσης κινδύνου από σύμβαση τύπου credit default swap ισούται με την ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη με την εναπομένουσα ληκτότητα της σύμβασης.

19. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορούν να χρησιμοποιούν τους παρακάτω μαθηματικούς τύπους για να καθορίσουν το μέγεθος και το πρόσημο μιας θέσης κινδύνου.

20. Για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους:

α. πραγματική ονομαστική αξία ή

β. δέλτα-ισοδύναμη πραγματική ονομαστική αξία =

Pref av
ap

όπου:

pref = τιμή του υποκείμενου μέσου σε ευρώ

V = αξία του χρηματοοικονομικού μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης = τιμή δικαιώματος προαίρεσης - στην περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου = αξία του υποκείμενου μέσου)

P = τιμή του υποκείμενου μέσου εκπεφρασμένου στο ίδιο νόμισμα με το V.

21. Για χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμών όλων των συναλλαγών:

α. πραγματική ονομαστική αξία πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη διάρκεια, ή

β. δέλτα ισοδύναμη πλασματική αξία (av/ar) πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη διάρκεια, όπου:

V = αξία του χρηματοοικονομικού μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης = τιμή δικαιώματος προαίρεσης - στην περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου = αξία του υποκείμενου μέσου ή του σκέλους πληρωμών αντιστοίχως),

r = επίπεδο επιτοκίου.

22. Εάν V εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το ευρώ, το παράγωγο πρέπει να μετατραπεί σε ευρώ, πολλαπλασιάζοντας με τη σχετική συναλλαγματική ισοτιμία.

23. Για τον καθορισμό των θέσεων κινδύνου, οι εξασφαλίσεις που έχουν ληφθεί από έναν αντισυμβαλλόμενο πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απαίτηση έναντι του αντισυμβαλλόμενου, στο πλαίσιο μιας σύμβασης παραγώγου (θέση αγοράς) που λήγει την ημέρα της είσπραξης των εξασφαλίσεων, ενώ η εκχωρούμενη εξασφάλιση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως υποχρέωση προς τον αντισυμβαλλόμενο (θέση πώλησης), που λήγει την ημέρα της εκχώρησης.

Καθορισμός αντισταθμιστικού συνόλου

24. Οι θέσεις κινδύνου ομαδοποιούνται σε αντισταθμιστικά σύνολα. Για κάθε αντισταθμιστικό σύνολο, η «καθαρή θέση κινδύνου» υπολογίζεται ως η απόλυτη τιμή του αθροίσματος των απορρεουσών θέσεων κινδύνου και εκφράζεται ως:

Description: http://www.e-forologia.gr/webTexts/docsImages/EE/2007/EE_gr_5459_20071227/EE_gr_5459_20071227_2.jpg

στο τύπο της παρ. 2 του παρόντος Παραρτήματος.

Καθορισμός αντισταθμιστικού συνόλου από θέσεις κινδύνου επιτοκίου

24. Για συναλλαγές που προβλέπουν ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής και το μέσο χαρακτηρίζεται ως στοιχείο που κατατάσσεται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, σύμφωνα με το Παράρτημα I, Τμήμα Γ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς», και εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μικρότερη του 1,60%, υπάρχουν έξι αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε νόμισμα, που εκτίθενται κατωτέρω στον Πίνακα 6. Τα αντισταθμιστικά σύνολα προσδιορίζονται με βάση έναν συνδυασμό κριτηρίων «ληκτότητας» και «επιτοκίων αναφοράς».

ΠΙΝΑΚΑΣ 6
Κρατικά επιτόκια αναφοράς Μη κρατικά επιτόκια αναφοράς
Ληκτότητα < 1 έτος < 1 έτος
Ληκτότητα > 1 - < 5 έτη > 1 - < 5 έτη
Ληκτότητα > 5 έτη > 5 έτη

26. Για θέσεις κινδύνου επιτοκίου, που προέρχονται από υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους ή σκέλη πληρωμής, για τα οποία το επιτόκιο συνδέεται με επιτόκιο αναφοράς που αντιπροσωπεύει ένα γενικό επίπεδο επιτοκίων της αγοράς, η εναπομένουσα ληκτότητα ισούται με το χρονικό διάστημα έως την επόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισούται με την εναπομένουσα διάρκεια του υποκείμενου χρεωστικού τίτλου ή, στην περίπτωση σκέλους πληρωμής, με την εναπομένουσα διάρκεια της συναλλαγής.

27. Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς, που αποτελεί υποκείμενο μέσο σε σύμβαση τύπου credit default swap, αντιστοιχεί ένα μόνο αντισταθμιστικό σύνολο.

28. Για συναλλαγές που προβλέπουν ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής και το μέσο δεν συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία που κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, που ορίζονται Παράρτημα I, Τμήμα Γ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς» και εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση μεγαλύτερη του 1,60%, θα αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε συγκεκριμένο εκδότη μέσου αναφοράς.

29. Όλες οι θέσεις κινδύνου επιτοκίου, που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους συγκεκριμένου εκδότη (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αποτελούν το υποκείμενο μέσο σε σύμβαση τύπου credit default swap), μπορούν να αντιστοιχίζονται σε ένα αντισταθμιστικό σύνολο.

Καθορισμός αντισταθμιστικού συνόλου από λοιπές θέσεις κινδύνου

30. Υποκείμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός των χρεωστικών τίτλων, υπάγονται αντίστοιχα στα ίδια αντισταθμιστικά σύνολα, μόνον εάν είναι ίδια ή όμοια μέσα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υπάγονται σε διαφορετικά αντισταθμιστικά σύνολα.

31. Η ομοιότητα των μέσων που αναφέρεται στην ανωτέρω παρ. 30 προσδιορίζεται ως εξής:

α. Μετοχές: όμοια είναι τα μέσα που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη. Ένας δείκτης μετοχών αντιμετωπίζεται ως χωριστός εκδότης.

β. Πολύτιμα μέταλλα: όμοια είναι τα μέσα που αφορούν το ίδιο μέταλλο. Ένας δείκτης πολυτίμων μετάλλων αντιμετωπίζεται ως χωριστό πολύτιμο μέταλλο.

γ. Ηλεκτρική ενέργεια: όμοια είναι εκείνα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις παροχής που αφορούν την ίδια περίοδο αιχμής, ή εκτός αιχμής, φορτίου εντός οποιουδήποτε 24ώρου.

δ. Βασικά εμπορεύματα: όμοια είναι τα μέσα που αφορούν το ίδιο βασικό εμπόρευμα. Ένας δείκτης βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζεται ως χωριστό βασικό εμπόρευμα.

Ειδικοί όροι σχετικά με το Συντελεστή Δέλτα και την Τροποποιημένη Μέση Σταθμική Διάρκεια

32. Για συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου ή για σκέλη πληρωμών και συναλλαγές με υποκείμενο μέσο χρεωστικούς τίτλους, για τις οποίες η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δεν μπορεί να προσδιορίσει το συντελεστή δέλτα ή την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια αντιστοίχως, με ένα εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εσωτερικό υπόδειγμα προσδιορισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς, σύμφωνα με το Παράρτημα V της Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς», η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί τη χρήση της μεθόδου αποτίμησης με βάση τις τρέχουσες τιμές αγοράς (ως Παράρτημα I της παρούσας Απόφασης). Ο συμψηφισμός δεν αναγνωρίζεται, δηλαδή η αξία του ανοίγματος προσδιορίζεται λαμβανόμενη ως ένα πλασματικό συμψηφιστικό σύνολο που περιέχει μόνο την μεμονωμένη συναλλαγή.

Aπαιτούμενες εσωτερικές διαδικασίες των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών

33. Προκειμένου να συμπεριλάβει μια συναλλαγή σε αντισταθμιστικό σύνολο, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω συναλλαγή καλύπτεται από μια νομικά εκτελεστή σύμβαση συμψηφισμού, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Παραρτήματος V της παρούσας Απόφασης.

34. Προκειμένου να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εξασφαλίσεων στους υπολογισμούς της, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για να μειώσει τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου οφείλει να εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες, με σκοπό να διαπιστώσει ότι οι εξασφαλίσεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ασφαλείας δικαίου που τίθενται στο Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Μέθοδος Εσωτερικού Υποδείγματος (Internal Model Method)

Εισαγωγή

1. Μετά από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύναται να χρησιμοποιεί τη Μέθοδο του Εσωτερικού Υποδείγματος (ΜΕΥ) για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας Απόφασης.

2. Για να εφαρμόσει τη ΜΕΥ, μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει:

α. να έχει αναπτύξει και να χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον κίνδυνο αγοράς, σύμφωνα με το Παράρτημα V της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς», και

β. να ικανοποιεί τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν Παράρτημα.

Χρήση της ΜΕΥ

3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παρ. 6 της παρούσας Απόφασης, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύνανται να μην εφαρμόζουν τη μέθοδο ΜΕΥ σε ανοίγματα, για τα οποία μπορούν να τεκμηριώσουν ικανοποιητικά ότι είναι επουσιώδη από πλευράς μεγέθους και κινδύνου.

4. Για όλες τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και για τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, για τις οποίες η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δεν έχει λάβει έγκριση να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ, χρησιμοποιεί τη μέθοδο αποτίμησης με βάση τις τρέχουσες τιμές αγοράς (Παράρτημα I) ή την τυποποιημένη μέθοδο (Παράρτημα ΙΙΙ) της παρούσας Απόφασης. Η συνδυασμένη χρήση αυτών των δύο μεθόδων από μία νομική οντότητα είναι επιτρεπτή μόνον όταν μία από τις μεθόδους χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των περιπτώσεων που εκτίθενται στο Παράρτημα III, παρ. 32 της παρούσας Απόφασης.

5. Με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η εφαρμογή της ΜΕΥ μπορεί να γίνει διαδοχικά, στις κατηγορίες συναλλαγών που προσδιορίζονται στο άρθρο 1 της παρούσας Απόφασης, εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Κατά τη διάρκεια της περιόδου διαδοχικής εφαρμογής, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο αποτίμησης με βάση τις τρέχουσες τιμές αγοράς ή την τυποποιημένη μέθοδο (Παράρτημα I και III της παρούσας Απόφασης αντίστοιχα) για τον υπολογισμό της αξίας του ανοίγματος.

6. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη ΜΕΥ, δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χρήση των μεθόδων που αναφέρονται στα Παραρτήματα I και III της παρούσας Απόφασης, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

7. Αν μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών παύσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν Παράρτημα, ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και παρουσιάζει σχέδιο συμμόρφωσης ή αποδεικνύει ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.

Αξία του ανοίγματος

8. Η αξία του ανοίγματος μετράται στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου ως εξής:

α. Το υπόδειγμα αρχικά προσδιορίζει την κατανομή που προβλέπει τις μεταβολές στην αξία του συμψηφιστικού συνόλου, οι οποίες οφείλονται σε αλλαγές στις μεταβλητές της αγοράς (π.χ. επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες).

β. Το υπόδειγμα στη συνέχεια υπολογίζει την αξία ανοίγματος για το συμψηφιστικό σύνολο σε κάθε μελλοντική ημερομηνία, με βάση τις αλλαγές στις μεταβλητές της αγοράς.

γ. Για αντισυμβαλλόμενους που καλύπτονται από περιθώριο ασφαλείας, το υπόδειγμα μπορεί να αποτυπώνει επίσης μελλοντικές κινήσεις των εξασφαλίσεων.

9. Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορεί να λαμβάνουν υπόψη τους στις προβλεπτικές κατανομές τους τις αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, όπως ορίζονται στο Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση» και στο Παράρτημα III παρ. 4 έως 6 της παρούσας Απόφασης, εφόσον τηρούνται για τις εξασφαλίσεις οι ποιοτικές και ποσοτικές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις δεδομένων που ισχύουν για τη ΜΕΥ.

10. Η αξία του ανοίγματος υπολογίζεται ως εξής:

α. Εκτιμάται για κάθε χρονικό σημείο το Πραγματικό ΕΕ (Effective EE) ως:

Πραγματικό ΕΕ t(k) = max (Πραγματικό ΕΕ t(k-1), ΕΕ t(k))

όπου η τρέχουσα ημερομηνία συμβολίζεται με t(0) και το Πραγματικό ΕΕ t(0) ισούται με το τρέχον άνοιγμα.

Το υπόδειγμα εκτιμά το ΕΕ σε σειρά μελλοντικών ημερομηνιών t(1), t(2), t(3) κλπ, με βάση πιθανές μελλοντικές τιμές σχετικών παραγόντων κινδύνου της αγοράς.

β. Τα αναμενόμενα και τα μέγιστα ανοίγματα υπολογίζονται με βάση κατανομή που λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη μη κανονικότητα της κατανομής των ανοιγμάτων.

γ. Το Πραγματικό ΕΡΕ (effective EPE) είναι το μέσο Πραγματικό ΕΕ του μελλοντικού ανοίγματος κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους και υπολογίζεται με τον παρακάτω τύπο:

Description: http://www.e-forologia.gr/webTexts/docsImages/EE/2007/EE_gr_5459_20071227/EE_gr_5459_20071227_3.jpg

όπου:

οι συντελεστές στάθμισης At(k) = t(k) - t(k-1) προβλέπουν την περίπτωση κατά την οποία το μελλοντικό άνοιγμα υπολογίζεται σε άνισα χρονικά διαστήματα.

Αν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν πριν από ένα χρόνο, το ΕΡΕ είναι ο μέσος όρος του ΕΕ έως ότου λήξουν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου. Το Πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του Πραγματικού ΕΕ.

δ. Η αξία ανοίγματος υπολογίζεται με τον τύπο.

Αξία Ανοίγματος = α x Πραγματικό ΕΡΕ

όπου: α = 1,4

11. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μπορούν να χρησιμοποιήσουν για κάθε αντισυμβαλλόμενο ένα μέτρο πιο συντηρητικό από το γινόμενο του «α» επί Πραγματικό ΕΡΕ, σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση.

12. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ανωτέρω παρ. 10(δ), με έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών δύνανται να χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για τον συντελεστή «α» με τις εξής προϋποθέσεις:

α. η τιμή του «α» είναι το μεγαλύτερο μεταξύ του 1,2 και του λόγου του εσωτερικού κεφαλαίου, που προκύπτει από πλήρη προσομοίωση του ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, προς το εσωτερικό κεφάλαιο για το ίδιο χαρτοφυλάκιο, όταν η αξία ανοίγματος είναι σταθερή ίση με το ΕΡΕ.

β. Ο αριθμητής αποτυπώνει αποτελεσματικά τη στοχαστική εξάρτηση της κατανομής των αγοραίων τιμών των συναλλαγών για διάφορους αντισυμβαλλόμενους.

γ. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις του «α» λαμβάνουν υπόψη τη διασπορά των χαρτοφυλακίων. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών εξασφαλίζει ότι ο αριθμητής και ο παρονομαστής του «α» είναι συνεπείς με τη μεθοδολογία ανάπτυξης υποδειγμάτων, τις προδιαγραφές των παραμέτρων και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται βασίζεται στην επιλεγμένη από την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μέθοδο υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας στο πλαίσιο της ΕΔΑΚΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 8/459/27.12.2007 «Εσωτερική Διαδικασία Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΕΔΑΚΕ) των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και Διαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς», είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και υπόκειται σε επικύρωση από ανεξάρτητο φορέα.

13. Οι εκτιμήσεις του «α» επανεξετάζονται τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση και συχνότερα, όταν η σύνθεση του χαρτοφυλακίου μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών εκτιμούν επίσης τον κίνδυνο υποδείγματος.

14. Όπου αρμόζει, οι μεταβλητότητες και οι συσχετίσεις των παραγόντων κινδύνου αγοράς, που χρησιμοποιούνται στην συνδυασμένη προσομοίωση με τον πιστωτικό κίνδυνο, αντανακλούν ενδεχόμενες μεταβολές της μεταβλητότητας ή της συσχέτισης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.

Μεταχείριση των συμφωνιών περιθωρίου (margin agreements)

15. Με την επιφύλαξη της παρ. 18, όταν το συμψηφιστικό σύνολο υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου, οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών χρησιμοποιούν ένα από τα ακόλουθα μέτρα του ΕΡΕ:

α. το Πραγματικό ΕΡΕ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συμφωνία περιθωρίου ή

β. το κατώφλι περιθωρίου (EPE threshold), αν είναι θετικό, σύμφωνα με τη συμφωνία περιθωρίου πλέον μιας προσαύξησης που αντανακλά την ενδεχόμενη αύξηση του ανοίγματος κατά την περίοδο κινδύνου περιθωρίου.

16. Η προσαύξηση που αναφέρεται στη ανωτέρω παρ. 15(β) υπολογίζεται ως η αναμενόμενη αύξηση του ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου, με αφετηρία ένα τρέχον μηδενικό άνοιγμα, για την περίοδο κινδύνου περιθωρίου (margin period of risk).

17. Στην περίοδο κινδύνου περιθωρίου που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό επιβάλλεται κατώτατη τιμή πέντε εργάσιμων ημερών για τα συμψηφιστικά σύνολα που αποτελούνται μόνον από συναλλαγές τύπου repos, που υπόκεινται σε καθημερινό επανακαθορισμό περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς. Επιβάλλεται περίοδος κινδύνου περιθωρίου δέκα εργάσιμων ημερών για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα.

18. Αν το υπόδειγμα αποτυπώνει τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του πραγματικού ανοίγματος (πραγματικού EE), το μέτρο του ΕΕ του υποδείγματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας στην εξίσωση της παρ. 10(δ) ανωτέρω, με την επιφύλαξη της έγκρισης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Ελάχιστες απαιτήσεις για υποδείγματα ΕΡΕ

19. Το υπόδειγμα ΕΡΕ μίας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στις ακόλουθες παραγράφους.

Διαδικασίες Ελέγχου Πιστωτικού Κινδύνου Αντισυμβαλλομένων (CCR control)

20. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να διαθέτει μονάδα ή λειτουργία Ελέγχου Κινδύνου Αντισυμβαλλομένου (ΜΕΚΑ), η οποία είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής και της περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος. Η μονάδα αυτή είναι ανεξάρτητη από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία, την ανανέωση ή την αγοραπωλησία ανοιγμάτων και δεν υπόκειται σε αδικαιολόγητες επιρροές. Έχει επαρκή στελέχωση και αναφέρεται απευθείας στα ανώτατα στελέχη της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.

21. Η ΜΕΚΑ:

α. Ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται από το υπόδειγμα.

β. Παράγει εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του υποδείγματος μέτρησης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της σχέσης μεταξύ των ανοιγμάτων που υπόκεινται σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και των ορίων πίστωσης και διαπραγμάτευσης.

22. Το έργο της εν λόγω μονάδας πρέπει να συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης κινδύνων της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Επίσης, τα αποτελέσματα των εργασιών της πρέπει να συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας προγραμματισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των χαρακτηριστικών του πιστωτικού κινδύνου και γενικά του κινδύνου της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.

23. Μία Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, τα οποία είναι θεωρητικώς βάσιμα και έχουν υλοποιηθεί με ακεραιότητα. Ένα βάσιμο πλαίσιο διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου περιλαμβάνει τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την έγκριση και την αναφορά του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

24. Οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνου της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους αγοράς, ρευστότητας, καθώς και τους νομικούς και λειτουργικούς κινδύνους που ενδέχεται να συσχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου.

25. Προκειμένου να συνάψει επιχειρηματικές σχέσεις με αντισυμβαλλόμενο, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να εκτιμά την πιστοληπτική του ικανότητα και να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο διακανονισμού. Η διαχείριση αυτών των κινδύνων γίνεται ολοκληρωμένα σε επίπεδο επιχείρησης και σε επίπεδο αντισυμβαλλομένων (ενοποίηση των ανοιγμάτων που έχουν πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου με άλλα ανοίγματα στον ίδιο αντισυμβαλλόμενο).

26. Το Διοικητικό Συμβούλιο, και τα ανώτατα στελέχη μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και να τη θεωρούν σημαντική πτυχή της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, στην οποία πρέπει να αφιερώνονται επαρκείς πόροι.

27. Τα ανώτατα στελέχη πρέπει να έχουν επίγνωση των περιορισμών και των παραδοχών του υποδείγματος που χρησιμοποιείται και του αντίκτυπου που μπορεί να έχουν στην αξιοπιστία του αποτελέσματος. Επίσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις αβεβαιότητες του περιβάλλοντος της αγοράς και των λειτουργικών θεμάτων και να γνωρίζουν πώς αυτά απεικονίζονται στο υπόδειγμα.

28. Οι καθημερινές αναφορές που καταρτίζονται σχετικά με τα ανοίγματα μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών στον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου εξετάζονται από στελέχη υψηλής ιεραρχικής βαθμίδας, ώστε να εξασφαλίζεται, εφόσον απαιτείται, τόσο η μείωση θέσεων που έχουν αναλάβει μεμονωμένοι διαχειριστές, όσο και η μείωση του συνολικού ανοίγματος πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.

29. Το σύστημα διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τα εσωτερικά πιστωτικά όρια και όρια διαπραγμάτευσης, τα οποία πρέπει να είναι διαχρονικά συνεπή και να έχουν γίνει πλήρως κατανοητά από όλους τους εμπλεκόμενους και τη διοίκηση της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.

30. Η μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου από μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να περιλαμβάνει τη μέτρηση:

α. της ημερήσιας και της ενδο-ημερήσιας χρήσης των πιστωτικών ορίων,

β. των τρεχόντων ανοιγμάτων, με και χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης.

31. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και αντισυμβαλλομένου, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να υπολογίζει και να παρακολουθεί το μέγιστο άνοιγμα ή το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα, στο διάστημα εμπιστοσύνης που έχει επιλεγεί. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να λαμβάνει υπόψη μεγάλα ανοίγματα και θέσεις που δημιουργούν μεγάλη συγκέντρωση, περιλαμβανομένων συνολικών ανοιγμάτων ανά ομάδες συναφών αντισυμβαλλομένων, ανά κλάδο, ανά αγορά, κτλ..

32. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζει ένα αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress testing), ως συμπληρωματική πολιτική διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Τα αποτελέσματα της προσομοίωσης επανεξετάζονται περιοδικά από την ανωτάτη διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της πολιτικής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και στα όρια που τίθενται. Όταν οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων αποκαλύπτουν σημεία ευαισθησίας σε συγκεκριμένα σενάρια, πρέπει να λαμβάνονται άμεσα μέτρα για την κατάλληλη διαχείριση των κινδύνων αυτών.

33. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να διαθέτει διαδικασίες διασφάλισης της συμμόρφωσης του συστήματος διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου με το σύστημα εσωτερικού ελέγχου που διέπει τη λειτουργία της. Το σύστημα διαχείρισης πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένο και να παρέχει επεξήγηση των εμπειρικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του κινδύνου.

34. Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου οφείλει να εξετάζει τακτικά το σύστημα διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, τη ΜΕΚΑ και τις δραστηριότητες των επιχειρηματικών μονάδων σχετικά με τον κίνδυνο.

35. Οι διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου αφορούν ειδικά, τουλάχιστον, τα εξής:

α. την επάρκεια της τεκμηρίωσης του συστήματος και της διαδικασίας διαχείρισης,

β. την οργάνωση της ΜΕΚΑ,

γ. την ενσωμάτωση των μέτρων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου στην καθημερινή διαχείριση κινδύνου,

δ. τη διαδικασία έγκρισης των υποδειγμάτων τιμολόγησης κινδύνου και των συστημάτων αποτίμησης,

ε. την επικύρωση οποιασδήποτε σημαντικής αλλαγής στη διαδικασία μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου,

στ. την εμβέλεια του κινδύνου που αποτυπώνεται από το υπόδειγμα,

ζ. την ακεραιότητα του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών,

η. την ακρίβεια, την πληρότητα, τη συνέπεια, την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται καθώς και τη διαδικασία επικαιροποίησης,

θ. την ακρίβεια και καταλληλότητα των παραδοχών για τη μεταβλητότητα και τις συσχετίσεις,

ι. την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και μετασχηματισμού κινδύνου,

ια. την επαλήθευση της ακρίβειας του υποδείγματος, μέσω συχνής εκ των υστέρων δοκιμής.

Χρησιμοποίηση υποδείγματος (Use Test)

Το κριτήριο της χρησιμοποίησης του υποδείγματος ικανοποιείται αν:

36. Η κατανομή των ανοιγμάτων που παράγεται από το υπόδειγμα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του Πραγματικού ΕΡΕ και ενσωματώνεται στην καθημερινή διαδικασία διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα του υποδείγματος χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, την εσωτερική κατανομή κεφαλαίων και την εταιρική διακυβέρνηση της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.

37. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών τηρεί ιστορικά στοιχεία χρήσης των υποδειγμάτων που παράγουν την κατανομή ανοιγμάτων στον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Παράλληλα, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να τεκμηριώσει ότι χρησιμοποιεί, τουλάχιστον επί ένα χρόνο πριν από την έγκριση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ένα υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κατανομών ανοιγμάτων, επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός του ΕΡΕ, που ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις του παρόντος Παραρτήματος.

38. Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κατανομής ανοιγμάτων στον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου είναι τμήμα ενός πλαισίου διαχείρισης, το οποίο περιλαμβάνει την αναγνώριση, τη μέτρηση, τη διαχείριση, την έγκριση και την εσωτερική αναφορά του κινδύνου. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει επίσης τη μέτρηση της χρήσης των πιστωτικών ορίων (με συνυπολογισμό των ανοιγμάτων με άλλα πιστωτικά ανοίγματα) και την κατανομή εσωτερικών κεφαλαίων. Εκτός από το ΕΡΕ, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών μετρά και διαχειρίζεται τα τρέχοντα ανοίγματα, με ή χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης. Το κριτήριο της χρησιμοποίησης ικανοποιείται, αν μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών χρησιμοποιεί άλλα μέτρα του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, όπως το μέγιστο άνοιγμα ή το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα, που βασίζονται στην κατανομή ανοιγμάτων που έχουν προκύψει από το ίδιο υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ΕΡΕ.

39. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών διαθέτει την αναγκαία υποδομή για καθημερινή εκτίμηση του ΕΕ, εφόσον απαιτείται, εκτός αν τεκμηριώσει ότι η φύση των ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου δικαιολογεί λιγότερο συχνό υπολογισμό. Το ΕΕ υπολογίζεται σε ένα χρονικό ορίζοντα, ο οποίος αντανακλά ικανοποιητικά τη χρονική δομή των μελλοντικών χρηματορροών, τη ληκτότητα των συμβολαίων και τη σημαντικότητα και σύνθεση των ανοιγμάτων.

40. Το άνοιγμα μετράται, παρακολουθείται και ελέγχεται για όλη τη διάρκεια ζωής όλων των συμβολαίων του συμψηφιστικού συνόλου (και όχι μόνο για ορίζοντα ενός έτους). Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έχει θεσπίσει διαδικασίες για τον εντοπισμό και έλεγχο του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, στις περιπτώσεις όπου το άνοιγμα εκτείνεται πέρα από τον ορίζοντα του ενός έτους. Η προβλεπόμενη αύξηση του ανοίγματος θα εισάγεται στο υπόδειγμα εσωτερικού κεφαλαίου.

`Ασκηση Προσομοίωσης Ακραίων Καταστάσεων (Stress Test)

41. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να διαθέτει επίσης επαρκείς διαδικασίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, για χρήση κατά την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας για τον πιστωτικό κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Τα αποτελέσματα της εν λόγω προσομοίωσης συγκρίνονται με τη μέτρηση του ΕΡΕ και λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 73 του Ν 3601/2007, όπως ισχύει. Η προσομοίωση περιλαμβάνει επίσης τον εντοπισμό ενδεχόμενων γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες, που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα πιστωτικά ανοίγματα της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθώς και αξιολόγηση της ικανότητάς του να αντεπεξέλθει σε αυτές τις αλλαγές.

Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποβάλλει σε προσομοίωση ακραίων καταστάσεων τα ανοίγματά της σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού δοκιμής παραγόντων κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο συγκέντρωσης (σε έναν αντισυμβαλλόμενο ή σε ομάδες αντισυμβαλλομένων), τον κίνδυνο συσχέτισης του κινδύνου αγοράς με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο η εκκαθάριση των θέσεων του αντισυμβαλλομένου να προκαλέσει κινήσεις στην αγορά. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τον αντίκτυπο τέτοιων κινήσεων στην αγορά πάνω στις θέσεις της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και ενοποιούν τον αντίκτυπο αυτόν στην εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

Κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης (wrong-way risk)

42. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανοίγματα που δημιουργούν σημαντικό βαθμό γενικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης.

43. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζει διαδικασίες εντοπισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των περιπτώσεων ειδικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης, από τα πρώτα στάδια της συναλλαγής και έως την ολοκλήρωσή της και αν παραστεί ανάγκη, προσαρμόζει τον συντελεστή «α».

Αρτιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων

44. Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να αντικατοπτρίζει τους όρους και τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής με επίκαιρο, πλήρη και συντηρητικό τρόπο.

45. Αυτοί οι όροι πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α. ονομαστικά ποσά των συμβάσεων,

β. ληκτότητα,

γ. περιουσιακά στοιχεία αναφοράς,

δ. τύπο συναλλαγής, δηλ. συμφωνίες περιθωρίου ή συμφωνίες συμψηφισμού.

46. Οι όροι και οι προδιαγραφές πρέπει να διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό έλεγχο. Η διαδικασία αναγνώρισης των συμφωνιών συμψηφισμού απαιτεί σύμφωνη γνώμη νομικών συμβούλων, ώστε να επαληθεύεται η νομική εφαρμοσιμότητα του συμψηφισμού και να εισάγονται στη βάση δεδομένων από ανεξάρτητη μονάδα. Η ενσωμάτωση των όρων και χαρακτηριστικών των συναλλαγών στο υπόδειγμα υπόκειται στις διαδικασίες του εσωτερικού ελέγχου. Επίσης πρέπει να υπάρχουν καταγεγραμμένες διαδικασίες ελέγχου της συμφωνίας μεταξύ του εσωτερικού υποδείγματος και των πηγών δεδομένων, ώστε να επαληθεύεται σε συνεχή βάση ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη ορθά, ή τουλάχιστον συντηρητικά, στον υπολογισμό του ΕΡΕ.

47. Για την εκτίμηση της μεταβλητότητας και των συσχετίσεων που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό υπόδειγμα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία τριών ετών τουλάχιστον, τα οποία επικαιροποιούνται ανά τρίμηνο ή συχνότερα, εάν το απαιτούν οι συνθήκες της αγοράς. Τα δεδομένα πρέπει να καλύπτουν πλήρες φάσμα οικονομικών συνθηκών, για παράδειγμα, έναν πλήρη οικονομικό κύκλο.

48. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται πρέπει να επικυρώνονται από ανεξάρτητη μονάδα, να εισάγονται έγκαιρα και πλήρως στο υπόδειγμα και να διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών οφείλει να εφαρμόζει επίσης μια επαρκώς εξελιγμένη διαδικασία εξακρίβωσης της αρτιότητας των δεδομένων, που επιτρέπει την εξάλειψη των λανθασμένων και/ή ακραίων παρατηρήσεων.

49. Στο βαθμό που το υπόδειγμα βασίζεται σε προσεγγιστικά δεδομένα αγοράς (proxy data), συμπεριλαμβανομένων νέων προϊόντων, για τα οποία ενδέχεται να μην υπάρχουν ιστορικά δεδομένα τριετίας, πρέπει να υπάρχουν εσωτερικές πολιτικές που καθορίζουν τις κατάλληλες προσεγγιστικές τιμές και τεκμηριώνουν εμπειρικά ότι η προσεγγιστική τιμή παρέχει μια συντηρητική εικόνα του υποκείμενου κινδύνου, υπό δυσμενείς συνθήκες αγοράς. Αν το υπόδειγμα περιλαμβάνει την επίπτωση των εξασφαλίσεων στις αλλαγές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει έχει επαρκή ιστορικά δεδομένα για την ανάπτυξη υποδείγματος της μεταβλητότητας της εξασφάλισης.

50. Το υπόδειγμα πρέπει να υπόκειται σε διαδικασίες επικύρωσης, οι οποίες εντάσσονται στις πολιτικές της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Η διαδικασία επικύρωσης προσδιορίζει το είδος ελέγχων που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η αρτιότητα του υποδείγματος και να εντοπιστούν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παραβιάζονται οι παραδοχές, με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση του ΕΡΕ. Η διαδικασία επικύρωσης περιλαμβάνει την εξέταση της πληρότητας του υποδείγματος.

51. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να παρακολουθεί τους κινδύνους και να προσαρμόζει τις εκτιμήσεις του ΕΡΕ, όταν οι κίνδυνοι αυτοί καθίστανται σημαντικοί. Αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α. η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών εντοπίζει και διαχειρίζεται τον ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης,

β. για τα ανοίγματα, των οποίων ο κίνδυνός τους αυξάνει μετά από ένα έτος, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών συγκρίνει τακτικά την εκτίμηση του ΕΡΕ του πρώτου έτους με την εκτίμηση του ΕΡΕ για ολόκληρη τη διάρκεια του ανοίγματος,

γ. για ανοίγματα με βραχυπρόθεσμη ληκτότητα (κάτω του ενός έτους), η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών συγκρίνει το κόστος αντικατάστασης (τρέχον άνοιγμα) με την εκτίμηση του ΕΡΕ του ανοίγματος και διατηρεί αρχείο με τα δεδομένα ώστε να μπορούν να γίνουν παρόμοιες συγκρίσεις.

52. Μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, προτού περιλάβει μια συναλλαγή σε συμψηφιστικό σύνολο, πρέπει να εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που της επιτρέπουν να επαληθεύει ότι η συναλλαγή καλύπτεται από νομικά δεσμευτική σύμβαση συμψηφισμού, που πληροί τις απαιτήσεις του Παραρτήματος V της παρούσας Απόφασης.

53. Μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου της πρέπει να εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που της επιτρέπουν να επαληθεύει, προτού ληφθεί υπόψη η επίδρασή τους στους υπολογισμούς του, ότι οι εξασφαλίσεις πληρούν τα κατάλληλα πρότυπα ασφάλειας δικαίου που εκτίθενται στο Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση».

Επικύρωση υποδειγμάτων ΕΡΕ

54. Το υπόδειγμα υπολογισμού ΕΡΕ που χρησιμοποιεί μια Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να πληροί τις ποιοτικές απαιτήσεις επικύρωσης που αναφέρονται στο Παράρτημα V της Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 4/459/27.12.2007 «Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς».

55. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου ελέγχονται στο πλαίσιο της διαδικασίας επικύρωσης του υποδείγματος. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που εφαρμόζονται στα δικαιώματα προαίρεσης λαμβάνουν υπόψη τη μη γραμμικότητα της αξίας των δικαιωμάτων προαίρεσης ως προς τους παράγοντες κινδύνου αγοράς.

56. Το υπόδειγμα υπολογισμού του ΕΡΕ αποτυπώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συναλλαγής, με τρόπο που επιτρέπει την ομαδοποίηση των ανοιγμάτων στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών επαληθεύει ότι οι συναλλαγές έχουν ενταχθεί στο κατάλληλο συμψηφιστικό σύνολο, στο πλαίσιο του υποδείγματος.

57. Στο υπόδειγμα υπολογισμού του ΕΡΕ πρέπει να αποτυπώνονται επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συναλλαγής, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των συμφωνιών περιθωρίου, συμπεριλαμβανομένου τόσο του τρέχοντος ποσού του περιθωρίου ασφαλείας όσο και του περιθωρίου που ενδέχεται να μεταβιβασθεί μεταξύ των αντισυμβαλλομένων στο μέλλον. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των συμφωνιών περιθωρίου (μονομερείς ή διμερείς), η συχνότητα των απαιτήσεων περιθωρίου, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου, το ελάχιστο επίπεδο μη καλυμμένου με περιθώριο ασφαλείας ανοίγματος, που είναι αποδεκτό από την Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθώς και το ελάχιστο ποσό κάθε μεταφοράς. Τέλος, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να υποδειγματοποιεί τις μεταβολές των ληφθεισών εξασφαλίσεων, βάσει καθημερινής αποτίμησης ή να εφαρμόζει τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», και στο Τμήμα Η της ΠΔ/ΤΕ 2589/20.08.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων».

58. Ως μέρος της διαδικασίας επικύρωσης του υποδείγματος, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζει εκ των υστέρων ελέγχους, με βάση ιστορικά δεδομένα, σε αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένων. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών προβαίνει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε εκ των υστέρων έλεγχο ορισμένου αριθμού αντιπροσωπευτικών χαρτοφυλακίων αντισυμβαλλομένων (πραγματικών ή υποθετικών), που επιλέγονται με βάση την ευαισθησία τους στους σημαντικούς παράγοντες και στις συσχετίσεις κινδύνου, στους οποίους είναι εκτεθειμένη η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Εάν από τον εκ των υστέρων έλεγχο προκύψει ότι το υπόδειγμα παρουσιάζει πολλές αστοχίες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια χρήσης.

59. Για τους σκοπούς της μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, οι προβλέψεις για τα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις τιμές μετοχών, τα εμπορεύματα και τους άλλους παράγοντες κινδύνου αγοράς πρέπει να καλύπτουν μεγάλους χρονικούς ορίζοντες. Οι επιδόσεις του υποδείγματος που χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη των παραγόντων κινδύνου αγοράς πρέπει να επικυρώνονται για μεγάλο χρονικό ορίζοντα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
Συμβατικός συμψηφισμός (συμβάσεις ανανέωσης οφειλής και άλλες συμφωνίες συμψηφισμού)

Μορφές συμψηφισμού που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

1. Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α. «Αντισυμβαλλόμενος» είναι ο φορέας (συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων), που έχει ικανότητα σύναψης συμφωνίας περί συμβατικού συμψηφισμού.

β. «Συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων» (cross-product netting agreement) είναι η γραπτή διμερής συμφωνία μεταξύ μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και ενός αντισυμβαλλομένου, η οποία δημιουργεί ενιαία νομική υποχρέωση που καλύπτει όλες τις συμπεριλαμβανόμενες διμερείς συμφωνίες, πλαίσια και συναλλαγές, που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων.

2. Για τους σκοπούς του συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, θεωρούνται ως διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων τα εξής:

α. Συναλλαγές συμβάσεων πωλήσεων με συμφωνία επαναγοράς (repos), συναλλαγές συμβάσεων αγορών με συμφωνία επαναπώλησης (reverse repos) και συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων.

β. Συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης.

γ. Συναλλαγές εξω-χρηματιστηριακών πράξεων επί παραγώγων μέσων, που αναφέρονται στο Παράρτημα II της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση».

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζει ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου τα
ακόλουθα είδη συμβατικού συμψηφισμού:

α. Διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ μιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και ενός αντισυμβαλλομένου της, βάσει των οποίων, οσάκις εφαρμόζεται ανανέωση, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται εκ νέου αυτομάτως, έτσι ώστε η ανανέωση αυτή να καταλήγει σε ένα και μόνο καθαρό ποσόν, και συνεπώς γεννάται νέα νομικά δεσμευτική και ενιαία σύμβαση, μέσω της οποίας αποσβέννυνται οι προϋπάρχουσες συμβάσεις.

β. `Αλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και του αντισυμβαλλομένου της.

γ. Επιπλέον, για τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που έχουν λάβει την έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που αναφέρεται στο Παράρτημα IV της παρούσας Απόφασης, συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων για συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου. Ο συμψηφισμός εντός ομίλου δεν αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Προϋποθέσεις αναγνώρισης

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα αναγνωρίζει τις μορφές συμβατικού συμψηφισμού που καλύπτονται από την παρ. 2 ανωτέρω ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου, μόνον εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Η σύμβαση συμψηφισμού γεννά μια ενιαία νομική υποχρέωση, περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω πτώχευσης ή εκκαθάρισης ή άλλων αναλόγων περιστάσεων, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών να έχει δικαίωμα να λάβει ή την υποχρέωση να καταβάλει, μόνον το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των αγοραίων αξιών, στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επί μέρους συναλλαγές.

β. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έχει γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, αν υπάρξει νομική αμφισβήτηση, τα αρμόδια δικαστήρια και οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να θεωρήσουν, στις περιπτώσεις που περιγράφονται στην παρ. (α) ανωτέρω, ότι οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών θα περιορισθούν στο καθαρό άθροισμα, κατά τα οριζόμενα στην παρ. (α) ανωτέρω, σύμφωνα με:

i. Το δίκαιο του κράτους, στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος και, στην περίπτωση που συμμετέχει αλλοδαπό υποκατάστημα μιας εταιρείας, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα.

ii. Το δίκαιο που διέπει κάθε επί μέρους συναλλαγή, που καλύπτεται από τη σύμβαση συμψηφισμού.

iii Το δίκαιο που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού.

γ. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών έχει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι η εγκυρότητα του συμβατικού συμψηφισμού επανεξετάζεται σε συνεχή βάση, με γνώμονα τις εκάστοτε αλλαγές της οικείας νομοθεσίας.

δ. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών διατηρεί στα αρχεία της όλη την απαιτούμενη τεκμηρίωση.

ε. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του συμψηφισμού όταν υπολογίζει το συνολικό άνοιγμα, που υπόκειται σε πιστωτικό κίνδυνο, έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου και διαχειρίζεται τον εν λόγω κίνδυνο ανάλογα.

στ. Ο πιστωτικός κίνδυνος έναντι κάθε αντισυμβαλλόμενου υπολογίζεται σωρευτικά ώστε να προκύψει ένα ενιαίο, από νομική άποψη, άνοιγμα για όλες τις συναλλαγές. Το συνολικό άνοιγμα λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων και του εσωτερικού κεφαλαίου.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να μην αναγνωρίσει τις συμβατικές μορφές συμψηφισμού ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου, αν η ίδια ή οι άλλες εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές δεν πεισθούν για τη νομική ισχύ του συμψηφισμού.

6. Δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου συμβάσεις που περιέχουν ρήτρα, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται στον αντισυμβαλλόμενο, που εκπληρώνει κανονικά τις υποχρεώσεις του, να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή και σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και αν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής.

7. Επιπροσθέτως, οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α. Το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα που αναφέρεται στην παρ. 4(α) ανωτέρω να είναι το καθαρό ποσό των θετικών και αρνητικών τιμών εκκαθάρισης οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επιμέρους διμερούς σύμβασης πλαισίου συμψηφισμού και της θετικής και αρνητικής τρέχουσας τιμής των μεμονωμένων συναλλαγών.

β. H γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνώμη που αναφέρεται στην παρ. 4(β) ανωτέρω να πραγματεύεται την εγκυρότητα και την εκτελεστότητα της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων στο σύνολό της, σύμφωνα με τους όρους της και τις επιπτώσεις του συμψηφιστικού διακανονισμού επί των βασικών διατάξεων οποιασδήποτε επιμέρους περιλαμβανόμενης διμερούς συμφωνίας πλαισίου.

γ. Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών να διαθέτει διαδικασίες, στο πλαίσιο της παρ. 4(γ) ανωτέρω, ώστε να επαληθεύει ότι οιαδήποτε συναλλαγή που πρόκειται να περιληφθεί σε συμψηφιστικό σύνολο, καλύπτεται από νομική γνώμη.

δ. Λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών να εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για αναγνώριση του διμερούς συμψηφισμού και τις απαιτήσεις του Κεφάλαιο ΙΙ της Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3/459/27.12.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», και του τμήματος Η΄ της ΠΔ/ΤΕ 2589/20.08.2007 «Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων», για αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, σε σχέση με κάθε συμπεριληφθείσα επί μέρους διμερή συμφωνία, πλαίσιο και συναλλαγή.